Αναμνήσεις

537 46 2
                                    

Το ίδιο απόγευμα, στο νοσοκομείο, τα δύο αδέρφια περιμένουν τον γιατρό να τους ενημερώσει για την κατάσταση του πατέρα τους. Η Νικολέτα νιώθει αγωνία, ενώ ο Νικηφόρος στέκεται ήσυχος κοντά στο παράθυρο, κρατώντας σφιχτά στα χέρια του το κομποσχοίνι του
«αυτή η αναμονή με σκοτώνει»
Πετάει ξαφνικά η Νικολέτα, σπάζοντας την σιωπή που επικρατούσε εδώ και ώρα ανάμεσα τους
«υπομονή Νικολέτα.... υπομονή»
Αποκρίνεται χαμηλόφωνα ο Νικηφόρος, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. Η γυναίκα τον πλησιάζει με αργά βήματα, σχεδόν αβέβαια
«μην γυρίσεις στο μοναστήρι, μείνε λίγο μαζί μας»
Του ζητάει με παραπονεμένο ύφος, ενώ απλώνει τα χέρια για να χαϊδέψει τους ώμους του. Ο άντρας στρέφει το κεφάλι του για να την κοιτάξει κατά πρόσωπο
«αν πουν ότι η κατάσταση του πάει καλύτερα, τότε θα επιστρέψω»
Αποκρίνεται, κάνοντας την Νικολέτα να αφήσει μια ανάσα απογοήτευσης
«ο Αλέξανδρος;»
Ρωτάει τελικά ο Νικηφόρος, θέλοντας να αλλάξει θέμα
«μου έστειλε μήνυμα το πρωί»
Του απαντάει
«και;»
«κατά της μία το μεσημέρι θα είναι εδώ»
Αποκρίνεται καθώς κάνει μερικά βήματα για να απομακρυνθεί από τον αδερφό της. Εκείνη την στιγμή, ακούγεται το άνοιγμα της πόρτας. Αμέσως γυρίζουν τα κεφάλια για να δουν τον γιατρό να τους πλησιάζει
«τι συμβαίνει γιατρέ; πως είναι;»
Πετάει η Νικολέτα καθώς πηγαίνει τρέχοντας προς το μέρος του σαραντάχρονου άντρα
«μην ανησυχείτε κυρία Παπακώστα, ο πατέρας σας γίνεται όλο και πιο καλύτερα. Ευτυχώς τον έφεραν εγκαίρως στο νοσοκομείο»
Ο γιατρός φαίνεται αισιόδοξος, σχεδόν χαρούμενος. Ο Νικηφόρος κοιτάζει εντελώς σοβαρός την αδερφή του
«αυτό σημαίνει ότι θα μπορέσει να βγει σύντομα από δω μέσα;»
Ρωτάει ο Νικηφόρος
«αν συνεχίσει έτσι, ναι»
Απαντάει ο γιατρός, και η Νικολέτα κουνάει αφηρημένα το κεφάλι της
«ωραία, σας ευχαριστούμε γιατρέ»
Ο σαραντάχρονος άντρας γνέφει με το κεφάλι και έπειτα φεύγει από κοντά τους. Η Νικολέτα υψώνει το βλέμμα της στον Νικηφόρο
«θα φύγεις;»
«εφόσον είναι καλύτερα, και εφόσον θα έρθει ο Αλέξανδρος, ναι»
Απαντάει λιτά ο άντρας, προκαλώντας ανησυχία στην Νικολέτα
«δεν μπορείς να το καθυστερήσεις λίγο;»
«δυστυχώς όχι. Σε λίγο θα φύγω»
Απαντάει ενώ σηκώνει το χέρι για να το ακουμπήσει στον ώμο της
«Νικολέτα, κανένα χιλιόμετρο δεν μπορεί να με κρατήσει μακριά σου. Αν με χρειαστείς, θα είμαι εδώ, οποιαδήποτε ώρα και στιγμή»
Λέει έχοντας ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη του. Η Νικολέτα κλείνει τα μάτια, προσπαθώντας να κρύψει την απογοήτευση της
«εντάξει Άλκη. Φύγε, εφόσον αυτό θέλεις»
Αποκρίνεται ενώ σηκώνει το κεφάλι για να τον αντικρίσει ξανά κατάματα. Ο Νικηφόρος την καταλαβαίνει, βλέπει την απογοήτευση μέσα της
«συγχώρεσε με, και κατάλαβε με»
Αποκρίνεται, κοιτάζοντας με θλίψη την αδερφή του
«αυτό προσπαθώ να κάνω τόσα χρόνια, με όλους σας, αλλά κάπου κάπου δεν μπορώ, δεν γίνεται να το παλέψω!»
Σχεδόν φωνάζει, πράγμα που κάνει τον Νικηφόρο να ανησυχήσει
«Νικολέτα, αν αποδεχόσουν την κατάσταση... τότε... όλα θα ήταν πολύ απλά, και για τους δυο μας»
Αποκρίνεται ενώ την κλείνει στην αγκαλιά του. Η Νικολέτα γατζώνεται πάνω του, νιώθοντας έτοιμη να ξεσπάσει σε κλάματα
«δεν θέλω να πηγαίνω στο σπίτι μας, δεν θέλω να βρίσκομαι εκεί....»
Η φωνή της ακούγεται χαμηλή, σχεδόν σπασμένη
«εκείνο το σπίτι είναι γεμάτο από αναμνήσεις Άλκη. Αναμνήσεις δικές μας, από όταν ήμασταν παιδιά»
Συνεχίζει με τον ίδιο τόνο. Ο Νικηφόρος κλείνει τα μάτια, προσπαθώντας να κατά πνίξει τον πόνο που κρύβεται μέσα στην ψυχή του
«μην μιλάς για αυτά, σε παρακαλώ»
Της λέει ψιθυριστά κοντά στο αυτί, σαν να της λέει κάποιο μυστικό
«περάσαμε καλές και κακές στιγμές εκεί μέσα Άλκη. Αλλά μετά τον θάνατο της μαμάς...»
Αμέσως ο Νικηφόρος τραβιέται, ώστε να την κοιτάξει μέσα στα μάτια
«σταμάτα, σε ικετεύω»
Λέει και η Νικολέτα σκουπίζει τα πρώτα δάκρυα από τα μάτια της
«με συγχωρείς. Δεν ήθελα να σε αναστατώσω»
Μουρμουρίζει και ο Νικηφόρος την τραβάει ξανά στην αγκαλιά του. Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που αγκάλιασε κάποιον, πόσο μάλλον την αδερφή του. Μερικές φορές ένιωθε πως ξέφυγε από το παρελθόν, από τους δαίμονες του, αλλά κάποιες άλλες στιγμές, ένιωθε παγιδευμένος, όπως ήταν στην αρχή
«φοβάμαι Άλκη... φοβάμαι τόσο πολύ»
Ψελλίζει, με το πρόσωπο της κρυμμένο στον λαιμό του. Ο Νικηφόρος αφήνει μια μεγάλη ανάσα να ξεφύγει από μέσα του
«σσσς, σώπα»
Αποκρίνεται ψιθυριστά και την φιλάει στοργικά στα μαλλιά. Η Νικολέτα ένιωθε μόνη της πλέον. Πάντοτε στήριζε τις δυνάμεις της στον Νικηφόρο, αλλά εκείνος είχε επιλέξει το δικό του μονοπάτι, μακριά από την οικογένεια του. Από την άλλη ο Αλέξανδρος, ο μικρότερος τους αδερφός, ήταν πάντοτε απομακρυσμένος και από τους δυο τους. Η οικογένεια τους ήταν διαλυμένη, όμως η σχέση της Νικολέτας με του Νικηφόρου ήταν δυνατή, ένας γόρδιος δεσμός που δεν μπορούσε να σπάσει
«πρέπει να φύγω»
Της ψιθυρίζει, αλλά η καρδιά του τρέμει και μόνο στην σκέψη να γυρίσει πίσω, στο μοναστήρι, γιατί εκεί είχε να αντιμετωπίσει μία άλλη πρόκληση, ίσως την μεγαλύτερη πρόκληση της ζωής του.

Επίγειος ΘεόςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα