Ο Λάμπρος μπήκε στο σπίτι του, αργά το βράδυ, κρατώντας μια σακούλα και χαμογέλασε στην Ελένη που καθόταν μοναχή της, στην τραπεζαρία. <<Τι σου έφερα;>> ρώτησε κεφάτα. Εκείνη έγνεψε με απορία. <<Κοιμούνται τα παιδιά;>>, <<Τώρααα; Εδώ και ώρες>>, <<Πάλι καλά. Ένα προφιτερόλ που σου αρέσει>>. Η γυναίκα ξεφύσηξε. <<Η γυναικολόγος είπε να προσέχω>>, <<Χαρά στο πράγμα, Λενιώ μου. Ίσα να γλυκαθείς, μη σηκώνεσαι το βράδυ και τρως τις σοκολάτες των κοριτσιών>>. Η Ελένη αναστέναξε και άπλωσε τα χέρια της για να της δώσει το κουτί με το γλυκό. <<Τι έχεις εσύ; Σε κούρασαν οι μικρές;>> τη ρώτησε ήρεμα. <<Μπα, ήσυχες ήταν>>, <<Τότε; Και το απόγευμα δεν ήσουν καλά, μα βιαζόμουν να φύγω και δεν μιλήσαμε>>. Εκείνη τον κοίταξε λυπημένα. <<Είδα το Δούκα σήμερα>>, <<Το Δούκα;>>, <<Ναι...>>, <<Σου είπε τίποτα; Μαλώσατε;>>. Η Ελένη έγνεψε αρνητικά. <<Όχι. Ρώτησε πως πάνε οι εγκυμοσύνες μας. Ήμασταν με τη Δρόσω>>, <<Τότε γιατί έχεις μούτρα; Μίλα βρε Λενιώ, με το τσιγκέλι θα στα βγάζω;>> τη ρώτησε νευρικά κι έκατσε δίπλα της. <<Το ήξερες πως είχε πει στον πατέρα σου, πως έπρεπε να μας παντρέψει;>>, <<Εμάς;>>, <<Ναι. Όταν ήμασταν μικροί...>>, <<Πού να το ξέρω; Όχι. Καλά από πού κι ως πού;>>, <<Έλα ντε...>>. Ο Λάμπρος της χάιδεψε το κεφάλι απαλά. <<Σε είδε με την κοιλιά στο στόμα και σου έπιασε κουβέντα για τα παλιά; Ίσα να σε συγχύσει; Μην τα σκέφτεσαι καρδιά μου, εμείς τα αφήσαμε πίσω μας αυτά...>>. Η Ελένη αναστέναξε. <<Δεν είναι αυτό>>, <<Τότε τι;>>, <<Ο Δούκας είπε πως αν ο Μιλτιάδης τον είχε ακούσει, θα είχαμε γλιτώσει πολλά. Λάμπρο, η οικογένεια μας, έχει πολλά κρυμμένα μυστικά. Τι θα γίνει όταν αυτά έρθουν στο φως και τα μάθουν τα παιδιά;>>. Εκείνος ξεφύσηξε νευρικά. <<Δεν θα τα μάθουν. Αν είναι δυνατόν... Για όλα υπάρχει μια ωραία δικαιολογία>>, <<Όπως;>>. Εκείνος την κοίταξε αυστηρά. <<Ο αδελφός μου, πέθανε από καρδιά. Κι ο θείος τους ο Σέργιος, ο Θεός να τον κάνει θείο τέλος πάντων, έπεσε από το άλογο και σκοτώθηκε>>, <<Όλη η Θεσσαλία ξέρει, πως είμαι φόνισσα. Πιστεύεις πραγματικά πως θα μείνουν για πάντα κρυφά;>>. Ο δάσκαλος γονάτισε δίπλα. <<Τι λόγια είναι αυτά; Είσαι έγκυος. Δεν κάνει να σκέφτεσαι έτσι και να ταράζεσαι. Ταράζεται και το παιδί μαζί σου! Τίποτα δεν θα μάθουν, τσάμπα κουβέντα πιάσαμε>>. Η Ελένη δαγκώθηκε θυμωμένα. <<Ελπίζω να έχεις δίκιο γιατί από μυστικά άλλο τίποτα εδώ μέσα>>.

-----------------------------------------------

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 1980

Η Ευγενία, περπατούσε πλάι στη Ρίτα, στο σταθμό υπεραστικών λεωοφορείων Θεσσαλονίκης. Φορούσε φαρδύ ψιηλόμεσο blue jean, μαύρο ζιβάγκο και γκρι παλτό. <<Αχ βρε Ριτάκι μου, σε ευχαριστώ που ήρθες να με βοηθήσεις με τα πράγματα. Μόνη μου δεν θα τα κατάφερνα>> είπε ευγενικά, κρατώντας μια μεγάλη βαλίτσα. <<Χαρά στον κόπο καλέ. Για πες, θα τους κάνεις έκπληξη;>>, <<Ναι ναι. Δεν ξέρουν πως γυρίζω. Με περιμένουν την επόμενη εβδομάδα. Πολύ πλάκα. Πρώτα θα παώ στον πατέρα μου και στη μικρή. Καλά αυτή, θα πετάξει απ' τη χαρά της. Μου έχει μεγάλη αδυναμία>> εξήγησε τρυφερά. <<Στο σχολείο εννοείς;>>, <<Ε ναι. Δεν θα έχουν σχολάσει ως να φτάσω>>. Η Ρίτα χαμογέλασε. <<Καλά και από τη Λάρισα ως το χωριό σου, πώς θα φτάσεις; Θα πάρεις ταξί;>>, <<Α όχι, τα έχω κανονίσει. Θα έρθει να με πάρει ο Σέργιος με το αυτοκίνητο. Αυτός δε μιλά, να χαλάσει η έκπληξη>>, <<Ο Σέργιος; Αυτός ο νόστιμος, ο ξάδελφος σου;>> ρώτησε παιχνιδιάρικα η κοπέλα. <<Μην τον κορτάρεις, δεν σε έχω για του λόγου του. Αυτός έχει μια από μικρός και άλλες εκατό, ίσα για να περνά καλά. Μα είναι χρυσό παιδί>>, <<Κι όμορφος. Ως και το όνομα του, δεν σου περνά αδιάφορο. Σέργιος. Ούτε Νίκος, ούτε Γιάννης. Του παππού σας ήταν ή άρεσε στη μάνα του;>>. H Ευγενία σταμάτησε να περπατά και την κοίταξε με περιέργεια. <<Όχι... Λέγαν το θείο μας έτσι που πέθανε νέος>>, <<Α κρίμα. Από τι συγχωρέθηκε;>>. Το κορίτσι έμεινε σκεπτική. <<Να σου είμαι ειλικρινής, δε ρώτησα ποτέ. Δε μιλάνε και για αυτόν στην οικογένεια. Τέλος πάντων, πάω να προλάβω το λεωφορείο. Καλές γιορτές φιλενάδα μου>> έκανε κεφάτα και την αγκάλιασε θερμά.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα