<<Θέλω να δώσετε το καλό παράδειγμα>> είπε ο Λάμπρος, καθώς έτρωγαν, λίγο αργότερα, το μεσημέρι στο σπίτι. <<Βαλεντινάκι, εσύ μεγάλωσες πια. Του χρόνου θα πας γυμνάσιο. Έχεις τόσα παιχνίδια που δεν τα χρειάζεσαι>> συμπλήρωσε ο πατέρας τους. <<Όχι! Τα θέλω τα παιχνίδια της Βαλεντίνης, μου τα έχει υποσχεθεί>> διαμαρτυρήθηκε η Βιολέτα και άφησε κάτω το πιρούνι της. Της Ευγενίας της ξέφυγε ένα γέλιο. <<Λουλουδάκι μου, σε παρακαλώ. Έχεις την πολυτέλεια να γεννηθείς τελευταία και έχεις τόσα παιχνίδια από τις αδελφές σου. Εγώ και η μαμά, σου αγοράζουμε ότι θες. Ο νονός σου, σου αγοράζει συνέχεια δώρα. Τόσα έχετε κάτω στην αποθήκη, διάλεξε ποια δεν σου αρέσουν τόσο και δώστα στα φτωχά παιδάκια>> της είπε τρυφερά ο δάσκαλος, μα εκείνη μούτρωσε. <<Έλα Βιολετάκι μου. Εσύ είσαι το καλύτερο παιδάκι του κόσμου>> την παρακάλεσε η Ευγενία, μα η Ελένη τις κοίταξε αυστηρά. <<Ή θα πας να διαλέξεις ή θα πάω να διαλέξω εγώ και θα δεις την αποθήκη άδεια. Κακομαθημένη!>> τη μάλωσε και το κοριτσάκι χαμήλωσε το βλέμμα ντροπαλά. <<Λενιώ μου...>>, <<Λάμπρο κουβέντα! Τρώτε και τέρμα η συζήτηση. Οι κόρες του δασκάλου κι αντί να δίνετε το καλό παράδειγμα, η μία γκρινιάζει για τα παιχνίδια, κι η άλλη για τα ρούχα. Εμείς φταίμε που σας κάνουμε όλα τα χατίρια>> είπε η γυναίκα και όλες κατέβασαν το κεφάλι. Συνέχισαν το φαγητό τους, όταν η Βιολέτα ανασηκώθηκε. <<Μαμά, το ήξερες πως η Ευτυχία είναι υιοθετημένη;>> ρώτησε το παιδί και η Ευγενία χλώμιασε και άφησε το πιρούνι στο πιάτο της. Η Βαλεντίνη, που καθόταν απέναντι της, έριξε το βλέμμα πάνω της. <<Πού το άκουσες εσύ αυτό;>> ρώτησε αδιάφορα η Ελένη. <<Το είπε η Ανετούλα, σήμερα στη τάξη>>, <<Κουτσομπολιό κάνατε; Δεν είναι συζητήσεις για τάξη αυτές. Τέλος πάντων, αλήθεια είναι>> είπε και συνέχισε να τρώει, κοιτάζοντας την Ευγενία που σχεδόν έτρεμε. <<Ευγενία, φάε γιατί μετά έχεις μάθημα με το μπαμπά>>, <<Δεν... Εντάξει είμαι. Χόρτασα>> ψέλλισε ταραγμένα. <<Φάε χωρίς να έχεις όρεξη. Έχεις πανελλαδικές. Όχι μόνο διάβασμα και καφέδες>> τη μάλωσε και το κορίτσι ξεκίνησε πάλι να τρώει ανόρεκτα.

-----------------------------

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1983

Ο Αύγουστος, δεν ήταν ο καλύτερος μήνας για τη Θεσσαλονίκη, μα η Βαλεντίνη και η Βιολέτα, είχαν ενθουσιαστεί με την πόλη. <<Σ' αρέσει το milk shake Βιολέτα μου;>> τη ρώτησε τρυφερά ο Κώστας, ενώ καθόντουσαν στο cafe De-Facto. Το κορίτσι άφησε το καλαμάκι και του χαμογέλασε. <<Πάρα πολύ. Όλα είναι τέλεια εδώ>>. Ο άντρας της χάιδεψε το κεφάλι. <<Τα κουνελάκια, πού τα άφησες;>>. Το κορίτσι χαμήλωσε το βλέμμα λυπημένα. <<Στην Ανετούλα. Η μαμά είπε πως πάνω από το πτώμα της θα τα πάρω μαζί. Ελπίζω μόνο να μην είναι στεναχωρημένα. Ο Λάμπρος είναι άτακτος και μόνο όταν κοιμάται στο καλαθάκι κάτω από το κρεβάτι μου ηρεμεί>>. Ο Κώστας της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο. <<Είσαι η πιο γλυκιά δεσποινίς Σεβαστού να ξέρεις. Είσαι η χαρά της ζωής>>. Η Βαλεντίνη ξερόβηξε, δήθεν ενοχλημένα. <<Ευχαριστούμε πάρα πολύ για τα καλά σου λόγια. Και καλά, εμένα πες δεν με συμπαθείς. Και το κορίτσι σου δεσποινίς Σεβαστού είναι>> του είπε πειραχτηκά κι εκείνος έπιασε το χέρι της Ευγενίας. <<Ναι αλλά για να μας ρίξει ένα χαμόγελο, έπρεπε να κάνουμε τάμα στον Άι-Δημήτρη, τον πολιούχο μας>>, <<Η Ευγενία είναι σοβαρή>> τη δικαιολόγησε η Βιολέτα. <<Κι εσύ σοβαρή είσαι βρε λουλουδάκι αλλά χαμογελάς. Καλά η Βαλεντίνη άσε. Φοβάμαι μη με δαγκώσει, σα τη μάνα σας>>. Όλες γέλασαν. <<Μη με λες λουλουδάκι. Μεγάλωσα πια>>, <<Δεν σου αρέσει;>>, <<Μ'αρέσει γιατί είναι διαφορετικό. Μόνο εμένα έλεγε λουλουδάκι ο μπαμπάς>>. Ο Κώστας κούνησε το κεφάλι του νευρικά. <<Και τώρα που είπαμε μπαμπάς... Τζένη, του τα πες;>> ρώτησε η Βαλεντίνη. Το κορίτσι έκανε έναν μορφασμό απελπισίας. <<Ναι. Αύριο, θα πάμε για φαγητό με τους γονείς μου>>. Ο άντρας ανακάθισε. <<Να πάτε καρδιά μου. Την άδεια μου ζητάς; Έλα Χριστέ...>>, <<Όχι. Όταν λέω θα πάμε, εννοώ όλοι. Και εσύ>>. Ο Κώστας τις κοίταξε σοκαρισμένος. <<Πλάκα μου κάνετε, δε μπορεί. Θέλουν να με βγάλουν έξω;>>, <<Γιατί να μη θέλουν;>> ρώτησε θυμωμένα η Ευγενία. <<Γιατί με κοιτάζει με μισό μάτι ο μπαμπάκας σου, καρδιά μου. Δεν θα κατεβαίνει μπουκιά>>, <<Τη πάτησες. Ήθελες Διαφανιώτισσα Κωστάκη. Δεν σου άρεσαν οι Σαλονικιές, οι βορειοελλαδίτισσες γενικώς. Ήθελες κορίτσι του κάμπου>> τον πείραξε η Βαλεντίνη. <<Αν το μετάνιωσε, να μας το πει>> συμπλήρωσε η Ευγενία και του γέλασε πονηρά. <<Ντάξει, δεν με συμπαθεί αλλά ήρωας ο πατέρας σας. Κουβέντα δεν αφήνετε να πέσει χάμο>>.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα