Η Βιολέτα σέρβιρε τους παραδοσιακούς της κεφτέδες, μαζί με τηγανιτές πατάτες και σαλάτα. <<Βιολέτα μου, μόνο κεφτέδες σου είπα. Δεν χρειαζόταν τόσες περιποιήσεις>>, <<Φάε βρε, δυο μέτρα άντρας. Τι να πιάσουν οι κεφτέδες μοναχοί τους;>> είπε και έκατσε δίπλα του. <<Πώς είναι η Λενιώ;>>. Εκείνος αναστέναξε. <<Δεν την έχω ξαναδεί έτσι Βιολέτα. Ότι και να της συνέβαινε, ήταν δυνατή. Πρώτη φορά την είδα να λυγίζει έτσι. Σα χαμένη είναι>>. Η Βιολέτα έκατσε  στην απέναντι καρέκλα. <<Εγώ μπορώ να την καταλάβω. Δεν την τσάκισε που αποχωρίστηκε το παιδί αλλά το γεγονός πως ξέρει ότι δεν θα μπορέσει να την πάρει ποτέ κοντά της. Να γίνει η μάνα της. Να τη στηρίξεις τη γυναίκα σου Λάμπρο. Σε έχει ανάγκη κι ας μη στο δείχνει>>, <<Με διώχνει όμως Βιολέτα από δίπλα της. Απομονώνεται. Δεν αφήνει να την πλησιάσω, να της μιλήσω έστω>>, <<Κάποια στιγμή, θα σε αποζητήσει και τότε να είσαι εκεί>> του είπε και τον άφησε μόνο του να τελειώσει το φαγητό του.

Αργά το απόγευμα επέστρεψε σπίτι του ο Λάμπρος και η Ελένη ήταν ακόμα κλεισμένη στη κάμαρη της. Μπήκε όσο πιο ήσυχα μπορούσε, και τη βρήκε ξαπλωμένη στο κρεβάτι, μα τα μάτια της ήταν ανοιχτά. <<Κορίτσι μου είσαι καλά;>> τη ρώτησε κι έκατσε δίπλα της. Εκείνη έγνεψε καταφατικά. <<Έλα να φας. Η Βιολέτα σου έστειλε τυρόπιτα, που σου αρέσει. Είναι ζεστή>>. Η Ελένη γύρισε το βλέμμα από την άλλη <<Δεν πεινάω Λάμπρο. Θα κάνω ένα τσάι και θα κατέβω να καθαρίσω τον σταβλο>>, <<Πρέπει να φας. Είσαι ταλαιπωρημένη. Θα τον καθαρίσω εγώ τον στάβλο>> της είπε και της χάιδεψε μαλακά το πρόσωπο. Εκείνη δεν αντέδρασε. Ο άντρας απελπίστηκε. Σηκώθηκε νευρικά και πήγε στη κουζίνα για να της φτιάξει ένα χαμομήλι. Άφησε στο κομοδίνο της έναν δίσκο με την τυρόπιτα και το χαμομήλι κι έφυγε για τον στάβλο. Ο Ασπρούλης χλιμίντρησε χαρούμενα και ο Λάμπρος του έτριψε τη μουσούδα. Έμεινε για ώρες στην αυλή και όταν επέστρεψε, η Ελένη είχε κοιμηθεί ξανά.

Η γυναίκα ξύπνησε πολύ νωρίς κι ακόμα δεν είχε χαράξει. Δεν θυμόταν ποτέ στη ζωή της, να είχε κοιμηθεί τόσες ώρες. Παρόλα αυτά, οι τόσες ώρες ύπνο, την έκαναν να νιώθει χειρότερα. Δεν ήταν λύση, να κρύβεται κάτω από τη κουβέρτα της. Σηκώθηκε και έβγαλε το νυχτικό της, προσπαθώντας να μην ξυπνήσει τον άντρα της που κοιμόταν γαλήνιος. Έβαλε ένα παλιό πολυκαιρισμένο φουστάνι και μία μαντήλα στα μαλλιά και βγήκε από το δωμάτιο. Έφαγε λαίμαργα τη πίτα της Βιολέτας και έβαλε το μπρίκι για καφέ. Τον κατέβασε σχεδόν καυτό με δύο ρουφηξιές και σκέπασε του Λάμπρου με ένα πιατάκι. Πριν προλάβει να φύγει, η πόρτα της κάμαρης άνοιξε και ο δάσκαλος την κοίταξε παραξενεμένος. <<Λενιώ πού πας πρωί πρωί;>>, <<Στα χωράφια. Έχουμε ένα σωρό δουλειές που έμειναν πίσω>>, <<Τόσο νωρίς; Περίμενε να ξημερώσει καλά καλά και...>>. Η Ελένη τον κοίταξε νευρικά. <<Έχω χορτάσει ύπνο, ποιος ο λόγος να μένω εδώ; Άλλωστε η γη, δεν ξέρει από ωράρια. Μη φοβάσαι, δεν θα ζητήσω καλύτερο μεροκάματο>>. Ακόμα και το χωρατό της, ακούστηκε βαρύ στο δάσκαλο που έμεινε πίσω να την κοιτάει. Η γυναίκα πήγε στην αποθήκη, φόρεσε τις γαλότσες κι έφυγε για τα κτήματα.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα