Κεφάλαιο 10

13 3 2
                                    



Όλο το βράδυ η Έμιλυ δεν έκλεισε μάτι και το επόμενο πρωί σχεδόν ξέχασε να πει καλημέρα στα ψαράκια της. Ούτε εκείνα μιλούσαν. Προσπαθούσαν ακόμη να καταλάβουν πως έγινε όλο αυτό, έτσι στα ξαφνικά. 

Χωρίς πολλά λόγια, πήρε την τσάντα της και κατέβηκε να πάει σχολείο. Θα πήγαινε μόνη της σήμερα, μιας και η Κιμ δεν είχε μάθημα τις πρώτες δύο ώρες.  Προς μεγάλη της έκπληξη, βρήκε τον Τζον να την περιμένει στην είσοδο της πολυκατοικίας της.

''Τζον?'', είπε μπερδεμένη.

''Πού είσαι, θα αργήσουμε!'', την πείραξε εκείνος όμως αμέσως κατάλαβε πως δεν είχε διάθεση για αστεία.

''Πώς και από εδώ?''

''Δεν ξέρω... Απλά συμπεριφέρεσαι λίγο παράξενα τελευταία και ήθελα να βεβαιωθώ πως είσαι καλά. Αν και από ότι βλέπω δεν είσαι. Τί σου συμβαίνει?''

''Ο Γκίμπυ...'', θα συνέχιζε αυτήν την πρόταση αν η φωνή της δεν την εγκατέλειπε, οπότε την άφησε μισή. Ένα δάκρυ μίλησε για τα λόγια που δεν ειπώθηκαν. Φρόντισε να το σκουπίσει αμέσως και να μην αφήσει να τρέξουν περισσότερα.

''Έλα εδώ...'', είπε ο Τζον και την αγκάλιασε. ''Δεν χρειάζεται να κλαις. Είναι όλα μέρος της ζωής. Βλέπεις αυτήν την γρατζουνιά?'', είπε και έδειξε το χέρι του. ''Ο Γκαστόν μου την έκανε γιατί όταν τον έφερα σπίτι, άρχισα να τον ζουλάω. Νόμιζε ότι γινόμουν ενοχλητικός και ίσως να ήμουν. Όμως η αλήθεια είναι ότι δύο μέρες που τον είχες, εμένα το σπίτι μου ήταν άδειο. Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εκείνον, γιατί μην τον βλέπεις έτσι, τα έχει κι αυτός τα χρονάκια του... Δεν θέλω να μπαίνουν τέτοιες σκέψεις στο μυαλό μου'', είπε και συνέχισαν τον δρόμο τους. 

Στο μάθημα είδε την Έμιλυ μπροστά του να  ζωγραφίζει πάλι ένα αγγελόψαρο όπως συνήθιζε να κάνει σε πολλά μαθήματα. Η μόνη διαφορά ήταν ότι αυτήν την φορά, είχε προσθέσει ένα σορό χρώματα! Ήταν με διαφορά η καλύτερη από τις ζωγραφιές της! Ήταν σαν να προσπαθούσε με τα χρώματα να το φέρει στη ζωή. Έπειτα, έμεινε λίγο να το κοιτάζει και χαμογέλασε λίγο. Καταλάβαινε πως δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω τον χρόνο και πως ο Γκίμπυ δεν θα ζούσε για πάντα. Μέσα από μια ζωγραφιά όμως, ή μία φωτογραφία ή μια βουτιά στην πισίνα, θα μπορούσε να τον κρατάει πάντα ζωντανό στην ανάμνησή της. 

Όταν το μάθημα τελείωσε, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς τη βιβλιοθήκη. Εκεί άρχισε να διαβάζει βιβλία για γοργόνες και καρχαρίες, πλάσματα του βυθού που ο περισσότερος κόσμος αγνοούσε την ύπαρξή τους. Ο Τζον την έχασε για μια στιγμή, γιατί μόλις εκείνη βγήκε από την αίθουσα, εκείνον τον περικύκλωσαν οι φίλοι του και άρχισαν να τον πειράζουν. 

''Λοιπόν, τι τρέχει με εσάς τους δυο?'', ρώτησε ένας.

''Τίποτα'', απάντησε απότομα ο Τζον.

''Και γιατί ήρθατε μαζί σχολείο?''

''Έτυχε να συναντηθούμε στον δρόμο!''

''Σίγουρα? Γιατί από όσο θυμάμαι, δεν σε βγάζει ο δρόμος από εκεί. Άρα εσύ πήγες και την πήρες από το σπίτι της, παραδέξου το!''

''Ωραία πήγα! Εσένα τί σε νοιάζει?''

''Βρε τον Τζον - Τζον... ''

''Σιγά μην με λένε και Κεν. Και να σου πω, σταμάτα να με ειρωνεύεσαι, γιατί θα με δεις όπως δεν με έχεις ξαναδεί'', τον κοίταξε απειλητικά μέσα στα μάτια. ''Τίποτα δεν συμβαίνει, κατάλαβέ το!''

''Απόδειξέ το. Γιατί δεν την ενοχλείς πια?'', είπε ο φίλος του και όλοι γέλασαν. Δεν είχε άλλη επιλογή, έπρεπε να σκαρώσει κάποια φάρσα, αν και ήξερε πως δεν ήταν σωστό. 

Τότε ένας φίλος τους έτρεξε γρήγορα προς το μέρος τους. 

''Η Έμιλυ είναι στη βιβλιοθήκη!'', φώναξε και οι υπόλοιποι χαμογέλασαν με κακία.

 Άρπαξαν τον Τζον και σχεδόν τον έκαναν να πάει ως εκεί. Του έδωσαν ένα ποτήρι με νερό και του είπαν να το ρίξει πάνω της. Εκείνος την πλησίασε με τρεμάμενα χέρια και προσπαθούσε να σκεφτεί κάτι ώστε να αποτρέψει αυτό το γεγονός. Έβλεπε την Έμιλυ που την είχε πάρει ο ύπνος πάνω στα βιβλία της και γνώριζε πως είχε ανάγκη τον ύπνο μια μέρα σαν εκείνη. Για καλή του τύχη, η Κιμ - που μόλις είχε έρθει στο σχολείο - περνούσε από τον διάδρομο και είδε το σκηνικό. 

''Συγγνώμη, μπορώ να το δανειστώ?'', ρώτησε την καθαρίστρια που σφουγγάριζε στο διάδρομο και πριν πάρει κάποια απάντηση της άρπαξε τον κουβά. Μπήκε μέσα με φόρα και έλουσε και τους τρεις φίλους του Τζον με το βρώμικο νερό. Αυτοί αμέσως άρχισαν να φωνάζουν και να βρίζουν. Η Κιμ γελούσε με την καρδιά της και η υπεύθυνη τους έκανε νόημα να σωπάσουν. Ταυτόχρονα η Έμιλυ πετάχτηκε όρθια μόλις άκουσε την φασαρία. 

''Τί έγινε?'', ρώτησε.

''Τίποτα το ιδιαίτερο... Σου έφερα λίγο νερό'', είπε ο Τζον και της έδωσε το ποτήρι. Η Έμιλυ τον κοίταξε με απορία και ύστερα κοίταξε και τους φίλους του που ήταν όλοι βρεγμένοι ως το κόκαλο, αλλά και την Κιμ που ερχόταν προς το μέρος τους. 

''Θα σε έβρεχε! Έπρεπε κάτι να κάνω'', είπε κείνη και τότε η Έμιλυ κατάλαβε. Έριξε και εκείνη με την σειρά της, το νερό που βαστούσε πάνω στον Τζον και μάζεψε βιαστικά τα βιβλία της. ''Είσαι απαράδεκτος!'', του είπε και έφυγε γρήγορα από εκεί μαζί με την φίλη της. 

Η καθαρίστρια μπήκε στη βιβλιοθήκη και είδε τα νερά στο πάτωμα. Έδωσε μία σφουγγαρίστρα στον καθένα τους και άναψε ένα τσιγάρο. ''Εγώ πάω για διάλειμμα'', τους έκλεισε το μάτι και έφυγε γελώντας. 

Έτσι οι τέσσερείς τους έμειναν να σφουγγαρίζουν την βιβλιοθήκη...

Κολυμπάμε?Where stories live. Discover now