Η Νεφέλη ξύπνησε μες τη νύχτα, από τον πόνο χαμηλά στη κοιλιά. Έψαχνε τον άντρα της στο κρεβάτι, μα εκείνος δεν ήταν εκεί. <<Σέργιο;>> ψέλλισε. Ο πόνος γινόταν πιο δυνατός κι ένιωθε τα πόδια της υγρά. Άνοιξε το φως στο πορτατίφ δίπλα στο κομοδίνο. Η στριγκλιά της, έσπασε την ησυχία της νύχτας. Τα σεντόνια είχαν γεμίσει με το αίμα της. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ανήσυχη η Δρόσω. Η Ανετούλα, φοβησμένη την ακολουθούσε. <<ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΟΥ!>> φώναξε η Δρόσω. Η Ασημίνα βρέθηκε δίπλα τους. <<Πονάω. Νομίζω έχασα το παιδί>> είπε μέσα στους ληγμούς της η Νεφέλη. <<ΝΙΚΗΦΟΡΕ ΦΕΡΕ ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ. ΘΑ ΤΗΝ ΠΑΜΕ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ>> ούρλιαξε η Δρόσω, στον Νικηφόρο που μόλις είχε μπει στο δωμάτιο. <<Πού είναι ο Σέργιος; Τον χρειάζομαι>> ρώτησε τρέμοντας το κορίτσι. Κανείς δεν απάντησε. <<Κάπου εδώ θα είναι κορίτσι μου. Θα βγήκε να πάρει αέρα. Πάμε εμείς και θα τον βρει η Φιλίππα>> της είπε καλοσυνάτα η Ασημίνα. Ο Κωνσταντής την κατέβασε στα χέρια και την ακούμπησε απαλά μέσα στο αυτοκίνητο του Νικηφόρου. Η Δρόσω έκατσε μαζί της στο πίσω κάθισμα. Πριν μπει μέσα και η Ασημίνα, τράβηξε από το μπράτσο τη Φιλίππα, που είχε ξυπνήσει μέσα στον πανικό. <<Πού είναι;>> της ψιθύρισε. <<Δεν... Δεν ξέρω>>, <<Εσύ τον καλύπτεις! Βρες τον γρήγορα και πες του να έρθει>>.

Το κορμί της Κατερίνας, κουνιόταν ρυθμικά πάνω στον Σέργιο. Τον είχε αγκαλιάσει σφιχτά από τον λαιμό κι εκείνος έδινε τον ρυθμό σε ακόμα μία παράνομη ένωση μεταξύ τους. Η πόρτα της αποθήκης που χτύπησε, τους διέκοψε και ταράχτηκαν κι οι δυο. <<ΣΕΡΓΙΟ, Η ΦΙΛΙΠΠΑ ΕΙΜΑΙ. ΑΝΟΙΞΕ, ΕΙΝΑΙ ΣΟΒΑΡΟ>> φώναξε η κοπέλα. Η Κατερίνα τυλίχθηκε ταραγμένη με το σεντόνι κι εκείνος ντύθηκε πρόχειρα. <<ΤΙ ΘΕΣ;>> τη ρώτησε ανοίγοντας λίγο την πόρτα. <<Η Νεφελη μάλλον απέβαλε. Την πήγαν στο νοσοκομείο οι δικοί σου. Ξύπνησε μέσα στο αίμα>>, <<ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ;>>, <<Πρέπει να πας κι εσύ. Η μάνα σου είπε να πας>> του δήλωσε κι εκείνος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Η Κατερίνα σχεδόν είχε ντυθεί. <<Τι έγινε;>>, <<Δεν άκουσες; Ντύσου. Θα σε αφήσω σπίτι σου πηγαίνοντας>>, <<Δεν χρειάζετ...>>, <<ΜΙΛΗΣΑ ΚΑΤΕΡΙΝΑ, ΤΕΛΕΙΩΝΕ>> της φώναξε νευρικά και το κορίτσι κατέβασε το κεφάλι. Βγήκαν διακριτικά μέσα στην αυλή και έφυγαν με την κούρσα του Σέργιου.

Ο Λάμπρος μπήκε στο σπίτι χαμογελώντας γλυκά στην Ελένη που μαγείρευε. Την πλησίασε τρυφερά και την αγκάλιασε, τυλίγοντας τα χέρια του στην κοιλιά της. Εκείνη γύρισε το πρόσωπο της στο δικό του και αντάλλαξαν ένα απαλό φιλί. <<Η μεγάλη πού είναι;>> ρώτησε με απορία ο δάσκαλος. <<Την έστειλα στη Βιολέτα, να κάνει κάτι ψώνια>>, <<Τη μικρή την είδα, παίζει στο κήπο με τα κουνέλια>> της είπε και τη φίλησε ξανά. <<Για τη μεσαία δεν ρωτάς όμως>>, <<Το αποφεύγω κομμάτι>> απάντησε γελώντας, μα η Λενιώ τον κοίταξε νευρικά. <<11 παρά τέταρτο κι ακόμα κοιμάται. Κατάλαβες; Με έπιασε στο άγχος μου χτες το βράδυ και της υποσχέθηκα ότι δεν θα την ξυπνήσω. Από το μαλλί θέλω να πάω να την πιάσω την τεμπέλα>>. Ο Λάμπος έβαλε τα γέλια. <<Μη γελάς! Εσύ φταις! Σου λέω, ντύσου, έρχονται οι μεγάλες>>, <<Έλα τώρα καρδιά μου. Ωραία δεν περάσαμε;>> τη ρώτησε πονηρά και τη φίλησε στο λαιμό. Η πόρτα του δωματίου άνοιξε και βγήκε νυσταγμένη η Βαλεντίνη, που έκατσε στη καρέκλα και έπεσε νυσταγμένα πάνω στο τραπέζι. <<Μπα, τι λες; Δέησε ο κύριος να σηκωθείς. Καλά ξυπνητούρια>> είπε ειρωνικά η Ελένη. <<Ωχ μωρέ μαμά, πρωί πρωί>>, <<Μεσημέριασε σχεδόν. Άντε πλύσου, να σου βάλω το γάλα σου>>, <<Καφέ θέλω. Η Τζένη πού είναι να μου φτιάξει;>>. Η Λενιώ έγινε έξαλλη. <<ΤΟΝ ΚΑΚΟ ΣΟΥ ΤΟ ΚΑΙΡΟ! Εμ θες καφέ, εμ θες να στον κάνει και άλλος. Με σύγχισες πρωί πρωί>>. Ο Λάμπρος έκατσε δίπλα της και τη φίλησε στο κεφάλι. <<Έλα αγάπη μου, το πρωί πίνουμε γάλα. Είσαι μικρή ακόμα. Ε το απόγευμα, εκεί που πιάνετε το κουβεντολόι, να πιεις και κανένα καφεδάκι>> της είπε τρυφερά και το κορίτσι έκατσε στα πόδια του και τύλιξε τα χέρια της γύρω του. <<Κοίτα χάλια! Η μπέμπα! Πότε θα σταματήσεις να τη χαϊδεύεις Λάμπρο; Γι' αυτό έγινε γαϊδούρα. Ο μπαμπούνης της φταίει!>> τον μάλωσε η Ελένη, μα το τηλέφωνο τους διέκοψε. <<Λέγεται>> απάντησε η Ελένη σηκώνοντας το. <<Έλα Λενιώ μου>> απάντησε η Δρόσω από την άλλη πλευρά της γραμμής. <<Καλημέρα αδελφή. Όλα καλά;>>, <<Τι καλά; Τώρα ξύπνησα. Τρέχαμε τη νύχτα>>. Η Λενιώ έκατσε ταραγμένη. <<Γιατί; Τι έγινε;>> ρώτησε και ο Λάμπρος με τη Βαλεντίνη γύρισαν τα βλέματα τους. <<Η Νεφέλη απέβαλε στον ύπνο της. Την τρέχαμε τη νύχτα στη Λάρισα>>, <<ΤΙ; ΚΑΛΑ ΠΩΣ; Γιατί δεν μας πήρατε;>>, <<Τι να μας κάνατε βρε Ελένη; Να σας ξεσηκώναμε; Τόσοι είμαστε εδώ. Σε πήρα τώρα>>, <<Χριστός και Παναγία, το κορίτσι. Πώς είναι;>>, <<Πώς να ναι...>>, <<Αυτό να μου πεις. Τέλος πάντων. Θα έρθω από κει σε λίγο>>, <<Γι' αυτό σε πήρα. Άμα έρθεις, φέρε και τη Βιολέτα μας να κάνει παρέα στην Ανέτ. Ταράχτηκε πολύ που είδε τη Νεφέλη έτσι κι ακόμα δεν είναι καλά. Μπα και ξεχαστεί>>, <<Το συζητάς; Τώρα θα τη φωνάξω να ντυθεί. Τα λέμε από κοντά>> είπε η Ελένη και έκλεισε το ακουστικό. <<Τι έγινε;>> ρώτησε αναστατωμένη η Βαλεντίνη. <<Τράβα φώναξε τη μικρή>>, <<ΘΑ ΜΑΣ ΠΕΙΣ ΤΙ ΕΓΙΝΕ Ή ΘΑ ΜΕ ΣΚΑΣΕΙΣ;>>, <<Η Νεφέλη απέβαλε>> τους ανακοίνωσε η Λενιώ. Την κοίταξαν σοκαρισμένοι. <<Πώς;>>, <<Στον ύπνο της. Φώναξε τη Βιολέτα να ντυθεί, θα πάμε στις θείες σου>> της ζήτησε η Ελένη και η Βαλεντίνη σηκώθηκε βαριεστημένα. <<Λενιώ μου, να έρθω κι εγώ; Με θες;>> ρώτησε καλοσυνάτα ο Λάμπρος. <<Τι να σε κάνω; Άσε Λάμπρο, αυτά είναι λεπτά θέματα. Δεν χρειάζεται να ζαλίζουμε το κορίτσι. Πήγαινε στα χωράφια και θα τα πούμε το μεσημέρι>>.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα