Η Ελένη καθόταν στην μικροσκοπική τραπεζαρία του διαμερίσματος τους στην Αθήνα και άκουγε βαριεστημένα τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο. Είχαν τουλάχιστον ένα μήνα να αναφερθούν στην υπόθεση του θανάτου της, όμως και εκείνη και ο Λάμπρος ήταν ακόμα επιφυλακτικοί για να κυκλοφορήσει ελεύθερα στην πόλη, μιας και το πρόσωπο της δεν είχε ξεχαστεί απόλυτα. Παρέμενε κλεισμένη στο σπίτι τους, ακούγοντας ραδιόφωνο και διαβάζοντας κάθε λογής βιβλίο είχε στην κατοχή του ο άντρας της, προσπαθώντας να σκοτώσει την ώρα της και να μην σκέφτεται όλα αυτά που τις συνέβησαν τους τελευταίους μήνες. Η κοιλιά της είχε αρχίσει να φουσκώνει ελαφρά. Ξάφνου ένιωσε ένα οξύ πόνο κι έβγαλε μια μικρή κραυγή. Ένα αίσθημα φόβου και αγωνίας την κυρίευσε. Λες και κάτι άσχημο συνέβαινε εκείνη ακριβώς τη στιγμή. <<Κορίτσι μου!!>>. Ο Λάμπρος μπήκε τρομαγμένος στην τραπεζαρία και έσκυψε δίπλα της. <<Τι έπαθες κορίτσι μου; Γιατί φώναξες;>>, <<Ένα πόνος, χαμηλά>> ψέλλισε. <<ΠΟΝΟΣ; Το παιδί; Να πάμε σε κανέναν γιατρό;>>. Η Ελένη έγνεψε αρνητικά. <<Καλά είμαι. Πέρασε κι όλας>>, <<Τι πέρασε καρδιά μου; Ανησυχώ. Δεν σε έχει δει και γιατρός με τούτα και με κείνα>>. Η γυναίκα έπιασε το χέρι του και το έσφιξε δυνατά. <<Δεν είναι τίποτα. Ένα κακό προαίσθημα έχω, δεν ξέρω γιατί. Γι' αυτό με έπιασε>>. Ο δάσκαλος τη φίλησε στο μέτωπο. <<Σε παρακαλώ, μην ταράζεσαι. Πέρασες τόσα. Όλα καλά θα είναι. Θες να ξαπλώσεις λίγο;>> τη ρώτησε καλοσυνάτα, μα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Έκατσε στην καρέκλα πλάι της και την τράβηξε στην αγκαλιά του. Εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω του με δύναμη. <<Είμαστε καλά ζωή μου. Μόνοι μας αλλά καλά. Δεν θα μας συμβεί τίποτα άσχημο>> της ψιθύρισε κι εκείνη του χαμογέλασε.

<<Έλα ομορφιά μου, έλα λίγο ακόμα>> έκανε η Σουλτάνα, βουτηγμένη στον ιδρώτα. <<Δεν αντέχω!>> φώναξε η Δρόσω. <<Έλα μωρέ που δεν αντέχεις, όλες αντέχουμε. Έλα παρε ανάσες κι όταν σου πω σπρώξε μου αλλη μία>>. Η κοπέλα ανάσαινε βαριά και η Λίτσα σκούπησε τον ιδρώτα από το μέτωπο της. Ένας δυνατός πόνος, την έκοψε ξανά στα δύο και ούρλιαξε δυνατά. <<ΣΠΡΩΞΕ ΜΟΥ ΛΙΓΟ. ΕΛΑ! ΔΩΣΕ ΔΥΝΑΜΗ! ΠΑΜΕ!>> της φώναξε η μαμή και λίγες στιγμές αργότερα, μέσα στις στριγκλιές της, ακούστηκε ένα κλάμα. Οι κοπέλες ενθουσιάστηκαν και άρχισαν να χειροκροτούν. <<Κόρη!! Κόρη!!>> έκανε χαρούμενα η Σουλτάνα, κρατώντας το παιδί στα χέρια της. Η Λίτσα με την Τζίνα αγκαλιάστηκαν συγκινημένες και η μαντάμ Κούλα πήρε το παιδί στα χέρια της για να το δώσει στη Δρόσω, κατακόκκινη από το κλάμα. <<Κοίτα μια κούκλα που έκανες, κοκόνα μου. Σωστή νεράιδα>>. Ο Δρόσω πήρε το κοριτσάκι στα χέρια της, που έκλαιγε γοερά. <<Μάτια μου... Κόρη μου, όμορφη...>>, <<Καλέ αυτή θα κάψει καρδιές! Σαν αυτές τις γαλαζοαίματες είναι>> σχολίασε η Λίτσα. <<Να τη στείλεις στις καλόγριες, μην καταλήξει σαν εμάς>> πέταξε η Τζίνα. <<Έλα, σκάστε γαλιάντρες, πάνω από το κεφάλι της. Βγάλε ψυχή μου το στήθος σου και τάισε την. Θα πεινάει η δολια, τόσο ταλαιπωρήθηκε>> τη συμβούλευση η μαμή κι η Δρόσω άρχισε να τη θηλάζει. <<Έτσι μπράβο. Πώς θα την πεις μωρή; Πώς λέγαν τη μανούλα σου;>>, <<Δεν θα της δώσω το όνομα της μάνας μου, κυρά-Σουλτάνα. Θα της δώσω της αδελφής μου που την έχασα πρόσφατα, άδικα και άτιμα. Ελένη θα την πω. Ελένη Σταμίρη>>.

Δύο ΠρόσωπαWo Geschichten leben. Entdecke jetzt