Ο ερχομός της Ευγενίας, έφερε σε όλους μεγάλη χαρά. Η Ελένη δεν μπορούσε να την αφήσει από την αγκαλιά της και να της κάνει τα χατίρια. Γέμισε το σπίτι με τις φωνές και τη ζωντάνια της. Το μόνο αγκάθι που είχε μέσα της η Ελένη, ήταν η έκβαση για την πορεία της υιοθεσίας. Εκείνο το πρωί, άφησε ένα μεγάλο κέικ μπροστά στο Λάμπρο, που πήρε ένα μεγάλο κομμάτι κι άρχισε να τρώει λαίμαργα. <<Ωραίο είναι αυτό, εσύ το έφτιαξες;>> ρώτησε μπουκωμένος. <<Το έφερε η Βιολέτα για τη μικρή>> απάντησε λυπημένα. <<Τι έχεις μάτια μου; Συννεφιασμένη είσαι>>, <<Καλά είμαι. Την υιοθεσία σκέφτομαι. Καλά θα ήταν, αν πήγαιναν όλα καλά, να έβγαινε τώρα και να μην έφευγε η μικρή. Θα μαραζώσει πάλι>> είπε δειλά. Ο άντρας ξεφύσηξε.  <<Αφού σου είπε, Λενιώ μου, η Καψάλη πως τον Αύγουστο σταματούν οι διαδικασίες. Το δικό μας το παιδί θα είναι εξαίρεση;>> της απάντησε κι εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα. <<Είπα, καλά θα ήταν...>>. Η πόρτα του δωματίου άνοιξε και βγήκε η Ευγενία χαμογελώντας. <<Καλώς τη νεράιδα μου>> έκανε ο Λάμπρος κι εκείνη βολεύτηκε στα γόνατα του. <<Κοιμήθηκες καλά;>> τη ρώτησε κεφάτα κι εκείνη έγνεψε θετικά. Η Ελένη έβαλε το γάλα της και τους χάζεψε. Το παιδί όμως ηρέμησε τη ψυχή της. Της άρεσε να τους κοιτάζει, όταν η Ευγενία κλεινόταν στην αγκαλιά του Λάμπρου, που της μιλούσε τρυφερά και της διάβαζε παραμύθια κάθε βράδυ. Ήταν άδικο που δεν μπορούσε να του χαρίσει παιδιά. Τα πρωινά που εκείνος πήγαινε στα χωράφια, της άρεσε να μένουν μόνες τους. Η μικρή προσπαθούσε να τη βοηθήσει σε ότι δουλειά έκανε, μιλώντας και ρωτώντας συνέχεια πράγματα. Οι δυο τους ήταν αχώριστες. <<Σε έχει ανάγκη το παιδί Ελένη. Και το έχεις κι εσύ>> της είπε η Ασημίνα, ένα πρωινό που έπιναν καφέ και είχε δίκιο. Η μία ήταν εξαρτημένη από την άλλη και για κάποιο λόγο εκείνη ένιωθε βαθιά μέσα της, πως έτσι θα είναι από δω και πέρα οι ζωές τους.

Το πανηγύρι του Σωτήρος, γέμιζε άσχημες αναμνήσεις την Λενιώ. Ήταν το μέρος που είδε τον άντρα της ζωής της να επιστρέφει παντρεμένος και η καρδιά της έσπασε σε χίλια κομμάτια, ενώ την αμέσως επόμενη χρονιά, την ίδια μέρα, παραδόθηκε στις αρχές ομολογώντας τον φόνο του Σέργιου και ζώντας σε μία κόλαση που κράτησε έξι χρόνια. Τον προηγούμενο χρόνο, με αφορμή το πένθος για το θάνατο του πεθερού της, απέφυγε να πάει, μα φέτος ήταν τέτοια η λαχτάρα της μικρής, που δεν της πήγαινε η καρδιά να της χαλάσει το χατίρι. Άρχισε να ψάχνει στο παλιό μπαούλο, ένα γαλάζιο φορεματάκι της Δρόσως. Το βρήκε και το έπλυνε πρόχειρα. Όταν στέγνωσε έβαλε την Ευγενία να το δοκιμάσει. <<Μου είναι μεγάλο>> παρατήρησε το παιδί και η Ελένη άρχισε να περνάει καρφίτσες στο πλάι για να το στενέψει. <<Κάτσε ήσυχα, μη σε τρυπήσω>> τη μάλωσε γλυκά. <<Τι είναι αυτό μαμά;>>, <<Ήταν της θείας της Δρόσως αλλά λέω να στο φτιάξω, να το φορέσεις στο πανηγύρι. Ε, τι λες;>>. Η μικρή την κοίταξε ενθουσιασμένα. <<Είναι πολύ ωραίο φουστάνι. Μ' αρέσει πολύ>>, <<Είχες και παλιά τέτοιο;>> τη ρώτησε η Ελένη. Η Ειρήνη την είχε ενημερώσει πως το παιδί απέφευγε να πει οτιδήποτε σχετικά με το παρελθόν της. Από την έρευνα που είχε κάνει στο Συκουριό, είχε μάθει πως η γιαγιά της, η κυρά-Ευγενιώ, ήταν μία πονεμένη γυναίκα, που μετά το θάνατο του γιου της, έχανε κάθε μέρα το μυαλό της. Ήταν σκληρή και δεν φρόντιζε όσο έπρεπε το παιδί που συχνά ήταν βρώμικο και παραμελημένο. <<Δεν θυμάμαι μανούλα. Ήμουν μικρή>> αρκέστηκε να πει και η Ελένη δεν επέμεινε.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα