21. Αναπάντητα ερωτήματα

16.1K 635 36
                                    

Είχα ξεχάσει πόσο γρήγορα κυλούσε ο καιρός μέχρι που έφτασε Πάσχα και με τον Παύλο γυρίσαμε στα Γιαννιτσά για να είμαστε με τους δικούς μας. Εγώ είχαμε μείνει ακόμα στα Χριστούγεννα, πότε πέρασαν κιόλας έτσι οι μήνες από τότε;

Η ζωή έτρεχε και εγώ είχα την τάση να μη το καταλαβαίνω. Όλα όμως ήταν τόσο όμορφα που δεν έπρεπε να έχω παράπονα. Η σχολή, οι φίλοι μου, ο Μάνος...

Με τον Μάνο είχα μία σχέση που κάθε κοπέλα θα ήθελε αφού ήταν υπερβολικά καλός μαζί μου και ποτέ δεν έκανε πράγματα που με έκαναν να νιώθω άσχημα. Ίσα ίσα, δίπλα του ένιωθα μία γλυκιά ασφάλεια που ποτέ άλλοτε δεν είχα βιώσει. Μερικές φορές σκεφτόμουν βέβαια ότι ίσως άξιζε κάτι καλύτερο.

Εκείνες τις στιγμές που έπιανα τον εαυτό μου να σκέφτεται τον Φίλιππο ή πολλές φορές ακόμη και να ζηλεύω την Θεόπη ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσα να κάνω. Μα όλα γινόντουσαν τόσο αυτόματα που δεν μπορούσα να καταλάβω τι πάει στραβά με εμένα. Γίνεται να έχει κανείς την τέλεια σχέση, αλλά να μην την εκτιμάει στο έπακρο; Επειδή δεν με τιμούσαν και πολύ οι σκέψεις μου για τον Φίλιππο και το γνώριζα.

Όλοι έλειπαν από το σπίτι. Ο μπαμπάς ήταν στην δουλειά ενώ η μαμά είχε πάει να φτιάξει τα νύχια της. Ο Παύλος δεν ξέρω που είχε χαθεί, αλλά νομίζω πως δεν κοιμήθηκε καν σπίτι χθες  βράδυ.

Καθόμουν βαριεστημένα στον πάγκο της κουζίνας και έβλεπα μία σειρά στο Netflix όταν το κουδούνι της πόρτας χτύπησε κάνοντάς με να δώσω την προσοχή μου εκεί. Σηκώθηκα και άνοιξα μόνο για να δω μπροστά μου τον Φίλιππο, δεν ξέρω ούτε εγώ πόσος καιρός πέρασε απ' όταν βρεθήκαμε τελευταία.

Τον κοίταξα από πάνω ως κάτω λες και ήταν ψεύτικος, λες και είχα ξεχάσει πόσο πιο όμορφος είναι από κοντά. Το λευκό του κοντομάνικο τον φώτιζε πάρα πολύ και του πήγαινε απίστευτα.

Χαμογέλασε και πήρε πρώτος τον λόγο. "Που χάθηκες εσύ ρε μικρό;" ρώτησε άνετος και προσπερνώντας με μπήκε μέσα κρατώντας κάτι στα χέρια του.

Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και τον ακολούθησα ως την κουζίνα.

  "Ε, ξέρεις. Σχολή, τρεχάματα..." απάντησα όσο πιο άνετα γινόταν.

  "Μάνος" πρόσθεσε γελώντας μη αφήνοντάς με να απαντήσω επειδή πήρε τον λόγο ξανά. "Με έστειλε η μάνα μου να σας φέρω ένα τσουρέκι και κάτι κουλούρια" άφησε τα τάπερ στον πάγκο.

Ήταν κάτι σαν παράδοση να στέλνουν οι μανάδες μας κάθε Πάσχα τσουρέκια και κουλούρια η μία στην άλλη. Η κυρία Έλσα έφτιαχνε τα καλύτερα γλυκά χωρίς υπερβολές, σήκωσα την πετσέτα και το τσουρέκι με σοκολάτα έκανε την κοιλιά μου να γουργουρίσει. Ω Θεέ, φαινόταν πεντανόστιμο. Συν του ότι δεν είχα φάει και πρωινό ακόμη.

F*ck buddiesWhere stories live. Discover now