Το μπουμπούκι ανθίζει (μέρος β΄)

Start from the beginning
                                    

Το καλοκαίρι εκείνο του 339 π.Χ., ωστόσο, νέο πόλεμο άρχισε να σχεδιάζει ο Μακεδόνας άνακτας, για να αναπληρώσει την αποτυχία της πολιορκίας Περίνθου και Βυζαντίου και θέλοντας να δώσει ένα χτύπημα γερό στην αμφισβήτηση που πρόβαλε η πάλαι ποτέ κραταιά Αθήνα ενάντια στην κυριαρχία του, την αφορμή εξάλλου την είχε ήδη βρει, μιας και το αμφικτυονικό συνέδριο των Δελφών, στο οποίο είχε πετύχει τη συμμετοχή και του βασιλείου του, κατηγόρησε την Άμφισσα ότι σφετερίστηκε γη του μαντείου στο γεμάτο λιόδεντρα Κρισσαίον πεδίον***** και γύρεψαν την τιμωρία της, ορίζοντάς τον αρχιστράτηγο αυτού του «ιερού πολέμου», δίχως να υπολογίσουν την Αθήνα, τη Θήβα και το Κοινό των Βοιωτών. Πριν όμως εκκινήσουν οι νέες επιχειρήσεις, εκεί γύρω στον μήνα Λώο******, ο άρχοντας Ορόντης αποφάσισε να δώσει τη μονάκριβη θυγατέρα του, που είχε πλέον κλείσει τα δεκάξι, για σύζυγο στον νεαρό αξιωματικό Άτταλο, τον έναν εκ των τεσσάρων υιών του στρατηγού Ανδρομένους από την Τυμφαία της Άνω Μακεδονίας, παλικάρι συνομήλικο περίπου του Περδίκκα, φίλο του και όμοιό του στις ανδρικές χάρες...

«Αχ, Κλεοπάτρα μου, νιώθω την ψυχή μου να σχίζεται στη μέση» ομολογούσε η Αταλάντη στη φίλη της, σφίγγοντας τα χέρια της στις δικές της χούφτες. «Από τη μια λυπάμαι που θ' αφήσω το σπιτικό μου, μα από την άλλη χαίρομαι που μ' έλαχε ένας τέτοιος νέος σαν τον Άτταλο για άνδρας μου... Νομίζω πως... τον αγαπώ κιόλας ήδη, και πως θα περάσω καλή ζωή μαζί του...»

«Είμαι σίγουρη για αυτό, Αταλάντη μου» χαμογελούσε πλατιά η βασιλοπούλα. «Η ευτυχία σου είναι και δικιά μου, τον Άτταλο τον ξέρω κι εγώ από μικρή και πραγματικά είναι ο καλύτερος μνηστήρας που θα μπορούσε να σου τύχει, θα τον αγαπήσεις σίγουρα και θα ζήσετε όμορφα... Μακάρι να έχω κι εγώ την τύχη σου!»

Λίγες μέρες πριν από τον γάμο, κίνησαν οι δυο κοπέλες μαζί με άλλες αρχοντοπούλες της Πέλλας, τη Θεσσαλονίκη και νεαρές τους δούλες να πλύνουν τα προικιά της νύφης σε ένα κοντινό ρέμα, συνοδευμένες στην εξόρμηση αυτή απ' τον Περδίκκα και τον Λεοννάτο, στους οποίους ο Φίλιππος είχε απονείμει στην τιμή του σωματοφύλακα. Σαπούνισαν και έπλυναν λοιπόν τα κορίτσια μες στο γλυκό νερό τα ρούχα και τα κλινοσκεπάσματα, και όταν απόσωσαν τη δουλειά τους και τα άπλωσαν στον ήλιο να στεγνώσουν, πήραν να παίζουν με τα τόπια, κι οι ευφρόσυνες φωνές τους ανταγωνίζονταν το λάλημα των πουλιών, ενώ οι δύο νεαροί, μισοπλαγιασμένοι στο χώμα σαν σε ανάκλιντρο, παρατηρούσαν διακριτικά την παρθενική ομήγυρη.

Κλεοπάτρα η ΜακεδόνισσαWhere stories live. Discover now