Το κουδουνάκι χτυπάει για τρίτη φορά σήμερα, την στιγμή που μπαίνει ένα κοριτσάκι γύρω στα δώδεκα η δεκατρία νομίζω «γειά σας, θέλω τέσσερεις γαρδένιες» μου δήλωσε με μια γλυκιά φωνή.

Αφήνω ανοικτό το βιβλίο πάνω στον πάγκο, και της λέω ένα «ευχαρίστως» εξίσου γλυκά. Πριν ετοιμάσω, και της δώσω της μικρές γαρδένιες δεμένες με ένα φιογκάκι. Τής ζητάω το ποσό όπου μου το έδωσε ακριβώς σαν να τα έχει ήδη μετρημένα. «σας ευχαριστώ» μου λέει, και βλέπω να φεύγει από το οπτικό μου πεδίο και να πηγαίνει χαρωπή σε μια νεαρή γυναίκα όπου μάλλον είναι η μητέρα της. Της προσέφερε τα λουλούδια και έλιωσα σε αυτήν την τρυφερή κίνηση. Μα με την άκρη του ματιού βλέπω πως έρχεται μια ακόμη πελάτισσα. Μια έφηβη. Γύρω στα δεκαπέντε η δεκαέξι.

«Καλησπέρα. θέλω ένα αρκουδάκι από τριαντάφυλλα» μου δήλωσε ευγενικά, μα λίγο βιαστική η νευρική. Ίσως και αγχωμένη. Την καθοδηγώ για να της δείξω όλα τα μεγέθη και τα χρώματα.

«θα πάρω το μικρό με τα κόκκινα τριαντάφυλλα.» μου είπε δείχνοντας μου το συγκεκριμένο που ήθελε με το δάκτυλο της. Το παίρνω μέχρι τον πάγκο και αφού πληρώνει το κατάλληλο πόσο, της το βάζω σε μια σακούλα πριν της το δώσω μαζί με τα ρέστα της. Ανταλλάζουμε από ένα «ευχαριστώ» και φεύγει.

Αφού παρατηρώ ότι ηρέμησε λίγο η δουλειά κάθομαι ξανά στο σκαμπό και παίρνω το βιβλίο να το διαβάσω από εκεί που το άφησα με μια μικρή ανυπομονησία.

Δεν άργησε να φτάσει στο σπίτι του. Παρόλο που νιώθει ότι τα ρούχα έχουν αρχίσει να κολλάνε πάνω στο σώμα της από το νερό της βροχής παρόλο που ήταν μια απλή ελάχιστη βροχή. Χτυπάει την πόρτα του και ακούει την απαλή φωνή του να ρωτάει «ποιος είναι;» χωρίς δευτερόλεπτο να χαθεί αναφωνεί το όνομα της εκείνη «η κρυσταλ.» Εκείνος στο άκουσμα του όνοματος της, άνοιξε την πόρτα με ένα βλέμμα που προδίδε έρωτα; Πάθος; Αγάπη; ίσως και όλα μαζί «Τι κάνεις εδώ;» την ρώτησε γεμάτος ανησυχία στην φωνή του. Παρόλο που τον ξάφνιασε η ξαφνική επίσκεψη της. Μια επίσκεψη που πραγματικά δεν περίμενε. Εκείνη δεν του απάντησε. Απλώς τον πλησίασε, και με το έτσι θέλω τον φίλησε παθιασμένα. Έκλεισε και σφράγισε τα χείλη της με τα δικά του. Είχαν γεύση ουίσκι. Εκείνο το ουίσκι που της άρεσε και την έπαιρνε το μυαλό. Και ας μην το παραδέχτηκε ποτέ στο παρελθόν. Ο στέφανος έκλεισε την πόρτα πίσω τους και ακούμπησε την πλάτη της πάνω σε αυτήν. Χωρίς να σταματήσει το φιλί της αντίθετος της το ανταποδώσε με άγριο πάθος βάζοντας την γλώσσα του μέσα στο στόμα της. Ήθελε να είναι αυτός ο κυρίαρχος αυτού του παιχνιδιού. Του άρεσε. Η κρυσταλ δεν άργησε να ανάψει. Μια φλόγα ηδονής, σκέπασε όλο της το κορμί. Σχεδόν ένιωσε να ζαλίζεται. Ήταν σίγουρη ότι αν δεν την κρατούσε ο Στέφανος με τα γυμνασμένα χέρια του, και δεν την στήριζε η πόρτα θα είχε πέσει. Σαν ένα φθινοπωρινό φύλλο. Μα ήταν δεδομένο πως θα έπεφτε. Μα δεν το ήξερε ακόμα μέχρι που ο ήχος από το κουδούνι, τους ανάγκασε να σταματήσουν. «Μην ανοίξεις στέφανε» του ψιθύρισε, στο αυτί του. Τον παρακαλούσε ελκυστικά. Μα εκείνος ήταν σαν να ξύπνησε από κάποιο μαγικό λήθαργο. Την κοίταξε στα μάτια με το απέραντο μαύρο βλέμμα του. «Γιατί είσαι εδώ;» Την ρώτησε εξίσου και αυτός ψιθυριστά την στιγμή που ξανά ακούστηκε το κουδούνι να χτυπά μια ακόμη φορά. Δεν ήθελε να του πει ψέματα. Εκλεισε τα μάτια της για μια μονάχα στιγμή. «Δεν με αγάπησε.» του δηλώσε με μάτια έτοιμα να αφήσουν ποτάμι δακρύων να κυλήσουν. Ο στέφανος όμως δεν πτοήθηκε καν, αντίθετος νευρίασε με την δήλωση της.

Έλενα (Greek)Where stories live. Discover now