κεφαλαιο 20

Start from the beginning
                                    

  Από το μανίκι του έβγαλε μια μαντίλα.
- Τι είναι αυτο; τον ρώτησε έκπληκτη.
-Σου υποσχέθηκα πως δεν θα σε καταλάβει κανείς και το εννοώ. Βγάλε το καπέλο σου, είπε και εκείνη υπάκουσε.

  Με γρήγορες κινήσεις την φόρεσε αφήνοντας το πρόσωπο της ακάλυπτο. <<Συγνωμη αλλά πρέπει να το κρύψεις>> και πήγε να την διορθώσει. Μη θέλοντας να το κάνει σταμάτησε το χερι του. Εκείνος την αγνόησε και την σταθεροποίησε στο ύψος των ματιών της. Της κράτησε το χερι και ξεκίνησε να τρέχει τόσο γρήγορα που σχεδόν έχασε την ισορροπία της. Μέσω της ελληνικής σοινικίας, έφτασαν στην άκρη της πόλης. Για μια στιγμή δίστασε και σταμάτησε.
- Που με πας; ρώτησε τρομαγμένη.
-Μην φοβάσαι σχεδόν φτάσαμε.
- Που φτάσαμε; βγήκαμε από την πόλη! θα με ψάχνουν οι δικοί μου αν αργήσω, είπε για να δικαιολογηθεί.
-Καλα...Αν θέλεις γύρνα πίσω, δεν σε πιέζω.

  Έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω. Σε κάθε βήμα η περιέργεια μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Δεν είχε ξαναβγεί από την πόλη. Μπορεί να μην της ξαναδινόταν η ευκαιρία.
-Μάλλον δεν θέλεις να μάθεις! Φώναξε ο Αλή διακόπτοντας τις σκέψεις της. Έτρεξε κοντά του.
-Θα έρθω! Ειπε αποφασιστικά και τον ακολούθησε.
 
   Προχώρησαν λίγο ακόμα ώσπου να βρουν το κατάλληλο σημείο. Ο Αλη ξάπλωσε στο γρασίδι. Έβγαλε τα παπούτσια του και τα έριξε μακρυά. Η Δανάη έβγαλε την μαντιλα, φόρεσε το καπέλο της και έμεινε να κοιτάει το τοπίο.
-Δεν θα καθησεις; ρώτησε και έκανε λιγο χώρο να καθησει δίπλα του.
-Να...Δεν θέλω να λερωθώ... Θα φανεί πως έφυγα...

  Χωρίς να μιλήσει σηκώθηκε, έβγαλε το παλτό του και το έστρωσε κάτω. Της έκανε νόημα να καθίσει και γύρισε στην θέση του.
-Μ...μα...μην κρυώσεις ...
-Κάθησε, είπε και χαμογέλασε, εγω αντέχω.
-Δεν είναι σωστό, απάντησε, το μάζεψε, του το έδωσε και κάθησε δίπλα του.

-Λες να βρέξει; την ρώτησε προσπαθώντας να βρει τρόπο να της μιλήσει .
Η Δανάη προσπάθησε να μην γελασει.
-Ε...έκανα κάτι...
-Όχι, απάντησε και γέλασε, απλά τέλη  Μαρτίου χωρίς κανένα συννεφάκι πως να βρεξει;
-Σωστό, είπε και γέλασε. Άλλωστε μια τόσο ωραία μέρα είναι κρίμα να βρέξει.

  Για μερικά λεπτά επικρατούσε σιγή. Πολλή ησυχία. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το θροϊσμα των φύλλων των δέντρων και ο ήχος των τρεχούμενων νερών του Μέλα ποταμού.
 
  -Εχεις ξαναέρθει εδώ; Εννοώ...με...παρέα;
-Όχι...Όχι...ψέλλισε αμήχανα, δηλαδή...έχω ξαναέρθει εδώ...αλλά όχι όπως το εννοείς.
-Αλλα; ρώτησε όλο ενδιαφέρον.
-Δεχόμουν μικρός εδώ συνέχεια και έπαιζα. Με έφερναν εδώ και ξεχνιώμουν αφου...
-Αφού μας απομάκρυναν, συμπλήρωσε και η φωνή της χαμήλωσε, Μήπως θυμάσαι τι είχε γίνει;
-Ούτε εγώ θυμάμαι πολλά, μόνο το ότι ανακοινώσατε πως θα αρραβωνιαστείς...
- Με τον Στέφανο...
- Ναι με αυτόν, απάντησε αδιάφορα. Αλήθεια πως ειναι; Γύρισε; ρώτησε θέλοντας να μάθει περισσότερα.

Από αγκάθι βγαίνει ρόδοWhere stories live. Discover now