ΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ (extra bonus)

Start from the beginning
                                    

Κατέβηκαν από την πλαϊνή σκάλα και βρέθηκαν στη παραλία, μπροστά από τα ενοικιαζόμενα δωμάτια. Η βραδιά ήταν ήσυχη και είχε ξαστεριά. Ο Λάμπρος έπιασε το χέρι της τρυφερά και κατηφόρησαν προς την ακροθαλασσιά. Έκατσαν δίπλα στο κύμα και απόλαυσαν τον ήχο που έκανε, καθώς έσκαγε στην ακτή. <<Πέρασες καλά;>> τη ρώτησε καλοσυνάτα. <<Ναι... Πολύ! Και στις μικρές άρεσε>>, <<Εγώ εσένα ρώτησα. Άσε τις μικρές>>. Εκείνη χαμογέλασε ντροπαλά. <<Ήταν υπέροχα. Είχες ωραία ιδέα. Χρειαζόταν, κι ας γκρίνιαξα για τα έξοδα>>. Ο άντρας της χάιδεψε το πρόσωπο. <<Στερήθηκες πάρα πολλά, για χρόνια. Δεν θέλω να στερηθείς τίποτα πια. Ούτε εσύ, ούτε τα παιδιά, αλλά κυρίως εσύ. Και μακάρι, στο μέλλον, να μπορώ να σου προσφέρω περισσότερα>>. Η Ελένη ακούμπησε το δάχτυλο της στο πρόσωπο του. <<Αφού έχω εσένα, και τα κορίτσια μας, έχω τα πάντα. Δεν χρειάζομαι περισσότερα. Αρκεί να σας έχω δίπλα μου>>. Τα χείλη του, ακούμπησαν τα δικά της και το φιλί του ήταν παθιασμένο και καυτό, που ζέστανε ακόμα περισσότερο, τη νύχτα του Αυγούστου. <<Έλα>> της ψιθύρισε, απλώνοντας το χέρι του για να σηκωθεί. Εκείνη τον ακολούθησε, υπακούοντας. Μπήκε πρώτος στη θάλασσα, αφήνοντας την μπλούζα του στην αμμουδιά. Η Ελένη έκανε το ίδιο. <<Είναι το τελευταίο μας βράδυ εδώ. Τα παιδιά κοιμούνται. Θέλω να το χαρούμε>> της είπε. Εκείνη χαμογέλασε πονηρά. <<Νομίζω... χαρήκαμε τα περισσότερα βράδια εδώ>>. Πέρασε τα χέρια του γύρω από τη μέση της και την ανασήκωσε μαλακά, πάνω στο κορμί του. <<Η αλμύρα πάνω στο δέρμα σου, με κάνει να τρελαίνομαι>> ψέλλισε στο αυτί της και τη φίλησε ξανά, αργά και αισθησιακά, σαν να ήθελε να την καταπιεί ολόκληρη. <<Βγάλε το μαγιό σου>> της ψιθύρισε ανάμεσα στα φιλιά τους και κατέβασε μαλακά το μπούστο της, αφήνοντας ελεύθερο το στήθος της. Εκείνη διέκοψε το φιλί τους απότομα. <<Όχι εδώ, σε παρακαλώ. Μπορεί... Μπορεί κάποιος να μας βλέπει από το μπαλκόνι του. Πάμε μέσα>>. Τα δάχτυλα του, μπλέχτηκαν στο στήθος της, μέσα στο νερό, στέλνοντας κύματα ηδονής στο κορμί της. <<Σταμάτα, σε παρακαλώ>> έκανε στο αυτί του, ανασαίνοντας βαριά.

Βγήκαν από τη θάλασσα, λίγες στιγμές αργότερα και η Ελένη πήρε το φόρεμα της και ακολούθησε τον δρόμο της επιστροφής. Δεν ανέβηκε τις σκάλες για το δωμάτιο, παρά έστριψε σε ένα μικρό στενό, στο πλάι των δωματίων, που υπήρχε μια ξεχαρβαλωμένη παλιά ντουζιέρα, για τους λουόμενους της παραλίας. Άφησε το καθαρό νερό να τρέξει πάνω της, για να ξεπλύνει το αλάτι. Ήταν ζεστό. Ο Λάμπρος, που την ακολουθούσε, έμεινε να την κοιτάζει. Στα 40 της χρόνια, η γυναίκα του, ήταν γοητευτική και γεμάτη χυμούς και καμπύλες. Την ποθούσε ακόμα και δεν έχανε ευκαιρία να την κάνει δική του. Τη πλησίασε και μπήκε μαζί της κάτω από το νερό. <<Γιατί δεν με άφησες;>> τη ρώτησε δήθεν θιγμένα. <<Είσαι με τα σωστά σου; Θα μας δει κανά μάτι και θα γίνουμε ρεζίλι. Πλύσου τώρα εδώ γιατί αν μας ακούσουν και ξυπνήσουν οι τσούπρες, δεν θα κοιμούνται με τίποτα>>. Εκείνος τη φίλησε στο λαιμό, δαγκώνοντας την. <<Δεν ξέρεις πόσο σε θέλω>> ψιθύρισε. Τα δάχτυλα του γλίστρησαν μέσα από το μαγιό της και αναζήτησαν την καμπύλη της. <<Τι σε έχει πιάσει απόψε; Ηρέμησε>> ψέλλισε με δυσκολία, σφαδάζοντας από ευχαρίστηση, χώνοντας τα νύχια της στο σβέρκο του και με τα μεγάλα λαμπερά μάτια της, καθηλωμένα στα δικά του. Βούλιαξε τα δάχτυλα του μέσα της, ενώνοντας το κεφάλι του με το δικό της. <<Σταμάτα, τι κάνεις;>> του ψιθύρισε τρέμοντας και δάγκωσε τα χείλη της. Εκείνος υπάκουσε και σταμάτησε, βγαίνοντας από μέσα της. Η Ελένη τον κοίταξε για μια στιγμή με απογοήτευση. <<Είπες να σταματήσω. Μάλλον δεν το εννοούσες, ε;>> της είπε ειρωνικά. Εκείνη έπιασε το χέρι του και τον τράβηξε πίσω της. Έφυγαν βρεγμένοι, ανέβηκαν βιαστικά τη σκάλα και μπήκαν όσο πιο αθόρυβα μπορούσαν στο δωμάτιο κι έπειτα στη κρεβατοκάμαρα. Έκλεισε την πόρτα πίσω της και έβγαλε με μία κίνηση το μαγιό της, αφήνοντας το κατάχαμα. Εκείνος όρμησε σαν πεινασμένο ζώο πάνω της. Το στήθος της ήταν σκληρό και διογκωμένο. Στριφογύρισε τη γλώσσα του πάνω του και το ρούφηξε δυνατά. Δεν είχε πολλή υπομονή. Γλίστρησε μέσα της και το κεφάλι της τινάχτηκε αισθησιακά πίσω. Έβγαινε κι έμπαινε ξανά με φόρα μέσα της, κάνοντας την να τον παρακαλάει να συνεχίσει. Η Λενιώ ένιωθε την κορύφωση της να πλησιάζει, με τους μυς της να τον σφίγγουν τυραννικά γλυκά και το σώμα της να ανατριχιάζει συνεχώς. Χαμήλωσε το χέρι του και την ακούμπησε στο σημείο που ενώνεται με το δικό του. Εκείνη αναστέναξε βαθιά και τα πόδια της έτρεμαν χωρίς σταματημό. Ακολούθησε κι εκείνος, προσπαθώντας να κοντρολάρει την ανάσα του. Δεν τραβήχτηκε από μέσα της, παρά μόνο όταν κόπασαν οι σπασμοί και των δύο κι έπεσε δίπλα της εξαντλημένος. <<Κλείδωσε. Δεν θέλω να ντυθώ>> του ψιθύρισε, έχοντας σφαλίσει τα μάτια της, έτοιμη να αποκοιμηθεί. Αφού έκανε αυτό που του ζήτησε, ξάπλωσε δίπλα της και τη σκέπασε με ένα σεντόνι, φιλώντας την γυμνή πλάτη της. <<Σ'αγαπώ>> της είπε, μα η Ελένη είχε ήδη βυθιστεί σε βαθύ ύπνο. Τη χάζεψε για μερικά λεπτά κι έπειτα άπλωσε το χέρι του στη πλάτη της και κοιμήθηκε κι εκείνος. 

ΕυγενίαWhere stories live. Discover now