Το χωριό

25 10 8
                                    

💥Δώστε προσοχή στα πρώτα κεφάλαια γιατί είναι σημαντικά💥.
😂 Αστειεύομαι 😂
Ελπίζω να είστε καλά και να έχετε μια όμορφη μέρα.

__________________________________
Όλα άρχισαν πριν από πολλά χρόνια της δεκαετίας του 1990 σε ένα μικρό χωριό.Ήταν Μάρτιος και τα χιόνια είχαν πια λιώσει. Τα καταπράσινα δέντρα και τα πολύχρωμα λουλούδια είχαν αρχίσει να ανθίζουν και να ωριμάζουν σιγά σιγά. Στην άκρη του χωριού, κοντά στα χωράφια υπήρχε ένα μεγάλο σπίτι με μια αυλή γεμάτη δέντρα και λουλούδια όπως τριαντάφυλλα, τουλίπες και μαργαρίτες. Αριστερά ήταν ένας τεράστιος σε έκταση χώρος με ζωάκια. Κοτοπουλάκια, κόκορες, σκυλάκια, γατάκια, και αγελάδες. Στο πίσω μέρος του σπιτιού είχαν φτιάξει έναν κήπο γεμάτο με λαχανικά και φρούτα που είχε φυτέψει η γιαγιά. Σε αυτο το χώρο κατοικούσαν η μαμά, ο μπαμπάς με τις δύο κόρες τους, η γιαγιά και ο παππούς που έμεναν στο διπλανό σπίτι. Την μικρότερη κορούλα τους, την ονόμασαν Ζωή και την μεγαλύτερη Στέλλα. Μια απίστευτα όμορφη , ψηλή και πολύ αδύνατη κοπέλα. Έφηβη πλέον. Είχε κλείσει τα 15 χρονών και ήταν Μάρτιος της Γ' γυμνασίου. Οι φίλες της ήταν αρκετά κορίτσια με χιούμορ και ζωντάνια. Έβγαιναν τα Σάββατα που και που στα μπαράκια και γλεντούσαν όλες μαζί φορώντας τα δαντελωτά τους φορέματα και τα κόκκινα κραγιόν 💄. Άλλες φορές έβγαιναν στα σοκάκια του χωριού, γνώριζαν αλλά παιδιά της ηλικίας τους και πιο μεγάλα και συζητούσαν με τις ώρες μέχρι αργά το βράδυ ενώ άλλες φορές έπαιζαν παιχνίδια στην εξοχή μέχρι που γυρνούσαν στο σπίτι τους λαχανιασμένα και κουρασμένα. Στο σχολείο αν και δυσκολεύονταν πάρα πολύ να τα κατανοήσει η Στέλλα, έγραφε καλούς βαθμούς και έπαιρνε συνεχώς αριστεία. Οι φίλες της, την θαύμαζαν και την αγαπούσαν όπως θα έκανε μια αληθινή φίλη. Πάντα βρίσκονταν στο πλευρό της και δεν την άφηναν μόνη της. Όποια δυσκολία και αν είχε στην ζωή της μέχρι τώρα, την βοηθούσαν και την στήριζαν, δίνοντας της συμβουλές για οποιοδήποτε θέμα την απασχολούσε. Οι μέρες και οι μήνες περνούσαν και η κατάσταση που επικρατούσε στο σπίτι της Στελίτσας ήταν ανησυχητική. Ο πατέρας της ήταν πολύ οξύθυμος και κάθε μέρα που γυρνούσε από την δουλειά, φώναζε και ούρλιαζε έχοντας ξεσηκώσει όλο το χωριό. Στη δουλειά του μπορεί να ήταν κύριος και σωστός άνθρωπος αλλά όταν επέστρεφε στο σπίτι γινόταν άλλος άνθρωπος. Νόμιζες ότι ήθελε να σε σκοτώσει. Κάθε απόγευμα, έβαζε τα καλά του, έπαιρνε λίγα χρήματα ίσα ίσα για έναν ελληνικό καφέ και έβγαινε στο καφενείο με την παρέα του. Γυρνούσε κάθε φορά πιωμένος και δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό του και το μυαλό του. Χτυπούσε πόρτες, έβριζε την γυναίκα του και άνοιγε τέρμα τον ήχο της τηλεόρασης για να μην του αποσπάει τίποτα την προσοχή και να έχει πλήρη ησυχία, απολαμβάνοντας το ποδόσφαιρο στην τηλεόραση του. Ήταν πολύ εγωιστής, δεν σκεφτόταν ποτέ τους άλλους. Πάντα ήθελε να γίνεται το δικό του και χωρίς καμία απολύτως αντίρρηση. Λες και βρίσκονταν σε καθεστώς Χούντας. Με λίγα λόγια ήθελε να περνάει καλά χωρίς να τον νοιάζει αν η οικογένεια του είναι υγιής ή γενικότερα αν είναι καλά ψυχολογικά. Όλοι τους αν και δεν συμφωνούσαν με όσα έλεγε και έκανε, προσπαθούσαν να βαδίσουν με τα νερά του γιατί είχαν τέτοιο μεγάλο φόβο μέσα τους μην σηκώσει χέρι και μετά τρέχανε στο νοσοκομείο. Δεν μπορούσαν να φανταστούν με τίποτα, τι θα μπορούσε να κάνει αυτός ο άνθρωπος αν δεν γινόταν για μια φορά το θέλημα του. Αυτό που τον άλλαζε λίγο μερικές στιγμές ήταν η μεγάλη αδυναμία που είχε στην μικρή του κόρη σε αντίθεση με την μεγάλη του κόρη που φαινόταν ξεκάθαρα ότι δεν είχε ίχνος αγάπη σε αυτήν. Η Στελίτσα ήταν ευαίσθητη και πληγωνόνταν πολύ εύκολα και γνωρίζοντας ότι δεν έχει πάρει αγάπη από τους ίδιους της τους γονείς αυτό την στεναχωρούσε ακόμα πιο πολύ. Την αδερφή της, την πρόσεχε πολύ και την βοηθούσε όπου μπορούσε κυρίως στα μαθήματα. Όταν τελείωνε το διάβασμα πήγαινε κοντά στην αδερφή της και την ρωτούσε με πολύ αγάπη και θέληση αν θέλει καμία βοήθεια. Με τις ώρες βρίσκονταν κοντά της και προσπαθούσε να της δείξει από γλώσσα μέχρι και ιστορία. Κάθε πρωί η Στέλλα ξυπνούσε και βάδιζε 2 ώρες για να πάει στο σχολείο. Ήταν μακριά διαδρομή και κανένας δεν μπορούσε να την μεταφέρει. Απο τα χαράματα έφευγε για το σχολείο. Και στα χιόνια και στις βροχές μόνη της. Όλη αυτή η κατάσταση στο σπίτι της λίγο-λίγο άρχισε να φουντώνει και τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Τα νεύρα του πατέρα της φούντωναν όλο και πιο πολύ. Το σπίτι κάθε ώρα βρίσκονταν σε μία τρομακτική κατάσταση. Η μεγαλύτερη κόρη η Στελλίτσα δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει για να διορθωθεί όλο αυτό. Μόλις τελείωνε το σχολείο, φτάνοντας στο σπίτι, έβγαζε δύο καρέκλες στο πίσω μπαλκόνι και φώναζε τη γιαγιά της και συζητούσαν για πολλά θέματα που την ενοχλούσαν και την στεναχωρούσαν ψάχνοντας μια λύση για όλα αυτά. Την γιαγιά της, την αγαπούσε πάρα πολύ, όπως και η γιαγιά της αυτή. Τα σαββατοκύριακα μόλις γυρνούσε από έξω, κάθονταν στο σαλόνι και της διηγούνταν πολλές ιστορίες και παραμύθια που βασίζονταν σε αληθινά γεγονότα. Ήταν πολύ χαρούμενη που το σπίτι της γιαγιάς της ήταν ακριβώς δίπλα από το πατρικό της και μπορούσε να βλέπει τη γιαγιά της όποια στιγμή της ημέρας ήθελε. Υπήρχαν μέρες που δεν έμπαινε καθόλου στο σπίτι της γιατί δεν μπορούσε να υποφέρει άλλο από τον πατέρα της. Ένα μεσημέρι, αφού ο πατέρας της γύρισες στο σπίτι πολύ αργά, ξεκίνησε να φωνάζει τη μητέρα της.

<<Για ποιο λόγο δεν έχεις έτοιμο το φαγητό; Ξέρεις ότι έρχομαι πεινασμένος. Πες μου για ποιο λόγο; Είσαι άχρηστη! Δεν μπορείς να είσαι συνεπής;>>

<<Μα δεν πρόλαβα. Νόμιζα ότι θα έρθεις πιο μετά και θα φύγεις κατευθείαν για το καφενείο.>>

<<Μην μου αντιμιλάς εμένα. Άλλη φορά να είναι έτοιμο.>>

<<Εντάξει, συγγνώμη>>

Δεν είχε σεβασμό ούτε προς τη γυναίκα του γιατί της φερόταν τόσο άσχημα πού την έκανε να θέλει να φύγει από το σπίτι παίρνοντας και τα κορίτσια μαζί της. Όμως, επειδή, δεν είχε δουλειά και δεν μπορούσε με τίποτα να συντηρήσει τα κορίτσια της, έκατσε να τα υπομένει όλα αυτά. Κλάματα και στεναχώριες συνεχώς διαπερνούσαν τις ψυχές τους. Τα χρήματα που έπρεπε να ξοδεύει για να συντηρεί την οικογένεια του τα ξόδευε στα τσιγάρα και στα ποτά όταν έβγαινε στην καφετέρια.
Η Στελίτσα φορούσε τα ίδια υποδήματα κάθε χρόνο. Είχαν καταστραφεί και τα πόδια της πάγωναν από το κρύο.

<<Μπαμπά θέλω να πάρω ένα ζευγάρι μποτάκια γιατί έχουν χαλάσει και τα πόδια μου κρυώνουν.>>

<<Δεν έχω άλλα χρήματα για τα παπούτσια σου. Ένα ζευγάρι σου φτάνουν. Έπρεπε να τα προσέχεις. Εγώ σε προειδοποίησα να τα προσέχεις.>>

<<Τα έχω χρόνια. Κάποια στιγμή χαλάνε.>>

<<Δεν με νοιάζει . Είναι δικό σου πρόβλημα.>>

Ποτέ δεν της πήρε κάποιο καλό φόρεμα 👗 και είχε μόνο ένα παλιό της γιαγιάς της με λουλούδια που θύμιζε την πιπι -Φακιδομύτη καθώς τα κοτσιδάκια της ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Δεν είχε ένα ζευγάρι τακούνια να φορέσει σε μια βραδινή έξοδο και φορούσε μαύρα σταράκια που της είχε αγοράσει αφότου μεγάλωσε το πόδι της. Ούτε να βαφτεί δεν μπορούσε. Ο μπαμπάς της μόλις έβλεπε να φοράει κραγιόν, της φώναζε και της έλεγε ότι είναι πολύ μικρή για τέτοια.

Οι μέρες κυλούσαν ίδιες και ο πόνος στις ψυχές τους δεν έλεγε να φύγει αφού κάθε μέρα ο πατέρας του σπιτιού δημιουργούσε με το παραμικρό φασαρία και καβγά. Πώς να αντέξει έτσι η υπόλοιπη οικογένεια σε μια τέτοια κατάσταση; Πως θα μπορέσουν να επιβιώσουν από όλο αυτό;

( Τελείωσε το πρώτο κεφάλαιο!! Ελπίζω να σας άρεσε!! Είναι κάτι καινούργιο για εμένα αλλά θα κάνω αρκετή προσπάθεια για να βγει όπως το θέλω ❤️ θα με βοηθούσε πολύ ένα σχόλιο ή ένα λαϊκ)
Καλή χρονιά και χρόνια πολλά σε όλους 😘

Ραγισμένες καρδιέςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα