Η Ειρήνη Καψάλη πάρκαρε το παλιό Volkswagen Beetle έξω από το αγροτόσπιτο που βρισκόταν στην άκρη του Διαφανίου. Κατάλαβε αμέσως ότι έφτασε σωστά, μιας και είδε τις τρεις λεύκες μέσα στην αυλή, που τόσα είχε ακούσει για δ' αύτες. Χαμογέλασε πλατιά. Το φτωχικό σπίτι, ξεχείλιζε από αγάπη και μεράκι. Ανέβηκε τις σκάλες, χαζεύοντας το περιποιημένο περιφραγμένο κοτέτσι και χτύπησε τη πόρτα. <<Καλώς τη!>> είπε η Λενιώ που την υποδέχθηκε χαρούμενη. Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν όπως ακριβώς το είχε περιγράψει η Ευγενία. <<Κάτσε, κάτσε. Ψήνω καφεδάκια. Ωω μα τι έκανες; Δεν έπρεπε!>> διαμαρτυρήθηκε η Ελένη παίρνοντας από τα χέρια της, ένα κουτί με βουτήματα. <<Για το καλό. Πρώτη φορά με άδεια χέρια;>>. Έκατσε η Ρήνα και περιεργάστηκε το χώρο. <<Να ξέρεις, είμαι σε αποστολή τώρα. Είναι μέσα στις αρμοδιότητες μου να επισκέπτομαι τους υποψήφιους γονείς>> της είπε γελώντας και συνέχισε να κοιτά το σπίτι. Η Λενιώ σέρβισε τον καφέ και γέμισε το τραπέζι με κεράσματα. <<Εγώ για καφέ σε κάλεσα μα αν είσαι σε αποστολή, ρώτα με ότι θες>> είπε γελώντας. Η Ειρήνη ένιωσε καλοδεχούμενη και ένας μικρός κόμπος δέθηκε στο στομάχι της. Χρόνια είχε να νιώσει έτσι. Δεν είχε καμία φίλη και ζούσε στη μοναξιά της, παρέα με τα μικρά ταλαιπωρημένα κοριτσάκια, που ερχόντουσαν στο δημοτικό ορφανοτροφείο. Πρώτη φορά μετά απο πολλά χρόνια, ένιωσε φιλικά για έναν άνθρωπο που βρέθηκε στο δρόμο της και αυτό τη γέμιζε χαρά αλλά και μια ανεξήγητη ανησυχία. <<Η Ευγενία με ρώτησε πού πάω, όταν με είδε να φεύγω. Αν της έλεγα, δεν θα με άφηνε σε ησυχία>>, <<Δεν μπορούσες να τη φέρεις να φανταστώ>>, <<Όχι Λενιώ μου αλλά σου υπόσχομαι να σας την δώσω μερικές μέρες τώρα το καλοκαίρι. Θα ετοιμάσω τα χαρτιά>>. Η Ελένη γέλασε ικανοποιημένα και ξεκίνησαν να μιλούν. Η οικειότητα που υπήρχε ανάμεσα τους ήταν μεγάλη και η μία ευχαριστιόταν την παρέα της άλλης. <<Πιστεύεις έχω ελπίδες;>> τη ρώτησε με ύφος γεμάτο παράπονο η Λενιώ. <<Δεν θα σου πω ψέματα, είναι δύσκολο. Θα το παλέψουμε όμως και ίσως να βγει κάτι>>, <<Ξέρεις... Η Ευγενία ήρθε για να μου δείξει ότι υπάρχει ελπίδα. Ήρθε και κάλυψε σε μεγάλο βαθμό, αυτό το κενό που ένιωθα. Αν τα καταφέρω Ειρήνη, θα νιώσω πως υπάρχει θεός και δεν με εγκατέλειψε. Δεν με άφησε να υποφέρω μια ζωή, στερώντας μου κάθε δυνατότητα να αποκτήσω παιδιά>>. Η Ειρήνη της έπιασε το χέρι. <<Έχε πίστη. Στο λέει ένας άνθρωπος που πιστεύει πως δεν υπάρχει θεός. Ένας άνθρωπος που τα έχασε όλα. Έχε πίστη και πολλές φορές, η βοήθεια έρχεται στο παρά πέντε. Εκεί που δεν το περιμένεις>>. Η Ελένη χαμογέλασε αμήχανα. <<Δεν μιλάς ποτέ για σένα αλλά εγώ μέσα στα μάτια σου βλέπω το σκοτάδι που προσπαθείς να κρύψεις>>, <<Το βλέπεις γιατί έχεις ζήσει κι εσύ το σκοτάδι. Μα βγήκες στο φως Λενιώ. Έχεις τον άντρα σου, που σε λατρεύει. Τώρα έχεις και τη μικρή. Έχε λοιπόν πίστη. Εγώ δεν ξέρω αν τα κατάφερα να βγω, ή αν θα τα καταφέρω ποτέ, όμως δεν χάνω την ελπίδα μου>>. Η γυναίκα της έτριψε το χέρι με καλοσύνη. <<Αν έχεις ποτέ ανάγκη να μιλήσεις, να ξέρεις πως έχεις βρει μία φίλη εδώ. Το σπίτι μου θα είναι πάντα ανοιχτό για σένα. Και να έρχεσαι. Σε έχω κι εγώ ανάγκη Ειρήνη, αλήθεια το λέω>>. Οι δυο τους έμειναν αμίλητες για μερικές στιγμές και συνέχισαν τον καφέ τους.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα