Kεφάλαιο 2

15 3 0
                                    



Μιλούσαν με τις ώρες με αποτέλεσμα να τους πάρει ο ύπνος πολύ αργά το βράδυ. Το πρωί η Έμιλυ άκουσε το ξυπνητήρι και με πολύ κόπο το έκλεισε. Αμέσως συνειδητοποίησε πως είχε αργήσει για το σχολείο, οπότε και άρχισε να ετοιμάζεται βιαστικά. Έριξε λίγη τροφή στο ενυδρείο και άρπαξε με φόρα την τσάντα της.

''Στο καλό!'', της είπαν τα ψαράκια της.

''Πρόσεχε καλέ! Θα σκοτωθείς!'', της φώναξε ο Γκίμπυ.

''Καλά είμαι! Τα λέμε!'', τους αποχαιρέτησε και κατέβηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Εκεί την περίμενε η Κιμ, όπως και κάθε πρωί με δύο καφέδες στο χέρι.

''Ορίστε'', της είπε και της έδωσε τον καφέ της.

''Ευχαριστώ! Άργησα για τα καλά σήμερα ε?'', είπε αμήχανα η Έμιλυ, καθώς έπινε λίγο από το ρόφημά της.

Όταν έφτασαν στο σχολείο η πρώτη ώρα είχε ήδη αρχίσει, οπότε μπήκαν μέσα αρκετά αργοπορημένες. Κάθισαν όπως όπως, με αποτέλεσμα πίσω από την Έμιλυ να κάθεται ο Τζον. Ο Τζον ήταν ένας ηλίθιος που από την πρώτη γυμνασίου της είχε κάνει την ζωή κόλαση. Προσπαθούσε να τον αποφεύγει μα αυτό ήταν αρκετά δύσκολο μιας και ήταν στην ίδια τάξη στα περισσότερα μαθήματα.

''Καλημέρα'', της ψιθύρισε σαν να της έλεγε πως δεν θα την άφηνε σε ησυχία ούτε σήμερα! Η Έμιλυ δεν γύρισε πίσω να τον κοιτάξει, ούτε και του απάντησε. ''Δεν άκουσα?'', έκανε εκείνος όλο νόημα.

''Καλημέρα'', μουρμούρισε εκείνη.

Το μάθημα τελείωσε και η Έμιλυ είχε απλώσει όλα της τα βιβλία στο θρανίο και τα τακτοποιούσε όταν ξαφνικά σηκώθηκε ο Τζον και δήθεν τυχαία τα έριξε όλα κάτω, όπως περνούσε δίπλα της. Η Έμιλυ έβγαλε απλώς έναν αναστεναγμό από αγανάκτηση και συνέχισε να τα μαζεύει.

''Ουπς! Το έχω αυτό, είμαι λίγο ζημιάρης'', είπε και γέλασε με την ψυχή του φεύγοντας, χωρίς να την βοηθήσει να τα μαζέψει φυσικά.

''Ηλίθιε!'', μουρμούρησε η Έμιλυ και βγήκε στην αυλή αναζητώντας με το βλέμμα, την παρέα της. Δυστυχώς για εκείνη, ο Τζον με την παρέα του είχαν άλλα σχέδια. 

''Έμιλυ! Μπορείς να μας βοηθήσεις? Μας κόλλησε η μπάλα στο δέντρο'', είπαν.

''Και εμένα τι με νοιάζει? Να ανεβείτε να την πιάσετε μόνοι σας, ολόκληροι μαντράχαλοι!''

''Έλα, μην τους ακούς. Θα σε βοηθήσω εγώ'', είπε ο Τζον και την σήκωσε στα χέρια του. Μόλις η κοπέλα ανέβηκε στο δέντρο έψαχνε παντού για την μπάλα μα δεν μπορούσε να την βρει. ''Αυτήν εδώ ψάχνεις?'', της είπε παίζοντας με την μπάλα που ποτέ δεν έχασαν, ενώ όλη του η παρέα ξέσπασε σε γέλια.

Κολυμπάμε?Where stories live. Discover now