-----------------------------------

Η Λενιώ δεν μπορούσε να περιμένει το αστικό λεωφορείο και αποφάσισε να κάνει ένα περιττό έξοδο για τον εαυτό της και να πάρει ταξί. Κατέβηκε λίγο έξω από το χωριό και περπάτησε γρήγορα μέχρι το σπίτι της. Ήταν ακόμα ταραγμένη από όσα άκουσε γιατί στο μυαλό της, δεν είχε καμία πιθανότητα να πάρει το παιδί και η Ειρήνη της έδωσε αυτή τη μικρή ελπίδα που αποζητούσε. Μπήκε φουριοζα στο σπίτι και έβαλε το φαγητό στη φωτιά να ζεσταθεί. Δεν πέρασαν δέκα λεπτά και ο Λάμπρος άνοιξε τη πόρτα του σπιτιού. <<Καλώς τον>> είπε χαρούμενα προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή της και ο δάσκαλος την πλησίασε για να της δώσει ένα απαλό φιλί. <<Τι έγινε; Είδες το παιδί;>>, <<Ναι, πήγα. Καλά είναι. Σε ζήταγε όπως πάντα>>. Ο άντρας χαμογέλασε και έπλυνε τα χέρια του. <<Λάμπρο, θέλω να συζητήσουμε κάτι αλλά...>>, <<Πες μου καρδιά μου>>, <<Μετά το φαγητό καλύτερα>>. Έκατσαν να φάνε και η Ελένη πάλευε να κρύψει το φούντωμα που ένιωθε. Έσπρωχνε το χρόνο να περάσει για να τελειώσει το μεσημεριανό τους και να του πει τα ευχάριστα νέα. Εκείνος καταλάβαινε πως κάτι την είχε ταράξει, μα έκανε υπομονή για να μη χαλάσει την ηρεμία του φαγητού. Μετά το μάζεμα του τραπεζιού, έκατσε δίπλα του, χαμογέλασε πλατιά και του έπιασε το χέρι. <<Για πες τώρα. Τι έγινε;>> ρώτησε τρυφέρα. <<Λάμπρο... Πήγα να δω τη μικρή σήμερα, κι έκανα μια κουβέντα με την Ειρήνη>>, <<Σαν τι κουβέντα;>> ρώτησε με απορία. Η γυναίκα ανακάθισε.  <<Η Ειρήνη μου πρότεινε να κάνουμε αίτηση υιοθεσίας για τη μικρή>>. Ο άντρας την κοίταξε νευρικά. <<Αίτηση... Σου πρότεινε τέτοιο πράγμα;>>, <<Ναι. Είναι μεγάλη ιστορία αλλά...>> πήγε να του εξηγήσει ενθουσιασμένα, μα εκείνες τη διέκοψε.  <<Τι αίτηση Ελένη; Ποιος ο λόγος; Θα την απορρίψουν πριν καν τη δουν. Έχεις πολύ βαρύ ποινικό μητρώο>>. Η Ελένη χαμογέλασε. <<Ο Κωνσταντής πήγε να δει το παιδί και είπε στην Ειρήνη, πως αν κάνουμε αίτηση, εκείνος, ο Νικηφόρος και η Πηνελόπη, θα καταθέσουν για την ακεραιότητα του χαρακτήρα μου και πως πιστεύουν ότι ο θάνατος του αδελφού τους ήταν ατύχημα. Θα βοηθήσει κι εκείνη και ίσως έχουμε μια ελπίδα>>.  Το σκοτείνιασμα στο πρόσωπο του, την τρόμαξε.  <<Τι λες Ελένη; Θα δώσουν το παιδί σε μας επειδή τα αδέλφια του άντρα που σκότωσες, θα πουν ότι έχεις καλό χαρακτήρα; Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά>>, <<Γιατί αντιδράς έτσι;>> ρώτησε λυπημένα.  <<Γιατί Ελένη δεν γίνονται έτσι οι υιοθεσίες. Και γιατί δεν ήρθαν στο δικαστήριο να τα πουν και σε άφησαν να καταδικαστείς για φόνο εκ προ μελέτης αν το πίστευαν; Αυτό θα ρωτήσουν όλοι!>>. Εκείνη σηκώθηκε ταραγμένη. <<Τότε ήταν αλλιώς και στη τελική, δεν θα σπίλωναν τη μνήμη του αδελφού τους για μένα, αν δεν ήταν σίγουροι τι άνθρωπος είμαι. Αυτό θα πουν όλοι!>>. Ο δάσκαλος έγνεψε νευρικά. <<Δεν είναι καλή ιδέα. Τσάμπα θα ξεσηκωθείς και στο τέλος θα έχουμε πάλι απογοητεύσεις. Στο τέλος πάλι θα σε δω να διαλύεσαι>>. Η Λενιώ τον κοίταξε βουρκωμένη. <<Σε παρακαλώ. Αξίζει να προσπαθήσουμε. Για τη μικρή μας...>>, <<Δε συμφωνώ. Είναι άδικος κόπος. Απορώ πως σε ξεσήκωσε η Ειρήνη...>>. Η Ελένη άφησε τα δάκρυα να τρέξουν στο μάγουλο της κι ύστερα του έριξε μια ματιά γεμάτη μίσος.  <<Είπες ψέματα>>, <<Τι;>>, <<ΕΙΠΕΣ ΨΕΜΑΤΑ. Είπες πως αν υπήρχε μία ελπίδα, θα έκανες τα πάντα. Είπες ψέματα Λάμπρο, ΨΕΜΑΤΑ!>> του φώναξε και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Ο άντρας δεν αντέδρασε. Σηκώθηκε ήρεμα και στάθηκε μπροστά της. <<Θέλω να πάρω λίγο αέρα. Με συγχωρείς>> είπε ψυχρά και φόρεσε το παλτό του.  Κατέβηκε τις σκάλες του σπιτιού και σταμάτησε στο προτελευταίο σκαλί, κοιτώντας τις λεύκες. Ο καιρός είχε ζεστάνει, μα το ανοιξιάτικο αεράκι ήταν σα χάδι στο κορμί του. Ένιωθε ένα τρέμουλο και προσπαθούσε να βρει ξανά τη ψυχραιμία του, διώχνοντας τις σκέψεις του μακριά. Οι λεύκες κουνιόντουσαν σαν να χορεύουν κάποιο εύθυμο σκοπό κι εκείνος έκατσε στο σκαλάκι να τις παρατηρήσει.

ΕυγενίαWhere stories live. Discover now