Η έβδομη σύζυγος (β΄ μέρος)

Começar do início
                                    

...Προχωρημένη πια η άνοιξη, τη θέση της στο θέρος ετοιμαζότανε να δώσει, έχοντας ξεσηκώσει τα ζωντανά της γης προς το ζευγάρωμα και τις καρδιές των νέων ανθρώπων για τον έρωτα• ξεσηκωμένος κι ο Περδίκκας εκείνο το απομεσήμερο, σήκωσε την Κλεοπάτρα και την ανέβασε στα καπούλια του αλόγου του, καβάλησε κι αυτός το πιστό του ζώο και το οδήγησε να καλπάσει από τον λόφο του παλατιού προς την ακρογιαλιά της Πέλλας, όπου σαν έφτασαν, έβγαλαν κι οι δυο τα σανδάλια τους και περπάτησαν για λίγα βήματα στην άμμο πιασμένοι χέρι - χέρι, κυττώντας τον λαμπρό ουράνιο αφέντη...

«Τι κάνεις;» τον ρώτησε γελώντας η Κλεοπάτρα, βλέποντάς τον να απλώνει τη χούφτα του προς το φως. «Μαζεύεις κι εσύ τον ήλιο, όπως ο πρόγονός μου ο βασιλιάς Περδίκκας ο Πρώτος*;»

«Πες το έτσι... Τον μαζεύω και θα τον χύσω στα μαλλιά σου, να γίνεις ακόμα πιο όμορφη» της αποκρίθηκε τρυφερά ο Περδίκκας, γέρνοντας την άδεια χούφτα του πάνω από το κεφάλι της, και τη χαμήλωσε ώσπου να φτάσει να χαϊδέψει το μάγουλό της...

«Περδίκκα... Αν... αν καταφέρουμε ποτέ να γίνεις άντρας μου... θα είμαστε οι δεύτεροι με τα ίδια ονόματα στον οίκο των Αργεαδών**... Κι ας μην προορίζεσαι για βασιλιάς, δε με νοιάζει. πρίγκιπας ήσουν κάποτε...»

«Θα τα καταφέρουμε, Κλεοπάτρα... Εσύ θα γίνεις η γυναίκα μου, σ' το ορκίζομαι, καμιά άλλη...»

«Σ' αγαπώ τόσο πολύ, Περδίκκα μου, τόσο πολύ» ψέλλισε η πριγκίπισσα, κλείνοντας στα χεράκια της το πρόσωπο του αγαπημένου της. «Και τρέμω, τρέμω μην έρθει η ώρα που θα πρέπει να σ' αποχωριστώ...»

«Δε θα συμβεί αυτό, Κλεοπάτρα μου... Δε θα τ' αφήσω εγώ να συμβεί, μ' ακούς; Είναι δεμένες πια οι μοίρες μας, δεμένες ήταν απ' τη μέρα που γεννήθηκες κι ας μην έμαθα τότε τη γέννησή σου,μια τέτοια μέρα πριν από δεκαεπτά χρόνια, κι απ' τον καιρό που έπαιζες μικρό κοριτσάκι στην αυλή των γονιών μας με την αδελφή μου, τότε που δεν ήξερα πως θα σ' ερωτευόμουν κάποτε, και τόσο δυνατά» της είπε γεμάτος πάθος και λαχτάρα ο νεαρός αξιωματικός της κόρης του βασιλιά του, με το στόμα του πάνω στο μεσόφρυδό της, ένας στεναγμός λυγμικός τής ξέφυγε της Κλεοπάτρας κι ύστερα γύρεψε με ζέση του Περδίκκα το φίλημα, εκείνος με μια κίνηση σφιχτά κρατώντας την την ανασήκωσε απ' το έδαφος, γαντζώθηκε εκείνη απάνω του χέρια πόδια και αφέθηκαν στη δίψα τους, αγκαλιασμένοι πέσανε και κυλίστηκαν για μια στιγμή στην άμμο, ώσπου το φρούμασμα του αλόγου του παλικαριού τούς συνέφερε...

Κλεοπάτρα η ΜακεδόνισσαOnde histórias criam vida. Descubra agora