Η Ελένη έκατσε στο τραπέζι, πλάι στο Λάμπρο και του έδωσε τον καφέ του. <<Φάε και τίποτα. Έχουμε δουλειές σήμερα, μην είσαι νηστικός>> του είπε και ξεκίνησε να καθαρίζει ένα βραστό αυγό. <<Όλα καλά καρδιά μου; Σκοτεινιασμένη φαίνεσαι. Και σα να μην κοιμήθηκες καλά...>> έκανε με περιέργεια ο δάσκαλος. <<Εγώ; Μια χαρά είμαι. Τι να έχω;>>. Εκείνος χαμογέλασε και σηκώθηκε από τη θέση του. <<Καλώς. Για να το λες... Θα σε δω το μεσημέρι>> της είπε όπως πάντα. <<Έλα στο χωράφι πρώτα. Θέλω να συζητήσουμε ένα θέμα και οι τρεις, με τον Φανούρη>>, <<Τι θέμα;>>, <<Για τα κτήματα που σκεφτόμαστε να νοικιάσουμε>>. Εκείνος έγνεψε καταφατικά και άνοιξε το βήμα του. Η Ελένη έμεινε μοναχή της και ήπιε λίγο καφέ.
Τρεις μέρες είχαν περάσει από τότε που η μικρή έφυγε από το σπιτικό τους και ενιωθε πως της έχει γίνει έμμονη ιδέα. Σκεφτόταν να πάει να επισκεφτεί το παιδί μα δεν ήθελε από την άλλη και να το αναστατώσει. Τι είχε πάθει; Τόσους μαθητές είχε στο σχολείο ο Λάμπρος, μα για κανέναν δεν αισθανόταν έτσι. Μαθητές που πάντα έτρεχαν να αγκαλιάσουν την γλυκιά κυρία δασκάλου που τους έφερνε κάθε τόσο καραμέλες και κέικ. Έτσι χαιρόταν και ο ανιψιός της, ο Σέργιος, όποτε έβλεπε τη θεία του να έρχεται στο νέο του σπίτι. Εδώ όμως ήταν κάτι διαφορετικό. Σαν να είχαν ενωθεί οι καρδιές της Ελένης και της Ευγενίας και εκείνη ένιωθε μέσα της βαθιά ότι το παιδί την είχε ανάγκη και την αποζητούσε. Σίγουρα έκανε λάθος, σίγουρα το παιδί έπαιζε ανέμελο με τους νέους της φίλους όμως η Λενιώ είχε ένα κόμπο στο στομάχι που δεν έλεγε να την αφήσει ήρεμη.

Τρίτη μέρα στο ίδρυμα η μικρή και η Ειρήνη έβλεπε όλες τις προσπάθειες προσαρμογής, να πέφτουν στο κενό. Η Ευγενία δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί. Καθόταν ολημερίς σε μία από τις κούνιες, χωρίς να θέλει να παίξει με τα υπόλοιπα παιδιά ή στο μεγάλο παράθυρο δίπλα στην είσοδο, κοιτώντας έξω, σαν να περιμένει κάποιον να φανεί από μακριά. Δεν άφηνε κανένα παιδάκι να την προσεγγίσει, ούτε έδειχνε να νοιαζόταν για παιχνίδια. Τα περισσότερα παιδιά είχαν θέμα προσαρμογής, μα η Ειρήνη πρώτη φορά ένιωθε τόσο προβληματισμένη. Παρατηρούσε το κορίτσι και ήθελε να διαβάσει το μυαλό της μα φάνταζε τόσο δύσκολο έως ακατόρθωτο. Την είδε να κάθεται σε ένα παγκάκι μουτρωμένη και την πλησίασε. <<Γεια σου Ευγενία>> έκανε κεφάτα. <<Γεια σας...>>, <<Τι έχεις;>>, <<Τίποτα. Βαριέμαι>>. Η Ειρήνη έκατσε δίπλα. <<Γιατί δεν πας να παίξεις; Όλα τα παιδάκια παίζουν. Δεν έκανες καμία φίλη;>>. Η κοριτσάκι ανακάθισε. <<Κυρία, μπορείτε να πείτε στην Ελένη να έρθει να με δει;>>, <<Πώς να της το πω κορίτσι μου; Δεν την ξέρω>>, <<Θα με πάτε στο σπίτι της;>>. Η Ειρήνη της χάιδεψε το κεφαλάκι. <<Η Ελένη θα έχει δουλειές και δεν ξέρουμε πότε θα έρθει και αν τα καταφέρει. Εσύ να πας να παίξεις και να μην το σκέφτεσαι όλη μέρα>>. Η Ευγενία της έριξε μια θυμωμένη ματιά. <<Θα έρθει. Μου το υποσχέθηκε!>> είπε και έφυγε από δίπλα της.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα