Ήμουν σε απόγνωση. Ο εφιάλτης μου πήρε ζωή και εγώ καθόμουν απλώς και σάπιζα μέρα με τη μέρα. Γίνομουν μια άλλη εξαιτίας της αναισθησίας μου εκείνη τη νύχτα. Εξαιτίας της μάταιης απερισκεψίας μου. Μου ξέφυγε κι άλλο ένα δάκρυ. Το σκούπισα ενώ κοιτούσα χάμω.

<<Λοιπόν. Για να το ξεκαθαρίσω. Δε με νοιάζει αν το μετάνιωσες επειδή ξαφνικά θυμήθηκες ότι σε απήγαγα και σου στέρησα τη ζωούλα σου>>

<<Ε-εντάξει>> ο τόνος της φωνής μου βγήκε πιο ευάλωτος απ' ότι περίμενα. Σχεδόν σαν να νοιάστηκα για αυτά τα αισχρά λόγια που μόλις είπε.

<<Δε σκέφτεσαι σωστά. Ένας άντρας σαν και εμένα είναι δυνατόν να κυκλοφορεί μόνο με μια. Και αν ναι τότε γιατί αυτή η μία να είσαι εσύ;>> Είπε υπεροπτικά και γούρλωσα τα μάτια μου.

<<Σου χάρισα τόσο απλόχερα το σώμα μου..και κάθεσαι και μου λες τα δικά σου. Παράτα με επιτέλους!>> φώναξα ενώ βούρκωσαν τα μάτια μου.

<<Θυμήσου μικρή>> με πλησίασε ενώ μου έπιασε το χέρι.

<<Όσο απλόχερα μου δίνεις εσύ το σώμα σου..άλλο τόσο μου το δίνουν και όλες οι άλλες. Και το καλό σε αυτές είναι ότι δε παραπονιούνται όπως εσύ..  και ξέρεις γιατί;>> Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.

<<Επειδή..>> σήκωσε τη μπλούζα του και έβαλε το χέρι μου στη κοιλιά του. Κοίταξα τους καλοσχηματισμένους κοιλιακούς του, και ύστερα τον ίδιο.

<<Δε με ενδιαφέρει. Πήρες αυτό που ήθελες. Μένει να φύγεις απλά>> τράβηξα το χέρι μου και ξάπλωσα.

<<Θα σου περάσει. Σας ξέρω εγώ εσάς τις τιποτένιες. Πάτε με τον έναν και με τον άλλον αλλά όταν έρχεται η σειρά σας να πληρώσετε ανοίγετε ολόκληρη ιστορία>> δε του έδωσα σημασία. Τι νόημα είχε; Ίσως τα έκανα χειρότερα.

<<Βέβαια. Που να απαντήσεις; Σκύλα>> έφτυσε και μου ξέφυγε ένα δάκρυ.

<<Να σε δω το βράδυ που θα με παρακαλάς. Νομίζεις δε σε ξέρω;>> Σηκώθηκα δειλά, ενώ τον πλησίασα. Όσο κιαν ήθελα δε μπορούσα να το αφήσω έτσι. Η καρδιά μου χτυπούσε καθώς τον αντιμετώπιζα.

<<Όπα. Όπα. Τι θα μου κάνεις;>> συνέχισε τους χλευασμούς του αδιάκοπα και συνέχισα να τον κοιτάω. Τα μάτια μου είχαν κοκκίνησει, το ένιωθα. Έτσουζαν παρά πολύ.

Δεν ήταν δυνατόν να μου μιλούσε έτσι. Ήταν τόσο άσχημο όλο αυτό με έκανε να θέλω να φύγω ακόμη πιο πολύ από πριν. Τοποθέτησα το χέρι μου στο σακάκι του, ενώ άρχιζα να το σέρνω πάνω και κάτω.

<<Ξέρω τις συνέπειες..όμως παρόλαυτα δε μπορώ να κρατηθώ. Και ξέρεις κάτι; Ίσως να αξίζει αυτή τη φορά>> τον χαστούκισα με τέτοια δύναμη που το δικό μου χέρι άρχισε να πονάει.

<<Υποφέρω. Και εσύ κάνεις τα πάντα για να με κάνεις να αισθανθώ χειρότερα>>

<<Αρκετά>> φώναξε μα δεν θα σταματούσα. Όχι τώρα.

<<Όλη μου η ζωή περνάει γύρω σου. Καταστρέφεις τα νιάτα μου>>

<<Είπα φτάνει!>> Με έπιασε από τον λαιμό ενώ με κόλλησε στον τοίχο. Επίθεση; Μεγάλε μπορείς κι άλλα είμαι σίγουρη.

<<Ελπίζω η κόρη σου να μη μάθει ποτέ τι πατέρα είχε. Δε θα της άξιζε τέτοια φήμη>>

<<Σκάσε!>> Ανταπέδωσε το προηγούμενο χαστούκι μα δε μπορούσα να σταματήσω τώρα. Έκλαιγα κι όμως πάλευα για μια ανάσα ακόμη. Ήθελα να του φωνάξω για όσα κιαν μου έκανε. Τώρα ήταν η ευκαιρία μου.

<<Άραγε ..πως να ένιωθε αν μάθαινε πως το φύλο της εξεφτελιζόταν από τον ίδιο της το πατέρα>> με έσφιξε περισσότερο και πλέον ένιωθα να εγκαταλείπω. Ένιωθα να με πνίγουν όλα. Μα είχα τη νίκη στα χέρια μου.

<<Βούλωστ'ο!>> είπε και πράγματι δε μπορούσα να μιλήσω. Ένιωθα ότι μπροστά του ο πίθωνας δε θα έπιανε μια. Όλα φαινόντουσαν πιο θολά. Όμως δε θα ζητούσα απελευθέρωση.

<<Δεν ακούω τίποτα>> είπε ενώ γέλασε και πλέον δεν είχα δύναμη να κοιτάξω. Μια μαύρη θολούρα γέμιζε το δωμάτιο και ξαφνικά ένιωσα να λυποθυμάω στα χέρια του.

Η αρχή του τέλους Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα