ΤΡΕΙΣ ΕΡΩΤΕΣ (extra bonus)

Start from the beginning
                                    

Η Ελένη πλησίασε το Φανούρη που γέλαγε νευρικά. <<Άντε, η ώρα η καλή. Πώς τον λένε το Λεωνίδα; Τσουβλέκα; Ε θα γίνεις κυρία Τσουβλέκα>> της είπε και ξέσπασε σε γέλια. Εκείνη του έριξε μια αυστηρή ματιά. <<Ο Λεωνίδας είναι; Ούτε ρώτησα>> απάντησε κάνοντας ένα μορφασμό αηδίας. <<Γιατί καλέ; Ομορφόπαιδο είναι. Και μορφωμένος. Έχει βγάλει γυμνάσιο. Κι όπως είπε και ο πατέρας σου, πόσους έχει ο νομός πιο μορφωμένους; 2-3. Ε πέσαμε στον έναν που λαχταράει παιδαγωγικές>> πέταξε και χαχάνισε ξανά. Η Ελένη τον σκούντησε. <<Πάψε πια! Με άγχωσε, ανάθεμα τη. Μη φτάσουν αυτές οι αηδίες στα αυτιά του Λάμπρου μου και πικραθεί!>>, <<Να παρακαλάς να φτάσουν. Να ξέρει πως σε ζητάνε κι από αλλού, να έρθει να σε ζητήσει πρώτος αυτός. Πόσο καιρό θα σε τραβολογάει στις ερημιές ο Λάμπρος σου; Θα σας δει κανά μάτι στο τέλος και θα έχουμε ντράβαλα>>, <<Έχει τα διαβάσματα και τις σπουδές του!>> πέταξε περήφανα. <<Ναι αλλά δεν θα στεφανωθεί τις σπουδές του, εσένα θέλει. Να κοιτάξει να σε ζητήσει! Πόσο θα σας κάνω πλάτες κυρά μου; Σοβαρός, σοβαρός αλλά ο νους του στα ξεμοναχιάσματα. Εσένα θα κρεμάσουν κουδούνια, εκείνον θα τον έχουν για λεβέντη>>. Η Ελένη πήγε να απαντήσει, μα η είσοδος του Μιλτιάδη στο καφενείο τη σταμάτησε. Ο άντρας μπήκε μέσα φανερά ταραγμένος. <<Ανέστη...>> φώναξε τραυλίζοντας. <<Τι είναι Μιλτιάδη;>> ρώτησε ο άντρας, που καθόταν πλάι στον πατέρα της. <<Θέλω να με κατεβάσεις στη Λάρισα. Πρέπει να δω το γιο μου>>. Η Ελένη κάρφωσε τα μάτια της πάνω του. <<Με ειδοποίησε η σπιτονοικοκυρά του πως είναι άρρωστος. Φέρανε γιατρό μα βράζει στον πυρετό. Μου φαίνεται πρέπει να τον φέρω εδώ, να τον προσέχουμε. Εκεί μοναχός του, ποιος θα τον συντρέξει;>> πέταξε λυπημένα και όλοι ταράχτηκαν. Ο Φανούρης έπιασε την Ελένη από τη μέση. Είχε ασπρίσει και έτρεμε. <<Μην κάνεις καμία ανοησία. Ηρέμησε και κάνε πως δεν έγινε τίποτα>> της ψιθύρισε, μα εκείνη έτρεμε όλο και περισσότερο. Ο Μιλτιάδης έφυγε τρέχοντας με τον Ανέστη, και η Βιολέτα πλησίασε τη Λενιώ, κρατώντας τα φασόλια. <<Έλα κορίτσι μου. Μα τι έπαθε το παλικάρι; Θεός φυλάξοι. Κι είναι ύπουλα τα κρυώματα, κι ας είναι νέος>> σχολίασε. Τα μάτια της Ελένης είχαν γεμίσει δάκρυα. Η Βιολέτα την κοίταξε με περιέργεια. <<Είσαι καλά Λενιώ; Τι έπαθες;>> ρώτησε ευγενικά. Ο Φανούρης την κούνησε με δύναμη. <<Σταμάτα τα κλάματα! Τίποτα δε θα πάθει, σταμάτα!>> της είπε αγχωμένα. <<Τι έγινε βρε παιδιά; Τι πάθατε;>> επέμεινε η Βιολέτα. <<Νομίζω θα πέσω κάτω>> ψέλλισε η Ελένη. <<Καλέ, έλα μέσα να πιεις ένα νερό. Βρε εσύ έχεις γίνει σα το πανί>> της είπε η καφετζού κι ο Φανούρης έγνεψε θετικά. <<Τράβα μέσα να πλυθείς, μη σε δει ο πατέρας σου σε αυτά τα χάλια! Ξινό μας βγήκε το γέλιο>>. Η Ελένη έφυγε με τη Βιολέτα κι ο Φανούρης έκατσε δίπλα στο Γιώργη. <<Πού πάει η κόρη μου;>>, <<Μέσα, να της δείξει κάτι η Βιολέτα. Δεν κατάλαβα τι...>>, <<Ε γυναικεία θέματα, τι να καταλάβεις;>> πέταξε και ήπιε ήρεμα τον καφέ του.

ΕυγενίαWhere stories live. Discover now