ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ

Start from the beginning
                                    

<<Έλα βρε Λενιώ, κι εσύ δεν την άφηνες;>> ρώτησε η Ειρήνη, καθώς έπινε το κρασί της. <<Α όχι Ειρήνη μου, δεν θα γίνει σκορποχώρι εκεί μέσα. Αρκετά χατίρια τους κάνουμε. Είπα θα μείνουν σπίτι και τέλος. Κακομαθημένες έχουν γίνει>>, <<Χαρά στο πράγμα. Μακάρι όλα τα κακομαθημένα, να ήταν σαν τα κορίτσια μας>>, <<Μην το λες. Ειδικά οι μικρές, αν δεν γίνει το δικό τους, κατεβάζουν κάτι μούτρα ως το πάτωμα. Ας είν' καλά ο πατέρας τους που δεν λέει όχι ποτέ και γίνομαι εγώ η κακιά>>. Η Ελένη ήπιε λίγο κρασί. <<Με την Ευτυχία, μίλησες;>> ρώτησε χωρίς να την κοιτάξει. <<Την ξέρεις την κόρη μου να μας παίρνει και πολλά τηλέφωνα όταν είναι διακοπές; Λίγα πράγματα. Καλά περνάνε είπε>>, <<Είναι κι η Κατερινούλα μαζί>>, <<Ναι, μου το πε. Κι ο ανιψιός σου>>. Η Λενιώ ανακάθισε. <<Όταν έρθει, πάρτην και ελάτε να πιούμε ένα καφέ. Τον έχω έννοια κι αυτόν. Τι σκοπούς έχει; Η Παγώνα κι ο Περικλής είναι φίλοι και συγχωριανοί. Δεν μπορεί να γλεντάει το κορίτσι τους έτσι και να το ταλαιπωρεί>>. Η Ειρήνη κούνησε το χέρι ειρωνικά. <<Αλλάξαν οι εποχές Ελένη. Τώρα δεν τους πέφτει λόγος>>, <<Εδώ είναι Διαφάνι, δεν είναι Αθήνα. Κι εμένα αν ένας ρεμπεσκές φερόταν έτσι στα κορίτσια μου, θα τον κανόνιζα με τον τρόπο μου. Να ξέρουμε τουλάχιστον τι μας γίνεται>>, <<Η Ευγενία πώς και δεν ήθελε να πάει; Να ερχόταν κι ο Κώστας>> ρώτησε ψιθυριστά η Ρήνα. <<Θες να πάθει εγκεφαλικό ο Λάμπρος; Και να ήθελε, πού να τολμήσει να το πει; Ακόμα πόζα της κρατάει για το λεγάμενο>>, <<Έλα καλέ Λενιώ. Σάμπως στη Σαλονίκη δεν γυρνούν; Δεν κάνουν εκδρομές;>>, <<Βρε εγώ τα ξέρω. Ο άντρας μου είναι στα σκοτάδια και εκεί να μείνει. Μη μάθει και για τη μικρή τρέμω, τα χαίρια της με τον Νέστορα. Τέτοια αδυναμία που της έχει, θα τρελαθεί>>. Η Ειρήνη χαμογέλασε. <<Δεν του το είχα του δάσκαλου πάντως να αντιδρά έτσι και τον ξέρω 15 χρόνια και βάλε>>, <<Γιατί; Επειδή είναι σπουδαγμένος; Εγώ το περίμενα. Εκτός ότι τους έχει αδυναμία και τις κακόμαθε τόσα χρόνια, έχει και φόβο επειδή εμείς είχαμε τα κόρτε μας από μικροί.  Τι κόρτε δηλαδή, κανονική σχέση... Ξέρεις πως είναι αυτά>>, <<Αυτό να μου πεις. Έχετε και προϊστορία>> πέταξε η Ρήνα. <<Εμ... Και τότε ήταν και μαζεμένα τα πράγματα. Αν ήμασταν τώρα, που οι νέοι είναι πιο ελεύθεροι; Θα τα είχαμε κάνει τα πονηρά, όπως σε βλέπω και με βλέπεις...>> ψιθύρισε η Ελένη κι η Ειρήνη χαχάνισε νευρικά.

Η Βιολέτα στάθηκε δίπλα στην Ευγενία, που καθόταν σκεπτική στο κρεβάτι της, αγκαλιά με τον παλιό αγαπημένο της αρκούδο. <<Τι έχεις Τζένη μου; Αγχώθηκες με την Βαλεντίνη;>> τη ρώτησε τρυφερά το κοριτσάκι και έκατσε πλάι της. Η Ευγενία έγνεψε αρνητικά. <<Μαλώσατε με τον Κώστα;>>. Η κοπέλα έσφιξε πιο δυνατά τον αρκούδο της. <<Με πιέζει να πάω στη Θεσσαλονίκη>>, <<Ε αφού θα πάμε>>, <<Δεν είναι σίγουρο και μη το δένεις κόμπο. Ο μπαμπάς δεν ξέρω κατά πόσο θα θέλει. Ακόμα και τώρα, ακούει Κώστας και βγάζει σπυριά>>. Η Βιολέτα την αγκάλιασε και η Ευγενία κούρνιασε στην αγκαλιά της. <<Έλα Τζενάκι μου, μη στεναχωριέσαι. Ναι θα πουν. Κι ο Κώστας ας κάνει κομμάτι υπομονή. Αφού σ' αγαπάει>>, <<Ιώβ έχει γίνει ο άνθρωπος από την υπομονή>>, <<Τι είναι το Ιώβ;>>. Η Ευγενία έβαλε τα γέλια. <<Μη σε ακούσει ο μπαμπάς. Βλέπω να διαβάζεις θρησκευτικά καλοκαιριάτικο>>. Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε δυνατά και έπειτα έκλεισε με δύναμη. Τα κορίτσια ανακάθισαν τρομαγμένα και στο δωμάτιο μπήκε τρέχοντας η Βαλεντίνη. <<ΠΕΣΤΕ ΓΙΑ ΥΠΝΟ! Στο τσακ δεν με είδαν, έρχονται>> τους είπε λαχανιασμένα και έτρεξε η κάθε μία στο κρεβάτι της. Μόλις ξάπλωσαν, η μικρή έσβησε το φως και άκουσαν την πόρτα να ανοίγει. <<Πούντες;>> ρώτησε με περιέργεια η Ελένη τον Λάμπρο. <<Σσσσ. Θα κοιμούνται Λενιώ μου>> τη μάλωσε σιγανά. <<Από τις 12:30; Οι δικές μας οι κόρες; Για να ελέγξω>> πέταξε κι εκείνος την έπιασε από το χέρι. <<Άστες μάτια μου. Πάμε μέσα>>, <<Είσαι με τα καλά σου; Πήγαινε κι έρχομαι>> απάντησε και άνοιξε την πόρτα της κάμαρης. Τα φώτα ήταν κλειστά και τα κορίτσια ακίνητα στα κρεβάτια τουε. Αφού βεβαιώθηκε πως όλες ήταν εκεί, έκλεισε την πόρτα και βγήκε με βλέμμα απορίας. <<Κοιμούνται>>, <<Τι θα κάνανε Ελένη μου; Σε μπαρ θα είχαν πάει;>>, <<Μα τόσο νωρίς; Λες να πάθανε τίποτα; Να ξυπνήσω την Ευγενία;>>. Ο Λάμπρος την αγκάλιασε από τη μέση. <<Μάλλον ήθελαν να μας αφήσουν μόνους, να συνεχίσουμε το ωραίο βράδυ μας, χωρίς φωνές, τηλεοράσεις, διαφωνίες, παγωτά, κουνέλια...>> της ψιθύρισε στο αυτί και τη φίλησε παθιασμένα. Ο ήχος από τα φιλιά τους, ακουγόντουσαν στο δωμάτιο και η Βαλεντίνη πήρε ένα βλέμμα αηδίας. <<Εμετός μου έρχεται>> ψιθύρισε στην Ευγενία. <<Καλά να πάθεις, με τις χαζομάρες σου. Άκου τους τώρα!>>. Η Ελένη χαχάνισε νευρικά, μετά από ένα μικρό δάγκωμα του Λάμπρου στο αυτί της. <<Χριστέ μου, τι αμαρτίες πληρώνω!>> μονολόγησε η Βαλεντίνη. <<Γιατί; Επειδή φιλιούνται;>> ρώτησε με αφέλεια η Βιολέτα. <<Θα σου λεγα τώρα. Πέσε κοιμήσου! Δεν κάνει να τους ακούς!>>. Ο Λάμπρος άπλωσε τα χέρια του στους μηρούς της και τους πίεσε με δύναμη. <<Πάμε να κάνουμε ένα μπανάκι, να φύγει η ζέστη;>> πρότεινε πονηρά. <<Τώρα; Να τις ξυπνήσεις θες; Πάμε μέσα καλύτερα>> απάντησε χαμηλόφωνα εκείνη και τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του, για να φτάσει τα χείλη του. Ο δάσκαλος τη φίλησε ξανά κι η Βαλεντίνη ανασηκώθηκε απελπισμένη. <<Θα βγω έξω στο τέλος! Άντε να πάνε στο δωμάτιο τους, μα εδώ θα κάτσουν!>> πέταξε στην Ευγενία που ανακάθισε κι εκείνη. <<Νομίζουν πως κοιμόμαστε>>, <<ΚΑΙ; Πωπω μεγάλοι άνθρωποι πια... Δηλαδή στα νιάτα τους τι κάνανε;>>, <<Τι κάνανε;>> ρώτησε η Βιολέτα. <<Μη πετάγεσαι εσύ! Και είπα μην τους ακούς!>> τη μάλωσε η Βαλεντίνη κι άκουσαν την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, να κλείνει με δύναμη. <<Α, ορίστε. Πήγαν για ύπνο!>> έκανε κεφάτα η Ευγενία. <<Χωρατατζού είσαι μου φαίνεται>> πέταξε μουτρωμένα η Βαλεντίνη και ξαναξάπλωσε.

ΕυγενίαWhere stories live. Discover now