Οι χορδές της νύχτας

By NightOwlArts

11.8K 1.3K 903

Η Νεφέλη περιπλανιόταν από πόλη σε πόλη, με σκοπό να βρει κάποιον που είχε χάσει. Στον ώμο της ήταν περασμένη... More

Πράσινα μάτια
Αλέξη;
Εσύ!
Μείνε μακριά του
Είναι μαζί μου
Ατελείωτη νύχτα
Υπόθεση Μπογδάνου
Υπό την προστασία μου
Τηλεφώνημα
Κανόνες (Μέρος 1ο)
Κανόνες (Μέρος 2ο)
Σκοτεινές αποκαλύψεις
Η φωτογραφία
Νύχτες χωρίς νόημα
Σχέδιο παρακολούθησης
Παράξενα βλέμματα
Μηνύματα στη νύχτα
Φόνος στο καζίνο
Απρόσμενες εξελίξεις
Στιγμές αδυναμίας
Η δικηγόρος
Πικρά λόγια και αλήθειες
Άνομες εξηγήσεις
Παραδοχές
Πληγές του παρελθόντος (Μέρος 1ο)
Πληγές του παρελθόντος (Μέρος 2ο)
Πληγές του παρελθόντος (Μέρος 3ο)
Πληγές του παρελθόντος (Μέρος 4ο)
Πληγές του παρελθόντος (Μέρος 5ο)
Πληγές του παρελθόντος (Μέρος 6ο)
Πληγές του παρελθόντος (Μέρος 7ο)
Φόβοι και αναστολές
Μεταμεσονύκτιες διαφωνίες
Εφιάλτες

Μυστικά και ιστορίες

303 33 30
By NightOwlArts

Λίγες ώρες αργότερα βρισκόμασταν στο διαμέρισμα της Μαντώς. Στον δρόμο δεν ήρθαμε αντιμέτωποι με τίποτα απρόοπτο. Ίσως με θεωρήσετε παρανοϊκή, αλλά, μέχρι να φτάσουμε στην πολυκατοικία της, κοιτούσα συνεχώς πίσω μου, έχοντας μία ενοχλητική αίσθηση ότι κάποιος μας παρακολουθούσε.

Ακολουθήσαμε έναν δρόμο κατά μήκος της παραλίας. Ο Μάνος μου είχε πει ότι ήθελε να μου δείξει και εκείνη την πλευρά της Αθήνας. Εκείνη που μύριζε ακόμη καθαρό αέρα και αλμύρα. Αν και οι περισσότεροι έλειπαν σε διακοπές στα νησιά, μπορούσα να διακρίνω εδώ κι εκεί μικρά κεφάλια κολυμβητών να επιπλέουν.

Εκείνος, φυσικά, με διαβεβαίωσε πως οι παραλίες της Αθήνας δεν συγκρίνονταν με τις χρυσαφένιες αμμουδιές και τα γαλαζοπράσινα νερά της Κρήτης.

Πάνω στο μηχανάκι δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό του, για να το εξακριβώσω, ωστόσο στη φωνή του αισθάνθηκα περηφάνια και νοσταλγία. Ήταν προφανές ότι του έλειπε το νησί του. Ένας Οδυσσέας στο νησί των Φαιάκων, σκέφτηκα. Ίσως αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει για λόγους που δεν θα μπορούσα ποτέ να διανοηθώ. Εγώ, όμως, σαν την πριγκίπισσα Ναυσικά, ήμουν κάτι παραπάνω από πρόθυμη να τον ακούσω να μου αφηγείται επί ώρες την ιστορία του.

Πάνω στο μηχανάκι φυσούσε ένα αναζωογονητικό αεράκι, που πάλευε αδύναμα ενάντια στον καύσωνα του Αυγούστου και μετέφερε στα ρουθούνια μου το ζαλιστικό και, πλέον, οικείο άρωμα του άφτερ-σέιβ.

Ήθελα πολύ να γείρω πάνω του. Να τυλίξω τα χέρια μου γύρω του και να τον αφήσω να με ταξιδέψει όπου ήθελε εκείνος. Παρ' όλα αυτά, τα δάχτυλά μου δεν άφησαν στιγμή τα πλαϊνά της μηχανής του.

Στο διαμέρισμα μας περίμενε όλη η παρέα του Αλέξη. Ο Φοίβος, η Μαντώ, οι δίδυμοι Μπολάτζι και εκείνος ο μελαχρινός νεαρός με το ντροπαλό βλέμμα, ο Στέφανος, ο οποίος είχε οδηγήσει το αυτοκίνητο την ημέρα που τραυματίστηκε ο αδερφός μου.

Τους χαιρέτησα όλους, κάπως αμήχανα, αλλά έτρεξα κατευθείαν και χώθηκα στην αγκαλιά του Αλέξη. Τον είχα ανάγκη. Μόλις τότε άρχισα να συνειδητοποιώ πόσο μου έλειπε όλον τον καιρό που ζούσαμε χωριστά. Εξάλλου, ήταν ο μεγάλος μου αδερφός. Κανείς δεν μπορούσε να αντικαταστήσει τη θέση που είχε στην καρδιά μου.

Έδειχνε ήδη καλύτερα, από όσο μπορούσα, τουλάχιστον, να καταλάβω. Με διαβεβαίωσε ότι οι πληγές του είχαν κλείσει εντελώς, ενώ μπορούσε, πλέον, να σηκωθεί όρθιος και να περπατήσει χωρίς να πονάει σε κάθε του βήμα. Παρατήρησα για πρώτη φορά, όμως, με φρίκη, ότι είχε αδυνατίσει απελπιστικά πολύ μέσα σε έναν χρόνο. Τα κόκαλα του προσώπου του έμοιαζαν να θέλουν να σκίσουν το δέρμα του και οι αρθρώσεις του διαγράφονταν πιο έντονα από ποτέ. Παρά τα φαρδιά ρούχα που φορούσε, ο κορμός και τα πόδια του φαίνονταν τόσο αδύνατα, που έμοιαζαν έτοιμα να σπάσουν από στιγμή σε στιγμή. Μια θολούρα αλλοίωνε το άλλοτε κρυστάλλινο γαλάζιο των ματιών του. Ο αδερφός μου φαινόταν άρρωστος, αδύναμος.

Πού ήταν το γεμάτο ζωή αγόρι που ήξερα; Ποιος ήταν αυτός που είχε κλέψει τη θέση του;

«Σε πείραξε;», ήταν το πρώτο πράγμα που με ρώτησε μόλις με πήρε στην αγκαλιά του, αναφερόμενος στον Μάνο. «Τρόμαξα με το μήνυμα που μου έστειλες το πρωί», μου εκμυστηρεύθηκε ψιθυριστά.

«Όχι», υπερασπίστηκα αμέσως τον ψηλό νεαρό που μας κοιτούσε από απόσταση, φυσώντας καπνό από τα χείλη του. Ένιωσα τα μάτια του να με ηλεκτρίζουν. «Με προσέχει πολύ. Απλά ήθελα να σε δω». Του άφησα ένα δυνατό φιλί στο μάγουλο.

«Αν το έκανε, δεν θα έβγαινε ζωντανός από εδώ μέσα», γρύλισε. Του χαμογέλασα, εκτιμώντας την μάταιη προσπάθειά του να φανεί δυνατός, να με κάνει να νιώσω ασφαλής.

«Νεφ, δεν θα αντέξω, αν μου πάθεις κάτι. Δεν μπορώ να σε χάσω κι εσένα. Είσαι το μόνο που μου έχει απομείνει. Που μου υπενθυμίζει ότι δεν είμαι νεκρός. Και τώρα που είσαι εδώ... Σ' ευχαριστώ που είσαι δίπλα μου. Που δεν με εγκατέλειψες. Ούτε εγώ δεν με αντέχω πια», αστειεύτηκε με πικρία και άφησε ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού μου.

Εγώ τον έσφιξα περισσότερο πάνω μου. Δεν ήξερα καλύτερο τρόπο να τον παρηγορήσω. «Αφού κι εγώ, μόνο εσένα έχω. Σ' αγαπάω. Μπορώ να κάνω κι αλλιώς;», του χαμογέλασα.

Είδα τα μάτια του να βουρκώνουν φευγαλέα. Δύο φουρτουνιασμένες θάλασσες, καθρέφτες των δικών μου. Μου χαμογέλασε αδύναμα, σαν να μην πίστευε αυτό που άκουσε. Σαν να είχε ανάγκη να ακούσει ότι υπάρχει κάποιος που τον αγαπά. «Και συγγνώμη που έγινα η αιτία να πάρουν τον παππού. Ξέρω πόσα σήμαινε για 'σένα», απολογήθηκε.

Ακούμπησα το δάχτυλό μου στα χείλη του. «Σου είπα να μην το ξαναπείς ποτέ αυτό. Σε έψαχνα τόσο καιρό, Αλέξη. Και τώρα που σε βρήκα... Δεν μπορείς να καταλάβεις τι ανακούφιση νιώθω. Μου είχε λείψει ο μεγάλος μου αδερφός».

Ένας λυγμός ξέφυγε από τον λαιμό του. «Κι εμένα μου έλειψες, Νεφ. Πριν έρθεις ένιωθα μόνος. Ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω, στ' ορκίζομαι...» Προσπάθησα να αγνοήσω το νόημα που έκρυβαν τα τελευταία λόγια του, αν και, τώρα πια, το ήξερα. Ο Αλέξης δεν θα ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος μετά τον θάνατο τον γονιών μας.

«Ξέρω για τον Δράκοντα και τον Φοίνικα, Αλέξη», του εκμυστηρεύθηκα ψιθυριστά.

«Εκείνος στο είπε;», με ρώτησε στον ίδιο τόνο, αλλά χωρίς να κρύβει την έντασή του. Το βλέμμα του στράφηκε αγριεμένο στο μέρος του Μάνου, που είχε γείρει ελαφρά και μιλούσε με τον Μπόκα. «Θα τον σκοτώσω! Ξέρεις σε τι κίνδυνο σε έβαλε;»

«Σς, κινδύνευα ήδη από την αρχή, όπως όλοι σας. Το ότι ξέρω δύο ονόματα παραπάνω, δεν σημαίνει ότι κινδυνεύω περισσότερο. Ίσα ίσα, αν συμβεί κάτι, τουλάχιστον θα είμαι προετοιμασμενη», τον καθησύχασα.

Αναστέναξε, νεύοντας θετικά. «Έχεις δίκιο. Δεν μπορώ να σου κρύβω τα πάντα. Νόμιζα ότι έτσι θα σε κρατούσα σε απόσταση, ξέχασα, όμως, μικρή μου ντετέκτιβ, ότι εσύ τα βρίσκεις όλα στο τέλος», μου είπε παιχνιδιάρικα, θυμίζοντάς μου ένα παιχνίδι που παίζαμε μικροί. Εκείνος μου έκρυβε κάτι στο σπίτι, κι εγώ, κάνοντάς του μέχρι πέντε ερωτήσεις που δεν φανέρωναν ξεκάθαρα την τοποθεσία του θησαυρού, έπρεπε να το βρω. Πάντα κέρδιζα. Ίσως να με άφηνε, βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι.

«Έχω να σου πω κι εγώ κάτι», συνέχισε χαμηλώνοντας τον τόνο του. «Όμως δεν πρέπει να το πεις σε κανέναν».

«Τι είναι Αλέξη; Με τρομάζεις».

«Όχι, όχι μην φοβάσαι. Απλά υποσχέσου μου ότι δεν θα μιλήσεις, ό, τι και να γίνει».

Πήρα μια βαθιά ανάσα. Ανυπομονούσα να ακούσω τι ήθελε να μου πει. Έπρεπε να του έχω εμπιστοσύνη. Ούτως, ή άλλως, ήταν ο αδερφός μου. «Στο υπόσχομαι».

Ξεροκατάπιε. «Αποφάσισα... αποφάσισα να συνεργαστώ μαζί τους. Θα κάνω ό, τι μου πουν, για να πάρουμε πίσω τον παππού».

Χαμογέλασα πλατιά. Το εννοούσε πραγματικά;

Ωστόσο η χαρά μου δεν κράτησε για πολύ. Αντίκρισα φόβο στα μάτια του. Ο αδερφός μου δεν φαινόταν ικανοποιημένος με αυτήν του την απόφαση. Φαινόταν τρομοκρατημένος. Το βλέμμα του μετακινήθηκε διστακτικά προς όλα τα μέλη της παρέας του.

«Τι είναι; Τι σου ζήτησαν ως αντάλλαγμα; Σε απείλησαν;», τόλμησα να ρωτήσω, αν και φοβόμουν την απάντηση.

«Δεν μπορώ να σου πω εδώ, Νεφ. Πρέπει να είμαστε μόνοι μας. Δεν πρέπει να το μάθει κανείς από την παρέα μου. Αν... αν μάθει ο Φοίνικας τι είμαι διατεθειμένος να κάνω, είμαι νεκρός».

Ανατρίχιασα. «Εντάξει, εντάξει. Θα κανονίσουμε να βρεθούμε κάπου μόνοι μας. Πες μου, όμως, πώς θα το κάνεις μόνος σου; Είναι επικίνδυνο; Ίσως χρειαστεί να σε βοηθήσω κι εγ-»

«Μην το πεις», με πρόλαβε. «Θα τα καταφέρω, αλλά, αν θες να το κάνω, θα μου υποσχεθείς ότι θα μείνεις έξω από όλο αυτό!»

«Ακούς τι λες; Δεν μπορώ να σε αφήσω μόνο σου. Αυτή η υπόθεση αφορά κι εμένα».

«Αν θες να πάρουμε πίσω τον παππού, πρέπει να μου το υποσχεθείς».

«Όχι, αποκλείεται. Δεν υπάρχει περίπτωση. Θα είμαστε μαζί. Μαζί θα το κάνουμε. Δεν θα σε αφήσω να φύγεις ξανά».

«Δεν ακούς τι σου λέω; Αν δεν μου υποσχεθείς ότι θα μείνεις απ' έξω, δεν θα πάρουμε πίσω τον παππού. Δεν θα σε θυσιάσω, το εννοώ».

«Και τι θες; Να θυσιάσω εγώ εσένα;»

«Δεν είναι επικίνδυνο, σου είπα. Θα τα καταφέρω. Μην μου το κάνεις πιο δύσκολο. Υποσχέσου μου».

Ξεφύσησα. Σταύρωσα κρυφά το μεσαίο δάχτυλο του χεριού μου με τον δείκτη. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να του υποσχεθώ ότι θα τον άφηνα μόνο του. «Το υπόσχομαι».

«Πού θα πας τώρα; Κάτι άκουσα χθες για μία λέσχη που έχετε με τα παιδιά. Θα πας εκεί, ή θα μείνεις με τον Φοίβο και τη Μαντώ;», άλλαξα το θέμα.

Εκείνος γέλασε απαλά. «Δεν σου ξεφεύγει τίποτα εσένα, έτσι δεν είναι;», μου τσίμπησε στοργικά τη μύτη. «Δεν μπορώ να μείνω εδώ. Αφού μπορώ να περπατάω, θα πάω στη λέσχη μαζί με τα παιδιά».

«Ναι, αλλά έχετε κρεβάτια εκεί; Οινόπνευμα για τις πληγές σου; Γάζες;»

«Όλα τα έχουμε, μην ανησυχείς».

«Θα μπορώ, όμως να έρχομαι να σε βλέπω;», τον ρώτησα με αγωνία. «Θέλω να ξέρω ότι θα είσαι καλά».

Το πρόσωπό του χλόμιασε για λίγο. «Θα βρούμε τρόπο να με βλέπεις. Αλλά όχι εκεί. Δε θες να έρθεις εκεί μέσα, πίστεψέ με».

«Ανησυχώ για εσένα, Αλέξη», παραδέχτηκα. «Πού πήγες κι έμπλεξες; Τι σκοτεινός κόσμος είναι αυτός; Παντού υπάρχουν μυστικά και κίνδυνος. Αν θέλεις να είμαι ασφαλής, πρέπει να με προετοιμάσεις».

«Δεν υπάρχει κίνδυνος, προς το παρόν. Αλλά κράτα τις αποστάσεις σου, για το καλό σου».

