Η γνωριμία

238 3 0
                                    


Μόλις μετακομίσαμε με την μαμά μου. Η μαμά μου δούλευε σε μια κλινική ως νοσηλεύτρια. Εκεί γνώρισε μια πολύ καλή γυναίκα. Μετά από αρκετούς μήνες και αφού αυτές οι δύο άρχισαν να αποκαλούνται κολλητές, μας προσκάλεσε ένα απόγευμα στο σπίτι της. Στην αρχή ήμουν κάθετη ότι δεν θα πάω, εξάλλου τι δουλειά έχω με δύο γυναίκες 40 χρόνον ενώ ήμουν μόλις 9. Η μαμά μου, μου είπε ότι έχει και αυτή έναν μοναχογιό και ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε παρέα. Ήμουν διστακτική στην αρχή αλλά αφού η μαμά μου, μου έταξε αρκετά πράγματα πήγα. Το σπίτι ήταν  διόροφο και είχε μεγάλη αυλή με δύο κούνιες. Η γυναίκα είχε χάσει τον άντρα της πριν μερικά χρόνια. Ήταν ψηλή με κόκκινα μαλλιά, αδύνατη σαν μοντέλο. Είχε γλυκιά φωνή και καλή άρθρωση.
Όταν μπήκαμε μέσα σπίτι παρατήρησα ότι είχε πολλούς πίνακες ζωγραφικής. Σκέφτηκα αμέσως σε ποιον θα πουλήσω τους πρώτους μου πίνακες. Η Αφροδίτη (το όνομα της γυναίκας) με κοιτούσε που κοιτούσα τους πίνακες στο σπίτι της. "Σου αρέσουν οι πίνακες μικρή;" Μου είπε. Αγχώθηκα, την κοιτούσα μέσα στα μάτια για λίγο και ένιωθα την γλώσσα μου και το σώμα μου να μουδιάζουν. "Της αρέσει να ζωγραφίζει πολύ στον ελεύθερο χρόνο της, έμοιασε στον μπαμπά της" πετάχτηκε η μαμά μου καθώς κατάλαβε ότι ντράπηκα, αν και την τελευταία πρόταση για τον μπαμπά μου την είπε με παράξενο ύφος γιατί χώρισαν στα 7 μου χρόνια.
Καθόμουν για πόλη ώρα με τις γυναίκες και άρχισα να βαριέμαι. Ζήτησα να πάω στην τουαλέτα. Μου είπε να πάω στην επάνω γιατί στον όροφο που ήμασταν κάτι έφτιαχνε και ήταν χάλια. Μου είπε πως να πάω και καθώς ανέβαινα της σκάλες έπεσα επάνω σε κάποιον. Παραλίγο να παίσω κάτω αλλά με κράτησε. Ήμουν λίγο ζαλισμένη από την τρομάρα αλλά συνήλθα γρήγορα. "Ποια είσαι εσύ;" Ήταν ένα αγόρι. "Εεε... Ήρθα επίσκεψη με την μαμά μου. Συγνώμη που έπεσα επάνω σου." Του είπα λίγο τρομοκρατημένη αφού δεν μιλάω εύκολα σε ανθρώπους. "Δεν πειράζει σιγά" μου είπε "αλλά να προσέχεις που πάς". Δεν πολύ το κατάλαβα εκείνη την ώρα, επάνω στον πανικό μου. Τελικά δε πήγα τουαλέτα έτρεξα γρήγορα κάτω από την ντροπή μου. Εκείνος μπήκε στο δωμάτιο του. Δεν είπα τίποτα σε κανέναν. Πέρασε λίγη ώρα και εκείνος κατέβηκε για να πιεί νερό. Κατέβαινε τις σκάλες με κατεβασμένο κεφάλι λες και δεν ήθελε να δει κανέναν. "Αχιλλέα πες ένα γειά αγόρι μου!" Είπε η Αφροδίτη. Σήκωσε για λιγο το κεφαλι και είπε γειά. "Από εδώ η φίλη μου η Αθήνα (την μαμά μου λέει) και η κόρη της" είπε ξανά η Αφροδίτη. Αναγκασμένος να ξανά σηκώσει το κεφάλι του είπε "γειά σας". Πήγε με γρήγορους ρυθμούς και ήπιε νερό. Όταν ξαναπέρασε από μπροστά μας η Αφροδίτη ψιλό εκνευρισμένη του λέει "έλα να κάτσεις λίγο εδώ μαζί μας!". Την κοίταξε μέσα στα μάτια και έκατσε δίπλα της μα το κεφάλι του συνέχισε να είναι κατεβασμένο λες και είχε καμπούρα. "Και στον Αχιλλέα αρέσει να ζωγραφίζει" και αναφερόταν σε εμένα είπε η μαμά του, εγώ χαμογέλασα μην έχοντας να κάνω κάτι άλλο.
"Λοιπόν τι λες Αχιλλέα να πάτε στο δωμάτιο σου να κάτσετε και να γνωριστείτε καλύτερα?" Είπε η μαμά του. Εγώ αμέσως κοκκίνισα. Το αγόρι αναστέναξε και μου είπε να πάμε στο δωμάτιο του να ακούσουμε μουσική. Όταν μπήκα μέσα μου λέει: "αυτό είναι το μικρό μου καταφύγιο και δεν μπαίνει κανένας εκτός από τους φίλους μου και την μανα μου για να καθαρίσει." Με κοίταξε. "Εσύ είσαι μια εξαίρεση" μου είπε. Κάθησα στο κρεβάτι του και αυτός στον υπολογιστή και ήταν προσηλωμένος σε αυτό που έκανε. Εγώ κοιτούσα το δωμάτιο. Ήταν τετράγωνο. Το ταβάνι πήγαινε κατηφορικά σαν σοφίτα γιατί από πάνω ήταν το ταβάνι. Δίπλα από την πόρτα αριστερά όταν την κοιτούσες από μέσα είχε μια μαύρη ντουλάπα και επάνω στα χερούλια κρεμασμένα παντελόνια και φούτερ. Η ντουλάπα έπιανε όλο εκείνο τον τοίχο. Στον δίπλα τοίχο είχε το κρεβάτι ένα μικρό κομοδίνο και μια μικρή βιβλιοθήκη που επάνω είχε κάτι παιχνίδια. Στον ακριβός δίπλα τοίχο ήταν ο υπολογιστή και το παράθυρο και μετά ακολουθούσε μια τεράστια ξύλινη βιβλιοθήκη με ντουλαπάκια. Είχε 0αρα πολλά βιβλία, περιοδικά και λεξικά που  αναρωτήθηκα αν τα έχει διαβάσει ή αν τα έχει χρησιμοποιήσει όλα αυτά, εκείνο το παιδί.
"Πως σε λένε παράξενη;" (Τι; Εμένα λέει παράξενη;) Έμεινα για λίγο αλλά του απάντησα. "Δήμητρα αλλά μπορείς να με φωνάζεις Δήμη. Έτσι με φωνάζει ο μπαμπάς μου και η θετή αδερφή μου." Σταμάτησε ότι έκανε και με κοίταξε παράξενα. "Δήμη? Χαχα οκευ" . (Γιατί γελάει?) Νόμιζα θα με ρωτούσε για την θετή αδερφή μου αλλά από ότι φάνηκε δεν τον ένοιαξε ιδιαίτερα. "Λέγε πόσο χρόνον είσαι λοιπόν?" Με ρώτησε και του απάντησα 9. "Α αλήθεια? Είσαι πολύ μικρή. Εγώ είμαι 14 χαχα. Ξέρεις να παίζεις Μονόπολη?" Μου είπε. Είναι πολύ μεγάλος σκέφτηκα. Αλλά αφού αυτόν δεν τον πείραζε που ήμουν εγώ πολύ μικρή δεν με πείραξε ούτε εμένα. Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήξερα να παίζω και όταν του το είπα έκατσε αμέσως να μου μάθει. Καθίσαμε στο ξύλινο πάτωμα και αρχίσαμε να παίζουμε. " Μην ντρέπεσαι μου είπε. Βαριέμαι. Είμαστε φίλοι τώρα" μου είπε και τον κοίταξα περίεργα.  Ωραία του είπα και συνεχίσαμε να παίζουμε σαν δύο κανονικοί φίλοι θα έλεγα κανείς. Αφού μου αγόρασε και την τελευταία περιοχή που είχα σταματήσαμε για λίγο, "εσύ ζωγραφίζεις;"  μου είπε (Εμ τι ήταν αυτό?)  Ναι λίγο του είπα και αμέσως μου είπε ότι και αυτός ασχολείται πολύ καιρό και 0ως οι πίνακες που κοιτούσα κάτω ήταν δικοί του. Χάρηκα πολύ που είχαμε ένα κοινό! " Λοιπόν έχουμε ένα μεγάλο κοινό τελικά ίσως να μην είσαι και τόσο παράξενη" μου είπε και γέλασε. Την ώρα που μαζεύαμε ήρθε η μαμά του να με πάρει γιατί θα έφευγα. Περνούσαμε πολύ ωραία για να φύγω. Μας την χάλασε λίγο αλλά σιγά η μαμά του είπε να ξαναέρθω να παίξουμε. "Θα ήθελα να δω πολύ τις ζωγραφιές σου" μου είπε. "Αν έρθεις μια μέρα σπίτι μου ίσως να μπορέσεις να τις δεις" του είπα και χαμογέλασε.

Κάτι παραπάνω από φίλοι και καλητέχνεςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα