Αναζητώντας την χώρα του Ποτέ

171 16 5
                                    

«Κάθε βράδυ, προτού αποκοιμηθούν, η Γουέντι έλεγε μια ιστορία στους δυο μικρότερους αδερφούς της. Η αγαπημένη τους ιστορία ήταν για τον Πίτερ Παν, ένα παιδί που ζούσε μαζί με τις νεράιδες και που δεν ήθελε να μεγαλώσει ποτέ.

Κάποιο βράδυ, ο Πίτερ Παν κι η νεράιδα Καμπανούλα παρουσιάστηκαν στο παράθυρο του σπιτιού των τριών παιδιών, για να τα καλέσουν να πάνε μαζί τους ταξίδι στη Χώρα του Πουθενά. Τα παιδιά δέχτηκαν πρόθυμα και με τη βοήθεια της νεράιδας, έφτασαν πετώντας σ' ένα όμορφο νησί. Εκεί αποφάσισαν να χτίσουν ένα σπίτι, για να ζήσουν όλα μαζί. Η Γουέντι συνέχισε να τους λέει ιστορίες κάθε βράδυ προτού αποκοιμηθούν, κι όλοι ήταν πολύ ευτυχισμένοι. Κάποιο βράδυ όμως τους επιτέθηκε ο καπετάνιος Γκάρφιλντ κι οι τρομεροί ναύτες του. Έδεσαν με σχοινιά τη Γουέντι και τ' αδέρφια της κι έριξαν δηλητήριο στο νερό του Πίτερ Παν, για να μην μπορέσει να τους ακολουθήσει.

Την άλλη μέρα ο Πίτερ Παν, χωρίς να ξέρει τι είχε συμβεί τη νύχτα, ετοιμαζόταν να πιει το νερό απ' το ποτήρι του. Η Καμπανούλα όμως τον εμπόδισε, το ήπιε εκείνη κι έπεσε αναίσθητη απ' το δηλητήριο. Ο Πίτερ Παν δεν τρόμαξε και με τα μάγια που είχε μάθει απ' τις νεράιδες, μπόρεσε εύκολα να σώσει τη γλυκιά Καμπανούλα. Τότε, η μικρή νεράιδα του είπε πως η Γουέντι και τ' αδέρφια της ήταν αιχμάλωτοι του Γκάρφιλντ κι εκείνος έτρεξε αμέσως να τους βοηθήσει. Ο καπετάνιος Γκάρφιλντ έπεσε στη θάλασσα, όπου τριγύριζαν μερικοί κροκόδειλοι, οι ίδιοι που είχαν άλλοτε φάει το ένα του το χέρι. Οι κροκόδειλοι περίμεναν τώρα για να τον φάνε ολόκληρο.

Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, ο μπαμπάς της Γουέντι ανησυχούσε πολύ για τα παιδιά του, γιατί δεν είχε ιδέα πού βρίσκονταν. Ήταν πολύ καλός πατέρας κι αγαπούσε πολύ τα παιδιά του. Ο Πίτερ Παν το ήξερε και γι' αυτό αποφάσισε να τα ξαναφέρει στο σπίτι τους. Όταν έφτασαν εκεί, τα τρία παιδιά αγκάλιασαν τον πατέρα τους και του υποσχέθηκαν πως ποτέ πια δε θα έφευγαν κρυφά απ' το σπίτι. Ο Πίτερ Παν ξαναγύρισε πετώντας στη Χώρα του Πουθενά, ξέροντας πως είχε κάνει το σωστό, αλλά λυπημένος που είχε αποχωριστεί τους φίλους του».

-Τότε μανούλα γιατί το έκανε;  ρώτησε με βουρκωμένα ματάκια ο εννιάχρονος Πέτρος.

-Γιατί έπρεπε μωρό μου... τα παιδιά αυτά δεν άνηκαν στον μαγικό κόσμο του Πίτερ Παν! Του απάντησε εκείνη γεμάτη γλυκύτητα στην φωνή και σκουπίζοντας του απαλά τα δάκρυα με τα ζεστά και απαλά δάκτυλα της. 

Αναζητώντας την χώρα του ΠοτέWhere stories live. Discover now