Προτίμησα να μην το σχολιάσω. Όλο τα ίδια άκουγα. Γιατί δεν με δοκίμαζαν, να δουν αν θα άντεχα στον κόσμο τους;

«Μπορείς να μου πεις, τότε, γιατί σου επιτέθηκε ο Μπογδάνος; Μη μου το κρύψεις και αυτό. Κάποιο λόγο θα είχε».

Από την δύσκολη θέση του να απαντήσει, τον έβγαλε ο Φοίβος.

«Τι ψιθυρίζουν εκεί, τ' αδερφάκια;», ρώτησε εύθυμα.

Αναθεμάτισα από μέσα μου. Ο Μάνος πρέπει να κατάλαβε την απογοήτευσή μου, γιατί με κοίταξε και άφησε ένα απαλό γέλιο.

Εγώ του έριξα ένα εκνευρισμένο βλέμμα. Δεν μπορούσα να βλέπω κάποιον να καπνίζει σε κλειστό χώρο, και ιδιαίτερα μέσα σε ένα τόσο μικρό διαμέρισμα.

Προς μεγάλη μου έκπληξη, αντιλήφθηκε αμέσως τι ήθελα να του πω. Στριφογύρισε τις κόρες των ματιών του και, χαμογελώντας στραβά, βγήκε έξω στο μπαλκόνι να συνεχίσει το κάπνισμα. Ο Μπόκα τον ακολούθησε, ανάβοντας κι εκείνος ένα τσιγάρο.

Από όλη την παρέα, σκέφτηκα, ο νεαρός Αφρικανός με τις μακριές τζίβες πρέπει να ήταν ο μοναδικός με τον οποίο ο Μάνος θα μπορούσε να έχει φιλικές σχέσεις. Ήταν κι εκείνος ψηλός, σοβαρός και αγέρωχος, και δεν φαίνεται να απολάμβανε ιδιαίτερα την κουβέντα με τους υπόλοιπους, όπως άλλωστε και ο κρητικός.

«Τη δουλειά σου, εσύ, ξανθούλη!», τον επέπληξε ο αδερφός μου με ανάλαφρη διάθεση, αν και ήξερα ότι από μέσα του ευχαριστούσε που δεν αναγκάστηκε να μου αποκαλύψει ακόμη ένα από τα σκοτεινά μυστικά του.

Έμεινα να τους παρατηρώ αμίλητη, για αρκετή ώρα. Έδειχναν όλοι τους πραγματικά δεμένοι, με τον Φοίβο να είναι ο συνδετικός κρίκος, η ψυχή της παρέας. Αναρωτήθηκα τι σκοτάδι έκρυβε κι εκείνος πίσω από τα πλατιά χαμόγελα που χάριζε απλόχερα σε όλους. Η Μαντώ καθόταν άνετα στην αγκαλιά του, γελώντας με όλα τα πονηρά του αστεία, όπως, άλλωστε, και η υπόλοιπη παρέα. Ο Νταν, ο αδερφός του Μπόκα με το ξυρισμένο κεφάλι, έδειχνε αρκετά πιο χαλαρός από την προηγούμενη φορά που τον είδα, αν και κάποιες κινήσεις του ήταν σφιγμένες. Σαν να φοβόταν να αφεθεί αρκετά. Σαν να φοβόταν ότι, με αυτόν τον τρόπο, θα αποκάλυπτε άθελά του ένα κομμάτι του εαυτού του που πάλευε να κρατήσει κρυφό από τους φίλους του. Πάντως, οφείλω να ομολογήσω ότι χαμογελούσε πολύ περισσότερο από τον αδερφό του. Ο Στέφανος, από την άλλη, έμοιαζε σαν τη μύγα μες στο γάλα. Με τα στρογγυλά γυαλιά του και το καλοσιδερωμένο του πουκάμισο, το συνεχώς κατεβασμένο βλέμμα του, που, όμως, δεν έμοιαζε να του ξεφεύγει τίποτα. Αυτός ήταν ο πιο κλειστός, ο πιο παράταιρος από όλους. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι έκανε μαζί τους. Τι ακριβώς έκρυβε.

«Πώς γνωριστήκατε;», ρώτησα με περιέργεια. Ίσως κατάφερνα να τους αποσπάσω έτσι κάποιες πληροφορίες.

Ο Φοίβος ήταν ο πρώτος που πήρε τον λόγο. Μου χαμογέλασε φανερώνοντας μια αστραφτερή οδοντοστοιχία και, πραγματικά, μου φάνηκε ενθουσιασμένος που θα αφηγούνταν αυτή την ιστορία. Από την πρώτη μέρα προσπαθούσα να καταλάβω τι μου θύμιζε το πρόσωπό του. Απέπνεε τον αέρα που ταίριαζε σε ηθοποιό του Χόλιγουντ. Μόλις, όμως, μου χαμογέλασε και οι κατάξανθες μπούκλες του αναπήδησαν πάνω από την κόκκινη μπαντάνα που φορούσε, αμέσως μου ήρθε στο μυαλό μία νεότερη έκδοση του Ντικάπριο σε συνδυασμό με εκείνον τον νεαρό που πρωταγωνιστούσε στη Γαλάζια Λίμνη.

«Όταν ήρθε ο αδερφός σου στην Αθήνα, εγώ με τα παιδιά είχαμε ήδη τον κύκλο μας. Γνωριζόμασταν από διάφορα κλαμπ και λέσχες...»

«Μίλα ελεύθερα», τον προέτρεψε ο Αλέξης, «ξέρει για τον Φοίνικα». Ώστε άνηκε και εκείνος σε αυτή την ένωση.

Ο ξανθός κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, αν και έδειξε ξαφνιασμένος. «Ο πατέρας μου είχε πάρει τον Μπόκα στη δούλεψή του για τους αγώνες που σου είπε η Μαντώ. Τον βρήκε σε έναν δρόμο της Αθήνας μαζί με τον αδερφό του, σε άθλια κατάσταση, παρεμπιπτόντως, και του έκλεισε μια καλή συμφωνία, αν δεχόταν να προπονηθεί μαζί του. Έτσι ξεκινήσαμε να κάνουμε παρέα οι τρεις μας», μου εξήγησε. «Εγώ με τον Νταν, κυρίως, βασικά, αφού ο αδερφός του είχε καθημερινά προπόνηση. Βλέπεις, ο Νταν από εδώ, μας βγήκε πιο χαριτωμένος». Έκλεισε το μάτι πονηρά, κάνοντας τους υπόλοιπους να γελάσουν.

«Μη λες μαλακίες, ξανθούλη», είπε ο νεαρός Αφρικανός με παχιά προφορά, χαριτολογώντας, αλλά είδα ότι κοίταξε κάτω, κρύβοντας κάπως αμήχανα το βλέμμα του. Αν ίσχυε αυτό που υποψιαζόμουν, τίποτα στο παρουσιαστικό του δεν το πρόδιδε.

«Είχαν μόλις βγει από την φυλακή», συνέχισε πιο σοβαρά ο Φοίβος. «Δεν είχαν κάνει κανένα σοβαρό έγκλημα, αλλά δεν χαρίζονται εύκολα στους μαύρους», συμπλήρωσε πικραμένα. «Μην τους ρωτήσεις, όμως, γιατί δεν γύρισαν πίσω στην Νιγηρία. Ούτε να το σκέφτονται δεν θέλουν. Η κατάσταση εκεί είναι δυο φορές χειρότερη».

Γύρισα να κοιτάξω τον Νταν, ο οποίος μου το επιβεβαίωσε με ένα νεύμα.

«Τη Μαντώ την γνώρισα την ίδια περίοδο», γύρισε και κοίταξε την κοκκινομάλλα κοπέλα του τρυφερά. «Την είδα να χορεύει σε ένα κλαμπ και μπουμ! Την ερωτεύτηκα», παραδέχτηκε δίνοντάς της ένα φιλί.

«Δεν μπορείς να διανοηθείς πώς έκανε, όταν την έβλεπε. Κολλούσαμε από τα μέλια», είπε ο Νταν με προσποιητή αηδία, που με έκανε να γελάσω.

«Ο Μάνος ήρθε λίγο αργότερα».

Ανακάθισα καλύτερα στη θέση μου.

«Μιλούσε πιο σπάνια και από τις πέτρες και, όταν το έκανε, κανείς δεν καταλάβαινε τι έλεγε. Ευτυχώς προσαρμόστηκε σιγά σιγά. Δεν έχω δει άλλον σαν αυτόν. Εγώ, έτσι που μας κοιτούσε, νόμιζα ότι θα μας έριχνε καμιά ξεκάρφωτη απλά και μόνο επειδή τον ενοχλούσε η παρουσία μας. Εκείνος ήταν που ζήτησε πρώτος δουλειά στον πατέρα μου. Τουλάχιστον μας είναι χρήσιμος στους καβγάδες». Ο Φοίβος γέλασε, σαν να θυμήθηκε κάτι.

Είδα τον αδερφό μου να τσιτώνεται, ακούγοντας για τον Μάνο. Έτριψε ενστικτωδώς τη μύτη του, σαν να τον ενοχλούσε κάτι. Σαν να προσπαθούσε να διώξει μια κακή ανάμνηση.

«Ο αδερφός σου, με το που έφτασε, έγινε φήμη στον υπόκοσμο. Εγώ τον πλησίασα στην αρχή και του μίλησα για τον Φοίνικα. Αν ερχόταν μαζί μας, θα είχε ένα σπίτι για να κοιμάται και σίγουρα λεφτά. Φαινόταν ότι τα χρειαζόταν». Χτύπησε φιλικά το γόνατο του αδερφού μου.

Δεν ξέρω αν το έκανε εσκεμμένα, αλλά ουσιαστικά μου είχε αποκρύψει κάθε ενδιαφέρον στοιχείο της ιστορίας.

Ο Φοίβος φαινόταν έτοιμος να συνεχίσει, όταν τον διέκοψε μια πολύ γνωστή βραχνή φωνή.

«Πριγκιπέσσα, εγώ φεύγω», ανακοίνωσε, κάνοντας όλους να ανοίξουν διάπλατα τα μάτια τους, μόλις συνειδητοποίησαν ότι αναφερόταν σε εμένα. «Στείλε μου μήνυμα, όταν θέλεις να σε πάρω».

Έγνεψα καταφατικά.

Ο Αλέξης με κοίταξε, σμίγοντας τα αυστηρά φρύδια του. Διάβασα τα χείλη του. «Πριγκιπέσσα;»

Το ξέρω, αυτό το κεφάλαιο δεν είχε σημαντικές εξελίξεις. Στο επόμενο, όμως, υπόσχομαι περισσότερη δράση και μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα... συνάντηση. Τουλάχιστον μάθαμε ότι ο Άλεξ δέχτηκε να κάνει ό, τι του πουν, για να απελευθερώσουν τον παππού. Θα θέλατε να δούμε και τι κάνει ο παππούς όλον αυτόν τον καιρό; Περιμένω απάντηση! Καλή συνέχεια...

Continue Reading

You'll Also Like

766K 33.5K 55
Απόσπασμα: Σου έλειψα;» Ειπε διακόπτοντας την ησυχία «Τι;» Ρώτησα μπερδεμένη «Με άκουσες γατακι» ειπε παιχνιδιάρικα «Εγω σου έλειψα;» Αντιστρεψα τ...
393K 2.2K 10
©️Do not copy my story Αυτοτελής Ιστορίες ερωτικού περιεχομένου! Αυστηρά 18+ αλλιώς διαβάζεται με δίκη σας αποκλειστική ευθύνη! Καλο διάβασμα Hazel...
72.6K 2.6K 30
Ένας Ιταλός αρχιμαφιόζος...... Μια Ισπανίδα..... Μια συνάντηση μεταξύ τους δεν θα βγει όπως την σχεδίαζαν.... Αλλά τα πράγματα δεν τελειώνουν εκεί...
355K 16.7K 100
"ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΕ ΞΑΝΑΔΏ ΜΠΡΟΣΤΆ ΜΟΥ" μου φωνάζει καθώς πιάνει ένα βάζο και το ρίχνει στο πάτωμα. Χιλιάδες γυαλιά εκτοξεύονται στο πάτωμα ενώ μερικά στ...