Τι Θα Γίνει Με Εμάς?

34 1 8
                                    

Η μέρα έχει ξεκινήσει άσχημα, όπως οι περισσότεροι μέρες από τότε που χωρίσαμε με το Σιμόν. Σηκώνομαι με βαριά καρδιά από το κρεβάτι, ντύνομαι κι ο μόνος λόγος που βγαίνω για τρέξιμο είναι πως κατά πάσα πιθανότητα θα έχω την ευκαιρία να τον κοιτάζω στην προπόνηση - σπάνια χάνει προπονήσεις.
Παρά το γεγονός πως πράγματι έχει βγει για προπόνηση πριν από εμένα και ήδη τρέχει μέσα στο δάσος μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας, δίνοντας μου την ευκαιρία να τον κοιτάζω ακατάπαυστα οπότε μου το επιτρέπει ο αργός ρυθμός μου στο τρέξιμο, και το πλήθος των ατόμων που μας χωρίζει, οι ματιές που κατορθώνω να του ρίξω δεν μου είναι ούτε στο ελάχιστο αρκετές. Συνεχίζω, ωστόσο, να τρέχω, ακολουθώντας τον, μένοντας όσο πιο κοντά του μπορώ, όσο πιο διακριτικά γίνεται, γιατί μόνο αυτές τις στιγμές έχω μαζί του.
Μόνο αυτές, και τίποτα πιο κοντινό. Καμία παραπάνω επαφή. Καμία μάτια, κανένα βλέμμα. Κανένα άγγιγμα. Μόνο εγώ, να τον χαζεύω στα μουντά, μυστικά... Αυτό και τίποτε άλλο.
Είμαι χαμένος στις σκέψεις μου, απορροφημένος από τον τρόπο που τα σγουρά μαλλιά του τυνάζονται και πέφτουν στο ιδρομένο μέτωπο του, τόσο που δεν έχω αντιληφθεί το χιόνι που πέφτει γύρω μας, παγώνοντας μας, μέχρι που η φωνή του August τρυπά τα αυτιά μου.
<< Όλοι μέσα στους κοιτώνες! Αμέσως! Πάμε πάμε! >>
Τα μάτια μου αφήνουν το Σιμόν για ένα δευτερόλεπτο μονάχα, ώστε να στραφώ προς το λευκό χιόνι που πέφτει σα χείμαρρος ακατάπαυστα από τον ουρανό. Ύστερα, τα μάτια μου κολλάνε ξανά στην πλάτη του Σιμόν, και τον ακολουθώ τρέχοντας, κατά πόδας προς τα αποδυτήρια.
Φτάνω μέσα τελευταίος, και ίσα που τον προλαβαίνω καθώς βγάζει τα ρούχα του και βαδίζει προς τις ντουζιέρες. Οι μύες του σώματος του κινούνται σε κάθε του βήμα, και τον παρατηρώ μαγεμένος ενώ χάνεται πίσω από το μαρμάρινο τοίχο. Μετά αρχίζω κι εγώ να βγάζω τα ρούχα μου, αργά, αδιάφορα. Δε βιάζομαι να πάρω σειρά για μπάνιο, καθώς ξέρω πως αν μπω στις ντουζιέρες μαζί του, σίγουρα θα φύγει αμέσως. Έτσι απλά καθυστερω, ελπίζοντας πως θα τον ξανά πετύχω καθώς θα βγαίνει, και θα ντύνεται, πριν μπω για μπάνιο.
Στέκομαι στην ουρά για λίγη ώρα, εσκεμμένα τελευταίος, όταν η φωνή του August σπάει τη σιωπή για δεύτερη συνεχόμενη φορά.
<< Δεν θα μείνουμε όλη τη μέρα εδώ πέρα! Μαζέψτε τα και πάμε γρήγορα στους κοιτώνες! Έχετε κι εκεί ντουζιέρες! Εμπρόοο! >>
Όλοι είμαστε ιδρομένοι, και χρειαζόμαστε επειγόντως ένα καλό μπάνιο, ωστόσο κανείς δεν τολμά να διαμαρτυρηθεί. Κάνεις δεν φέρνει ποτέ αντιρρήσεις στον August. Όλοι βιάζονται να μαζέψουν τα πράγματα τους και να κατευθυνθούν προς τα δωμάτια τους, όσο όμως κι αν ο August φωνάζει να βιαστούμε, εγώ παίρνω το χρόνο μου - ο Σιμόν δεν έχει βγει από το ντούζ ακόμη. Εξάλλου, δε φοβάμαι τον August. Τι μπορεί να μου κάνει; Α ναι, σωστά.
Τίποτα.
Εγώ είμαι ο πρίγκιπας.
Έχω ίσα ίσα αρχίσει να φοράω ξανά τα παντελόνι μου, και τα αποδυτήρια έχουν σχεδόν αδιάσει όταν ο Σιμόν βγαίνει επιτέλους από τις ντουζιέρες. Τα μαλλιά του είναι νωπά, στάζουν, και κρατά μια πετσέτα γύρω από τη μέση του. Τα μάτια μου κολλάνε απευθείας στο γυμνό, λείο, επίπεδο στομάχι του...
Και τότε, ξαφνικά, τον ακούω. Αναστενάζει. Και γυρίζει πλάτη.
Και τότε καταλαβαίνω. Ήξερε. Ήξερε πως θα είμαι εδώ και θα περιμένω. Ήξερα πως επιθυμώ να τον δω, πως επιδιώκω διαρκώς να τον βλέπω, να τον κοιτάζω. Ξέρει... Και δεν του αρέσει.
Οχι πια.
Με την πλάτη του γυρισμένη προς το μέρος μου έχει αρχίσει να φορά τα ρούχα του - το γνώριμο, μοβ φούτερ του, και ένα καρό κίτρινο παντελόνι - και έτσι συνεχίζω κι εγώ να φοράω τα δικά μου, σιωπηλός. Τα αποδυτήρια έχουν πλέον αδιάσει εντελώς, και βλέπω τον August να μου ρίχνει μια ματιά πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα πρώτου εξαφανιστεί - ήξερα πως δεν θα μου έλεγε τίποτα.
Κουμπώνω το τζιν παντελόνι μου και φοράω το κόκκινο πουλόβερ μου, κι αν επάνω το μαύρο μου παλτό. Είμαι έτοιμος να αποχωρήσω από τα αποδυτήρια και να αφήσω επιτέλους το Σιμόν μόνο του. Όμως πριν το χέρι μου αγγίξει καλά καλά το στρογγυλό πόμολο της πόρτας σταματάω. Γυρίζω. Και τον κοιτάζω.
<< Τι θα γίνει τώρα; >> ρωτάω απαιτητικά, και αυτή είναι η πρώτη φορά που του απευθύνω το λόγο μετά από πάρα πολύ καιρό. << Έτσι θα το πάμε; >> συνεχίζω, και έκπληκτος καταλαβαίνω από τον τόνο της φωνής μου πως είμαι έξαλλος. << Ούτε ένα βλέμμα; Ούτε μια καλημέρα, ένα γεια; >>
Επιτέλους γυρίζει προς το μέρος μου και με κοιτάζει. Ή μάλλον, όχι. Δε με κοιτάζει. Μου ρίχνει μονάχα ένα απαξιωτικό βλέμμα, ούτε καν στα μάτια, και ύστερα στρέφεται ξανά μπροστά του.
<< Γεια. >> πετάει ξερά.
Εκνευρίζομαι ακόμα περισσότερο.
<< Δεν χρειάζεται να γίνεσαι κόπανος, ξέρεις. >> λέω ψυχρά, κι όταν με καρφώνει απότομα με μάτια που πετάνε σπίθες καταλαβαίνω πως το έχω παρακάνει.
<<  Εγώ γίνομαι κόπανος; >>απαιτεί να μάθει, και ο τόνος στη φωνή του είναι προκλητικός.
Γρήγορα όμως κερδίζει ξανά την αυτοκυριαρχία του, στρέφεται ξανά μπροστά και συνεχίζει να κουμπώνει το παντελόνι του.
<< Εγώ άλλον θυμάμαι να μου λέει ψέματα, και να με εγκαταλείπει όταν τον χρειάστηκα περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε. Αυτό θα πει να είσαι κόπανος. >>
Τα λόγια του με πληγώνουν, χώνονται βαθιά μέσα μου, όμως για κάποιο λόγο αντιδρώ με φωνές.
<< Ξέρεις πως δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο, Σιμόν! >> φωνάζω τώρα, και νιώθω τη φωνή μου έτοιμη να σπάσει. << Δεν ήταν στο χέρι μου! >>
<< Φυσικά και ήταν! >>
Τώρα έχει γυρίσει κι εκείνος προς το μέρος μου, και με κοιτάζει με βλέμμα έξαλλο. Το φούτερ του είναι χαλαρά ριγμένο επάνω στο σώμα του, αποκαλύπτοντας ένα μεγάλο μέρος του γυμνού του, γυμνασμένου στέρνου.
<< Είπες πως θα με στηρίξεις! Και με παράτησες! Μου είπες ψέματα, Βίλχελμ!>> φωνάζει, κι νομίζω πως δεν έχω ξανά ακούσει ποτέ το Σιμόν να φωνάζει έτσι.
Η φωνή του είναι δυνατή και καθαρή, τα λόγια βγαίνουν αβίαστα, όμως είναι... Ραγισμένη. Η φωνή του... έχει σπάσει. Και η καρδιά του επίσης.
<< Δεν ήθελα να σου έχω πει ψέματα... >> απαντάω κάπως πιο σιγανά τώρα. << Δεν μπορούσα όμως να... >>
<< Τι; >> λέει απότομα. << Τι δε μπορούσες; Να σηκώσεις κεφάλι; Να υπερασπιστείς τον εαυτό σου; Εμένα; Ή απλώς δεν μπορούσες να φέρεις αντίρρηση στη μαμάκα; >>
Κάνει μια παύση και με καρφώνει με βλέμμα γεμάτο αηδία.
<< Πες απλώς πως δεν σου έφτανα. Πως ντρεπόσουν για αυτό που είχαμε. >>
<< Εγώ;! >> φωνάζω ξαφνιασμένος. << Πιστεύεις πως Ντρεπόμουν; Για εσένα;! >>
<< Ήθελες να το κρατήσεις μυστικό! >> φωνάζει εκείνος τώρα. << Να με κρατήσεις μυστικό! >>
<< Είμαι ο αναθεματισμένος πρίγκιπας, διάδοχος της Σουηδίας, Σιμόν! Δεν θα μπορούσα να είμαι μαζί σου αλλιώς! Το ήθελα όμως, για αυτό σου ζήτησα να μείνει μυστικό! >>
<< Θα μπορούσες να προσπαθήσεις και χωρίς να είναι, ξέρεις! >> επιμένει εκείνος.
Οι εντάσεις έχουν ανέβει και δεν αντέχω να φωνάζω. Όχι σε εκείνον.
<< Δεν είναι τόσο απλό, Σιμόν. >> λέω όσο πιο ήρεμα μπορώ, όμως ο Σιμόν δεν είναι σε θέση να μιλήσει ήρεμα.
<< Φυσικά και είναι. Εσύ το κάνεις δύσκολο. >> επιμένει εκείνος.
<< Εγώ; >> καγχάζω. << Σου ζήτησα να είμαστε μαζί! Το ήθελα! Και μπορούσαμε να είμαστε μαζί, Σιμόν! Απλώς χωρίς να το γνωρίζει όλος ο κόσμος. >>
Κάνω μια σύντομη παύση θέλοντας να συγκρατήσω αυτό που πάει να βγει από το στόμα μου, όμως εν τέλει δεν τα καταφέρνω και προσθέτω: << Ακόμη μπορούμε... >>
Τα μάτια του Σιμόν αστράφτουν και με καρφώνει. Ανοίγει το στόμα του χωρίς να σκεφτεί.
<< Τώρα είναι αργά. >> λέει κοφτά.
Δε χρειάζεται να πει τίποτε άλλο. Καταλαβαίνω τι εννοεί. Η μάλλον ποιόν.
<< Εξαιτίας εκείνου; >> απαιτώ να μάθω, και εκπλήσσομαι με τον εαυτό μου που κατορθώνω να αναφέρω το Μάρκους χωρίς να γίνει η φωνή μου χίλια κομμάτια από τη θλίψη.
Για λίγο ο Σιμόν κοιτάζει αλλού καθώς κλείνει το σάκβουαγιάζ του.
<< Τουλάχιστον εκείνος δεν με κρατά μυστικό. >> λέει σκληρά.
Τα λόγια του μπίγονται απότομα μέσα στην καρδιά μου.
Δεν προλαβαίνω να σκεφτώ και οι λέξεις απλώς ξεγλυστρούν μέσα από το στόμα μου.
<< Τον αγαπάς; >> ρωτάω απότομα.
Τα μάτια του Σιμόν ανοίγουν ορθάνοιχτα. Δεν γυρνά αμέσως για να με αντικρύσει, όμως στο τέλος στρέφει το κεφάλι προς το μέρος μου. << Εσένα πάντως δεν σε αγαπάω. >>
Και με αυτά τα λόγια κουμπώνει το μπουφάν του, σηκώνει την κουκούλα του γύρω από το πρόσωπο του και παίρνοντας τα πράγματα του βγαίνει στην καταιγίδα.
Εγώ στέκομαι ακίνητος, παγωμένος, να αναλογίζονται τα ψυχρά του λόγια που με τόση ευκολία πέταξε κατά πάνω μου, κι αυτά καρφώθηκαν μέσα στην καρδιά μου και τη διέλυσαν.

"Εσένα πάντως δεν σε αγαπάω...'

Όταν καταλαβαίνω πως έχει βγει στη θύελλα που επικρατεί έξω, σπεύδω στην πόρτα να τον προλάβω πανικόβλητος, όμως το θέαμα με καθηλώνει στη θέση μου: ο Σιμόν βρίσκεται μέσα στην αγκαλιά του Μάρκους, ο οποίος με το ένα χέρι τον κρατά από τους ώμους, ενώ με το άλλο έχει πάρει το σάκο του, και μαζί βαδίζουν προς τους στάβλους.
Μένω στο κατώφλι της πόρτας ακίνητος, κοιτάζοντας τους και σκέφτομαι...:

Μα, Σιμόν...

Εγώ σε αγαπάω.

Hello my blue bloods!

Καλέεε καιρό έχουμε να τα πούμεεε! Νέο ζουμερό κεφάλαιο για αυτή την εβδομάδα. Έτσι βρε, για να μας μπει καλά!
Hope you, drama people, are gonna like it. I really do count on you, honestly 😋😂🙃
Τα δυο μας αγόρια είναι βαθιά πληγωμένα... Υποφέρουν... Όμως είναι νέοι, ανίδεοι και αδέξιοι και δεν ξέρουν πώς να το χειριστούν.
Περιμένω να ακούσω γνώμες και απόψεις! Θέλω λεπτομέρειες, για πάμε λίγο να αφήνουμε κανένα σχόλιοοο! Για εσάς τα γράφω βρε!
Περιμένω στα σχόλια να μάθω πως σας φάνηκε!
Αν σας άρεσε αυτή η ιστορία ελέγξτε το προφίλ μου για περισσότερες 😉

Goodbye my blue bloods!!!

Young Royals - Come Back To Me ( Season 2 )Where stories live. Discover now