Η Χώρα των Χρωμάτων

9 2 3
                                    

Το κορίτσι που ονομαζόταν Οσάφι , άνοιξε τα μάτια της.

"Όχι πάλι.." ψιθύρισε.

Από το σκοτάδι του ύπνου βρέθηκε στο σκοτάδι της κάμαρας της. Το κερί είχε σβήσει κατά τη διάρκεια της νύχτας. Άπλωσε το χέρι της στο κομοδίνο και άρπαξε τα σπίρτα. Πέρα από την ανάσα της , δεν ακουγόταν τίποτε άλλο. Έξω, η μέρα δεν είχε αρχίσει ακόμα.

Άναψε το κερί και σηκώθηκε απ΄ το κρεβάτι. Η πρώτη αίσθηση που είχε ήταν ζέστη. Το νυχτικό της είχε κολλήσει πάνω στο σώμα της. Ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα και ζεσταινόταν πολύ.

Σέρνοντας τα βήματά της , πλησίασε τον καθρέφτη και αντίκρισε το ίνδαλμα της. Τα κατάμαυρα μαλλιά της ήταν ανακατωμένα και το πρόσωπό της αναψοκοκκινισμένο λες και είχε τρέξει χιλιόμετρα ολόκληρα. Η λευκή της νυχτικιά ήταν γεμάτη μπογιές . Το ίδιο τα χέρια της και τα γυμνά της πόδια. Έμοιαζε με πίνακα τρελού ζωγράφου που είχε οδηγηθεί σε παροξυσμό δημιουργίας. Κόκκινο , κίτρινο , μπλε...όλα τα χρώματα και οι αποχρώσεις τους είχαν διασκορπιστεί πάνω της. Και το χειρότερο ήταν ότι δεν ήταν η πρώτη φορά

Ακόμα θολωμένη από τον ύπνο , προσπάθησε να συγκεντρώσει τις σκέψεις της. Κάποιες φορές τη βοηθούσε αυτή η διαδικασία .Υπήρχαν μέρες που κατάφερνε να ανασύρει εκείνες τις θαμμένες αναμνήσεις της άλλης Οσάφι , όπως την αποκαλούσε. Δεν είχαν πάντα συνοχή και κυρίως ήταν αποσπασματικές εικόνες αλλά κατάφερνε να βγάλει κάποιο νόημα.

Συνήθως έβλεπε τον εαυτό της να στέκεται μπροστά στον καμβά της . Μπορούσε να αισθανθεί τις κινήσεις των χεριών της αλλά ποτέ δεν έβλεπε τον καμβά. Αυτό το έβλεπε όταν ξυπνούσε.

Κάτω από το κρεβάτι της έκρυβε τους πίνακες. Ακόμα και αυτούς που είχαν γίνει κομματάκια. Ακόμα και αυτούς που είχαν σπάσει , εκείνους με το σχισμένο πανί και φυσικά εκείνους που απλά δεν έβγαζαν νόημα. Έκρυβε και μερικούς που μπορεί να είχαν μια δυο πιτσιλιές. Μπορεί να ήταν σπατάλη αλλά δεν μπορούσε να ζωγραφίσει πάνω τους. Εκείνες οι πιτσιλιές ίσως έκρυβαν κάτι. Κάποιο μήνυμα. Αν ζωγράφιζε πάνω τους θα ήταν σαν να τους κατέστρεφε.

Έσφιξε τις γροθιές της , βυθίζοντας τα νύχια της βαθιά μέσα στο κρέας. Μόρφασε από τον πόνο αλλά δεν σταμάτησε. Βοηθούσε στην διαδικασία. Είδε πίσω από τα κλειστά της βλέφαρα τον εαυτό της να καθαρίζει τα πινέλα της. Είδε να βάζει στην άκρη τον πίνακα που είχε τελειώσει , εκείνον με τα εξωτικά πουλιά που είχε δει σε εκείνο το βιβλίο. Είδε τα χέρια της να τοποθετούν ένα καινούριο λευκό καμβά πάνω στο καβαλέτο και στη συνέχεια να τον καλύπτουν με ένα παλιό πανί. Ακολούθησε την εικόνα μέσα στο μυαλό της λες και κάποιος είχε ρίξει ψίχουλα στο δρόμο. Είδε τον εαυτό της να κάνει μπάνιο , να αλλάζει στην λευκή της νυχτικιά και να ελέγχει την βαριά μεταλλική πόρτα που την κρατούσε φυλακισμένη. Έπειτα την είδε να ξαπλώνει και να αποκοιμιέται.

Η Χώρα των ΧρωμάτωνWhere stories live. Discover now