«Ξέφυγαν δεν λες τίποτα. Εντάξει Αλέξη, ξέχνα το, όλα οκ» ένοιωθα μια πραγματική ανακούφιση που ο Αλέξης δεν με κατηγορούσε πια. Αλλά και πάλι, ήταν το αγόρι της Αλεξίας… αυτό δεν άλλαζε.

   Χαμογέλασε λίγο κάνοντας με να χαμογελάσω και εγώ. Α ρε Αλέξη αδικείσαι, Δον Ζουάν έπρεπε να σε λένε αγόρι μου.

«Πάω προς το σπίτι…»

«Ναι θα θελες» Χωρίς να προλάβω να καταλάβω τι εννοούσε, με είχε αρπάζει στην αγκαλιά του τρέχοντας προς την θάλασσα.

«Μη ρε Αλέξη. Σταμάτα! Πας καλά!» Όσο και αν φώναζα δεν με άφηνε. Βουτήξαμε και οι δύω και ενώ ήμασταν μες στον νερό με άφησε από τα χέρια του για λίγο. Μόλις βγήκαμε έξω για μια ανάσα, συνειδητοποίησα πόσο παγωμένο ήταν το νερό τέτοια ώρα. «Ρε βλάκα είναι παγωμένο» παραπονέθηκα χωρίς όμως να νοιώθω θυμό ούτε στο ελάχιστο.

«Α ναι;» είπε και με πιτσίλισε. Πριν προλάβω να κάνω το ίδιο, τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση μου τραβώντας με στην αγκαλιά του. «Να σε ζεστάνουμε τότε μικρό μου» είπε χαμογελώντας γλυκά. Πόσο μου έλειψε αυτό το χαμόγελο δεν μπορείς να φανταστείς. Ξαφνικά το πρόσωπό του έγινε πιο μελαγχολικό. «Μου έλειψες. Δεν φαντάζεσαι πόσο ρε Μαρίνα» Θεέ μου, είχε μόλις ξεστομίσει αυτά που τόσο ήθελα να ακούσω;

«Εμένα να δεις ρε Αλέξη» είπα με όλη μου την ψυχή.

   Ταυτόχρονα ενδώσαμε στο πάθος και τα χείλη μας ενωθήκαν για πρώτη φορά μετά από δύο ολόκληρα χρόνια. Δύο χρόνια χωρίς τον Αλέξη. Δυο χρόνια χωρίς το μόνο αγόρι που αγάπησα πραγματικά.

   Τραβούσε παθιασμένα το κορμί μου στο δικό του. Μπορούσα να νοιώσω πόσο με ήθελε, και τον ήθελα και εγώ αλλά για την ώρα αυτό ήταν αρκετό. Απλά να φιληθούμε τόσο ώστε να αναπληρώσουμε το χαμένο χρόνο. Τα μαλακά χείλη του άγγιζαν τα δικά μου με πίεση αλλά ταυτόχρονα γλυκά. Έμοιαζε τόσο σωστό. Ξέχασα και Αλεξία και Χαρά και τα πάντα.

   Σταματήσαμε μόνο να φιλιόμαστε όταν έπιασε μια καλοκαιρινή μπόρα. Ήταν μάλλον ώρα να πάμε πάλι στο σπίτι. Τρέξαμε αρπάζοντας τα πράγματα που είχα  αφήσει στην άμμο και κρατώντας με από το χέρι φτάσαμε στην πόρτα. Ανοίξαμε και εγώ δεν μπορούσα να σταματήσω να γελάω δυνατά από τη χαρά μου. Εκείνο φαινόταν να μην χορταίνει να με κοιτάζει. Μου έδωσε άλλο ένα φιλί στα γρήγορα και έφερε το δάχτυλό του στο στόμα του δείχνοντας μου ότι έπρεπε να κάνουμε ησυχία.

   Αλλά φυσικά για κακή μας τύχη εκείνη τη στιγμή κατέβηκαν η Χαρά και η Αλεξία, και μπορεί να μην μας έπιασαν να φιλιόμαστε, κρατιόμασταν όμως χέρι-χέρι γελώντας και ήμασταν βρεγμένοι από πάνω μέχρι κάτω και όπως και να το κάνεις ο έρωτας δεν κρύβεται.

   Η Αλεξία έβγαλε μια τσιρίδα εκνευρισμού και έτρεξε πάνω. Η Χαρά με κοίταξε κουνώντας το κεφάλι της. «Τι να σου πω ρε Μαρίνα. Πόσο πιο κάτω κοριτσάκι μου…» είπε και έτρεξε ξοπίσω της.

   Ο Αλέξης στράφηκε σε μένα ζητώντας με βλέμμα όλο ενοχές να τον αφήσω να πάει να της μιλήσει. Τι να έκανα; Τον ήξερα τον Αλέξη και γενικά δεν έμπλεκε σε μπερδέματα. Ήταν πάντα ξεκάθαρος με του φίλους του, δεν ήθελε να απογοητεύει κανέναν και μπορούσες να βασιστείς πάνω του. Σίγουρα ένοιωθε σκατά αυτή τη στιγμή για την Αλεξία, που στο κάτω- κάτω, δεν της άξιζε να τη απατάει. Ας ξεκαθάριζε λοιπόν τα πράγματα τώρα που ήταν ακόμα νωρίς.

   Ένευσα αφήνοντάς τον να τρέξει πίσω της.

   Λίγο μετά ανέβηκα και εγώ πηγαίνοντας στην τουαλέτα να κάνω ένα μπάνιο.

Αυτά για απόψε! Σας έβαλα δύο κεφάλαια γιατί δεν πρόλαβα νωρίτερα σήμερα να γράψω καθόλου. Λαικς και σχόλια πληζ! <3

Η Εκδρομή {GW15}Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα