Η Ευγενία πλησίασε την Ελένη, που την χάιδεψε στα μπράτσα προστατευτικά. <<Μαμά...>>. Η γυναίκα τη διέκοψε. <<Λοιπόν, να προσέχεις και να περάσεις καλά. Όχι μόνο διάβασμα. Δεν σε στέλνω να μονάσεις, εντάξει;>>, <<Μαμά μου...>> ψέλλισε η Ευγενία συγκινημένη.  <<Και να με παίρνεις τηλέφωνο , έτσι; Κι ότι χρειαστείς, θα μου το πεις κι εγώ θα έρθω. Δεν χρειάζομαι τον πατέρα σου, και μόνη μου έρχομαι>>. Η Ευγενία έπεσε στην αγκαλιά της και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Η Λενιώ δεν μπορούσε να κρατάει άλλο τη ψυχραιμία της και γέμισαν και τα δικά της μάτια με δάκρυα, κρατώντας σφιχτά την κόρη της που έτρεμε. <<Πώς θα ζήσω χωρίς εσάς;>> ψέλλισε το κορίτσι στο αυτί της. Η Ελένη την άφησε και έκλεισε το πρόσωπο της μέσα στα χέρια της. <<Δεν ζεις χωρίς εμάς, εδώ είμαστε. Ακούς; Πας να σπουδάσεις, έκανες τόσο κόπο. Κι εμείς εδώ είμαστε, σε λίγο καιρό μαζί μας θα είσαι>>. Την αγκάλιασε ξανά, μα το κορίτσι συνέχισε να τρέμει. <<Μαμά μου, δεν μπορώ χωρίς εσένα>>, <<Ούτε εγώ. Αλλά θα κάνουμε κουράγιο και θα περάσει ο καιρός. Δεν σε μεγάλωσα για να μείνεις δίπλα μου κολλημένη. Εσύ είσαι για άλλα πράγματα>> της είπε και ο Λάμπρος πήγε δίπλα τους και χάιδεψε τη πλάτη της Ευγενίας. <<Πάμε κόρη μου; Έλα, ήρθε η ώρα>>. Η Ελένη της σκούπισε τα μάτια και τη φίλησε, πριν την βάλει στο αυτοκίνητο. <<Δε θα αργήσω καρδιά μου. Το βράδυ θα είμαι πίσω>> της είπε ο Λάμπρος και τη φίλησε απαλά. Εκείνη πλησίασε τις δύο μικρότερες κόρες της. Κάθισε δίπλα τους, μέχρι που η κούρσα απομακρύνθηκε από την αυλή κι ύστερα έμειναν κι οι τρεις αμίλητες. Λίγη ώρα μετά, η Ελένη ανασηκώθηκε.  <<Λοιπόν, το μεσημέρι θα έρθει η γιαγιά να φάμε όλες μαζί. Θα σας κάνει και κεφτέδες, που σας αρέσουν. Θέλετε να φτιάξουμε και μία πίτα; Ε; Να φάει κι ο μπαμπάς το βράδυ που θα έρθει>> ρώτησε, μα καμία δεν της απάντησε. <<Γιατί δεν με άφησες να πάω μαζί της;>> είπε νευρικά η μικρή. <<Σιγά μη σε άφηνε. Τι δουλειά έχεις μωρέ στη Θεσσαλονίκη με την Ευγενία; Στο πανεπιστήμιο θα σε παίρνει;>> της φώναξε η Βαλεντίνη. <<Δεν ρώτησα εσένα>>, <<Ρωτάς βλακείες>>, <<ΦΤΑΝΕΙ!>> πέταξε η Ελένη και αγκάλιασε τη μικρούλα. <<Κοριτσάκι μου, δεν γινόταν να πας μαζί της>>, <<ΓΙΑΤΙ;>>, <<Γιατί είσαι ΜΙΚΡΗ κι η Ευγενία πάει για σπουδές. Ποιος θα σε προσέχει; Μη λέμε ανοησίες. Θα γυρίσει η αδελφή σου, σε λίγο καιρό θα τη δεις>>. Το παιδί σηκώθηκε όρθιο και την κοίταξε λυπημένα.  <<Εγώ δεν μπορώ χωρίς την Ευγενία!>> της απάντησε και έφυγε τρέχοντας για το σπίτι. Η Ελένη αναστέναξε. <<Νιάνιαρο... Επίτηδες τα κάνει για να ασχολείστε μαζί της>> είπε η Βαλεντίνη και ανέβηκε κι εκείνη τις σκάλες.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα