ΕΙΣΑΓΩΓΉ

116 15 0
                                    

Οι φωνές του αντηχούσαν στα αυτιά μου σαν κραυγές από ταινία τρόμου. Το υβριστικό λεξιλόγιο του πατέρα μου, ο κρότος από τα γυαλικά που έσπαγαν, και ο ήχος από τα χαστούκια που ξεκάθαρα ακούγονται να πέφτουν πάνω στο δέρμα της μητέρας μου ζωντάνευαν μπροστά μου. Ακόμα και αν η πόρτα ήταν ερμητικά κλειστή η ανύπαρκτη ηχομόνωση μου έδινε την δυνατότητα να δω όλες τις σκηνές να διαδραματίζονται μπροστά μου με κάθε λεπτομέρεια. Καθόμουν στη γωνία του κρεβατιού μου. «ΜΗΝ ΤΗΝ ΑΓΓΙΖΕΙΣ» ο αδερφός μου τσίριξε στον πατέρα μου προσπαθώντας να βοηθήσει τη μητέρα μου που μετά από το χτύπημα κείτονταν στο παγωμένο γεμάτο γυαλιά δάπεδο. Τρομοκρατήθηκα. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό όμως είναι η πρώτη φορά που γίνεται τόσο έντονα. Πίεσα το κεφάλι μου και ευχήθηκα να ξυπνήσω σε μία άλλη πραγματικότητα που δεν θα ήταν η ζωή μου σπασμένη.

Έξω είχε σκοτεινιάσει. Ήταν ένα ακόμη βράδυ από τα πολλά. Ξαφνικά επικράτησε μία παράξενη ησυχία. Ανησύχησα. Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και κατευθύνθηκα προς την πόρτα κολλώντας πάνω της το αυτί μου. Η σιωπή αυτή διακόπηκε από τη φωνή της μητέρας μου. «Χρήστο!;» φώναξε έντρομη... . Δεν καταλάβαινα τι συμβαίνει. Άνοιξα ελάχιστα την πόρτα και είδα τον πατέρα μου πεσμένο στο πάτωμα δίχως να κουνιέται. Ο Νίκος βρισκόταν από πάνω του για να ελέγξει αν αναπνέει. Η μητέρα μου σηκώθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, πήρε το σταθερό στα χέρια της και κάλεσε για βοήθεια." Ένα ασθενοφόρο γρήγορα." είπε με ταραγμένη και συνάμα τρομαγμένη φωνή. Όταν έφτασε το ασθενοφόρο κατέβηκαν τρεις άνδρες οι οποίοι αφού έλεγξαν τον σφυγμό του τον τοποθέτησαν με προσοχή πάνω στο φορείο και τον έβαλαν στο όχημα με τον αναμμένο φάρο να αναβοσβήνει ρυθμικά. Η μητέρα μου με αίματα στο πρόσωπο της από τα χτυπήματα που εκείνος της είχε δώσει πλησίασε έναν από τους τραυματιοφορείς. "Θα ζήσει; " ρώτησε. "Δεν γνωρίζω. Θα κάνουμε ότι μπορούμε." αποκρίθηκε εκείνος και μπήκε στο όχημα κλείνοντας την πόρτα για να αναχωρήσουν όσο το δυνατόν συντομότερα για το νοσοκομείο. Εκείνη έμεινε να κοίτα το όχημα που απομακρυνόταν ενώ ο ήχος της σειρήνας χανόταν στο βάθος. Η μητέρα μου έμεινε να κοιτάζει τον δρόμο με μάτια που έτρεμαν από φόβο και αγωνία.

Ζούσε, ανάπνεε για αυτόν. Όταν της τηλεφώνησαν από το νοσοκομείο και της ανακοίνωσαν πως ο πατέρας μου κατέληξε εκείνη κατέρρευσε. Ανακοπή καρδιάς της είπαν... Μπορεί να έπινε πολύ. Μπορεί να ήταν βίαιος μαζί της. Αλλά δεν τον παράτησε ποτέ. Ήταν ερωτευμένη. Τον αγαπούσε. Ανεχόταν για πολλά χρόνια αυτή την συμπεριφορά. Η αγάπη της ήταν ένα σπασμένο γυαλί το οποίο πλέον ήταν χίλια κομμάτια κολλημένα αμέτρητες φορές. Μάζευε τα κομμάτια της και αυτός τα κατέστρεφε ξανά. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Νίκος την παρότρυνε να φύγουμε αλλά αυτή τελευταία στιγμή άλλαζε γνώμη, γύριζε πίσω στην αγκαλιά του, τα λίγα λεπτά ευτυχίας που της πρόσφερε. Ήταν αποφασισμένη να περάσει όλη της τη ζωή στο πλάι του ότι και αν ήταν αυτός. Μερικές φορές την καταλάβαινα άλλες πάλι όχι. Ο πατέρας μου δεν ήταν πάντα έτσι. Ήταν οικογενειάρχης και πάντα είχε την τιμή της οικογένειας του ψηλά, ζούσε συνεχώς με ένα χαμόγελο χαραγμένο στα χείλι του και ήταν πάντα πρόθυμος να βοηθήσει οποιονδήποτε το είχε ανάγκη. Πριν δυο χρόνια άλλαξε... Τα γεγονότα τον πίεσαν να αλλάξει. Λόγω της κρίσης η επιχείρηση που εργαζόταν έκλεισε αφήνοντας τον άνεργο και με τον μισθό της μητέρας μας ήταν δύσκολο να τα βγάλει πέρα. Έψαχνε απεγνωσμένα για δουλειά αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Εκείνη την περίοδο διαγνωστικέ με καρκίνο του πνεύμονα η αδερφή του. Την λάτρευε την Μάγδα, τον είχε μεγαλώσει μέσα από αυτή έμαθε πως είναι να αγαπάς κάποιον. Τον δίδαξε, τον μάλωσε, τον ενθάρρυνε. Ο χαμός της τον τσάκισε. Έφυγε. Αυτή η φράση επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά στο μυαλό του ενώ βρήκε διέξοδο στο αλκοόλ. Έγινε προέκταση του χεριού του όπως έλεγε και ο Νίκος. Στην αρχή άρχισε με ένα ποτήρι, μετά δυο, μετά τρία έπειτα ένα μπουκάλι, δυο μπουκάλια. Κάθε μέρα το πλήθος τους αυξάνονταν. Έγινε επιθετικός, δεν ήταν ο Τρυφερός πατέρας ο στοργικός σύντροφος δεν ήταν ο πατέρας μου αυτός, ήταν το αλκοόλ που μίλαγε όχι αυτός. Μάλλον αυτός ήταν ο λόγος που δεν τον μισούσα. Ευχόμουνα να φύγει όμως για να γαληνέψει η ψυχή μου. Να βρει ηρεμία η οικογένεια μας και πάνω από όλα να ξεφύγει από αυτή την τοξικότητα η μήτρες μου. Καμία φορά όταν ένας άνθρωπος εθίζετε σε κάτι ή καλύτερα τον οδεύουν οι καταστάσεις προς αυτό κυριεύετε πεθαίνει. Χάνεται με αυτό. Μετατρέπεται σ άλλον άνθρωπο... Μετατρέπεται σε τέρας.
Πέρασε καιρός από τον θάνατο του και φύγαμε από το σπίτι. Θέλαμε να απομακρυνθούμε από τις αναμνήσεις του παρελθόντος. Ακόμα και ήταν δύσκολο να ξεφύγεις, αν ήταν δύσκολο να ξεριζώσεις τις σκέψεις σου έπρεπε να γίνει. Γνωρίζω καλά πως θα υπάρχουν μέσα μου για πάντα αλλά θα παλέψω για να μάθω να ζω με αυτές. Όπως έκανε και εκείνη. Δεν συνήλθε ποτέ μετά τον θάνατο του.... Δεν θα συνέλθει ποτέ. Έπειτα από μακροχρόνιες συζητήσεις ο Νίκος τη έπεισε να φύγει όχι μόνο από το σπίτι αλλά γενικά από την Αθήνα και να πάει πίσω στο πατρικό της να μείνει στην Θεσσαλονίκη μαζί με την αδελφή της. Έφυγε και σιγά σιγά ανάρρωνέ. Εμείς όμως? Ήταν δύσκολο να φύγεις από κάτι που είχε ριζώσει μέσα σου αλλά όχι ακατόρθωτο . Τελικά φύγαμε ένα χρόνο αφού ο Νίκος αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο και βρήκε αμέσως δουλειά χάρις τον παιδικό του φίλο Άρη.
Με τον Νίκο ήταν πάντα σαν αδέλφια και έβλεπε και μένα σαν την μικρή του αδελφή. Προσπάθησε πολλές φορές να μας βγάλει από την κόλαση που βρισκόμασταν αλλά δεν τα κατάφερε. Περίμενε να μας βοηθήσει με κάθε ευκαιρία γι' αυτό αφού αποφοίτησαν, με τις διασυνδέσεις του, βρήκε δουλειά στον Νίκο σε μια Γερμανική αντιπροσωπεία στην Αθήνα που ασχολούταν με την αρχιτεκτονική. Τα λεφτά ήταν αρκετά καλά έτσι ώστε να μπορέσουμε να αποδραδουμε από το κελί συναισθημάτων που βρισκόμασταν. Ακόμα και σήμερα όταν περνώ από την γειτονιά νιώθω τα ματιά του πατερά μου να με καρφώνουν, ενώ κάθετε στο μικρό μπαλκονάκι με θέα το απέναντι στενό. Ανατριχιάζω, θέλω να φύγω οι αναμνήσεις παίζουν ξανά και ξανά σαν κάποιος να προσθέτει μια κασέτα στο παλιό κασετόφωνο . Μια κατεστραμμένη, ματωμένη κασέτα. Ήθελα να ήταν εδώ αλλά είχε φύγει... Όχι όταν μας το ανακοίνωσαν οι γιατροί είχε πεθάνει πολύ πιο πριν όταν ο εθισμός του τον παγιδεύεσαι και τον κυρίευσε. Τότε χάθηκε ο Χρήστος. Λίγο αργότερα κατάφερα με την δεύτερη προσπάθεια να μπω στο οικονομικό πανεπιστήμιο του Πειραιά. Εκεί γνώρισα την Εμμα μια κοπέλα έξω καρδιά, χαρούμενη καμία σχέση με μένα όμως αυτό με βοήθησε ένιωσα πάλι άνθρωπος και όχι σπασμένο γυαλί. Εξαιτίας της βγήκα, γέλασα, θεραπευτικά. Ήμουν πάλι εγώ και έτσι κατάφερα να βγω από το κλουβί μου, να γνωρίσω κόσμο και να ερωτευτώ. Κάτι που δεν είχα χρόνο να κάνω παλιότερα αφού το κεφάλι μου δεν είχε δραπετεύσει.

Ωραίο πράγμα ο έρωτας είπαν και το πίστεψα. Δεν είμαι σίγουρη διότι οι καταστάσεις με έχουν στιγματίσει. Το «σ 'αγαπώ» του Χρήστου ήταν στο τέλος ψεύτικο πως μπορούσα να ξέρω αν και το δικό του δεν ταυτιζόταν. Και αν.....?.

" ΜΕΘΥΣΜΈΝΕΣ ΝΎΧΤΕΣ "Where stories live. Discover now