Μέρος του προβλήματος (3ο Μέρος). 🔞

31 5 40
                                    

Επιστροφή στον παρόντα χρόνο

5. Οι επόμενες μέρες

Όλα έκαναν τον κύκλο της επανάληψής τους στο μυαλό του καθώς γύριζε στην Αθήνα. Τα φώτα των αυτοκινήτων που έρχονταν από απέναντι έπαιζαν παιχνίδια μαζί του. Είχε ήδη πάρει το δρόμο της επιστροφής. Μιας επιστροφής που δεν είχε καμία σχέση με αυτό που αρχικά λογάριαζε. Όλα είχαν αλλάξει, όλα ήταν διαφορετικά. Όλα πια είχαν πάρει θέση στο μυαλό του σε πλήρη τάξη και οργάνωση. Μόνο που αυτή τη φορά ένιωθε να ζει έναν εφιάλτη.

"Δεν πρέπει να πάω σπίτι μου" σκέφτηκε μεγαλόφωνα για να μπορέσει να νιώσει αυτοπεποίθηση. Η επιλογή του ήταν σωστή. Θα ανέβαινε στην Αθήνα. Σε κάποιο περιφερειακό ξενοδοχείο, να κρυφτεί, να οργανώσει τις σκέψεις και τις κινήσεις του. Να προσπαθήσει να βρει τον Τόνυ. Έπρεπε πάσει θυσία να τον βρει. Το ένα του χέρι πήγε ασυναίσθητα στο πορτοφόλι του στο εσωτερικό του σακακιού του. Τα χιλιάρικα στο εσωτερικό του ήταν πάρα πολλά για να αντέξει μια περίοδο τέτοια έκτακτης ανάγκης. Χίλια δυο περνούσαν από το μυαλό του. Ποιος σκότωσε τον άντρα της Δάφνης; Που ήταν η ίδια; Τι απέγινε; Ήταν καλά; Τι την είχε κάνει ο δολοφόνος; Μήπως κινδύνευε; Για πρώτη φορά ένιωθε ένα είδος ενοχής απέναντι στη γυναίκα αυτή. Ένα συναίσθημα που τού ήταν ξένο. Που δεν το είχε ζήσει ξανά. Έσπαγε το κεφάλι του με όλα αυτά που έμπλεκαν στο μυαλό του αλλά δεν ήταν της στιγμής να τα λύσει.

Ανέβηκε στην Αθήνα. Ήταν αρκετά αργά. Η βροχή είχε σταματήσει και λίγες ψιχάλες συνέχιζαν το υγρό της τραγούδι. Βρήκε ένα μικρό ξενοδοχείο κάπου προς τα Πατήσια. Προσπαθούσε να φαίνεται όσο γίνεται πιο ψύχραιμος, πράγμα που το κατάφερε δίνοντας επαίνους στον εαυτό του. Δεν ήθελε να βάλει τίποτα στο στόμα του, δεν το μπορούσε κιόλας. Πήρε από τη ρεσεψιόν ένα μπουκάλι ουίσκι και ανέβηκε να κλειστεί στο δωμάτιό του. Πήρε τηλέφωνο τον Τόνυ σε κάποιο ξενοδοχείο που είχαν συναντηθεί αλλά ήταν άφαντος. Κάτι που μεγάλωσε ακόμα περισσότερο την αγωνία του. Ήπιε αρκετά στη συνέχεια. Τόσο για να ξεχαστεί και να αφεθεί εντελώς σε κάτι που έμοιαζε με ύπνο αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά εφιάλτης.

Το πρωινό φως της επόμενης μέρας τον βρήκε στο κρεβάτι. Είχε αποκοιμηθεί με τα ρούχα. Σηκώθηκε. Έπρεπε να νιώσει καλύτερα. Δεν ωφελούσε ο φόβος. Το πρώτο που του ήρθε στο μυαλό ήταν να κάνει ένα μπάνιο, να νιώσει καλύτερα. Ένιωσε το σώμα του σε πολύ καλύτερη κατάσταση, το μυαλό του συγκροτημένο και ήταν έτοιμος να ξεκινήσει τα σχέδιά του. Παρήγγειλε ένα καλό πρωινό, το οποίο προτίμησε να πάρει στο δωμάτιό του. Ένιωθε πιο ασφαλής εκεί. Όμως δεν θα μπορούσε να μείνει για πάντα. Έπρεπε να μάθει, να βγει, να κυκλοφορήσει.

Ιστορίες NoirΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα