Ριγκολέτο (#ιστορικό2020)

By Marypap04

1.3K 177 176

Αυτή είναι μια μικρή διασκευή της ομώνυμης όπερας του Τζουζέπε Βέρντι ("Rigoletto"). Το Δουκάτο της Μάντουας... More

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ'
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η'
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ'
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι'
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ'
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ'
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ'
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ'
Επίλογος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ'

85 11 11
By Marypap04

Η Τζίλντα, στην κάμαρά της, τυλιγμένη στο κρεβάτι της, ξαγρυπνούσε κοιτώντας έξω από το παράθυρο, το ένα μοναδικό παράθυρο στο πίσω μέρος του σπιτιού, το οποίο τύχαινε να βρίσκεται στο δωμάτιό της. Έσφιγγε αφηρημένα στην αγκαλιά της το μαξιλάρι της, ακουμπώντας το ξανθό κεφαλάκι της στο περβάζι του παραθύρου.
Τόσες σκέψεις μπλέκονταν σαν κουβάρι στο μυαλό της. Ο πατέρας της, που τον αγαπούσε κι ήξερε ότι την αγαπούσε κι αυτός, όμως ένα μυστήριο κάλυπτε τη μορφή του κι αυτό την αναστάτωνε. Οι υποψίες του, η επιμονή του να την κρατάει κλεισμένη στο σπίτι, τόσα πράγματα που δεν καταλάβαινε. Κοίταξε όλο ελπίδα στον ουρανό, που είχε ηρεμήσει πια, και τα σύννεφα του είχαν χαθεί και τ' άστρα του είχαν προβάλλει. Μπορεί να ήταν θαμπά, αλλά ήταν εκεί.
"Μανούλα, ένα άστρο είσαι κι εσύ" ψιθύρισε η Τζίλντα με ευλάβεια. "Με βλέπεις. Πες μου, τι να κάνω;"

Ένιωσε ένα φως να τη χτυπάει στο πρόσωπο και γύρισε απότομα. Στην πόρτα στεκόταν η Τζοβάνα με ένα κερί. Την πλησίασε και κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι, καθώς η Τζίλντα χωνόταν βιαστικά κάτω από τα σκεπάσματα.
"Κοιμάμαι, Τζοβάνα" παραπονέθηκε ήσυχα η Τζίλντα. Η Τζοβάνα της χάιδεψε τα μαλλιά γνέφοντας αρνητικά.
"Όχι, δεν κοιμάσαι" είπε χαμηλόφωνα. "Ήσουν ξύπνια τόση ώρα και κοίταζες έξω. Τι είναι;"
Η Τζίλντα αναστέναξε αλλά δεν απάντησε. Η Τζοβάνα κοίταξε σιωπηλή έξω από το μισάνοιχτο παράθυρο.
"Λες να κάναμε λάθος, Τζοβάνα;" ρώτησε η κοπέλα σαν να μιλούσε στον εαυτό της.
"Λάθος;" απόρησε η Τζοβάνα. "Τι εννοείς;"
Η Τζίλντα ανασηκώθηκε.
"Όταν ο πατέρας μας ρώτησε για την εκκλησία, δεν του είπαμε την αλήθεια. Πως μας ακολουθούσε εκείνος ο νέος..."

Ο Δούκας, που τώρα είχε μετακομίσει κάτω από το παράθυρο της Τζίλντα, το άκουσε κι αμέσως έστησε αυτί.

Η Τζοβάνα στο μεταξύ σκέφτηκε, γεμίζοντας φόβο, ότι αν ο Ριγκολέτο το μάθαινε αυτό, μπορεί και να το πλήρωνε η ίδια με τη ζωή της. Κανείς δεν ήξερε τι θα μπορούσε να κάνει μέσα στο θυμό του.
"Είναι καλύτερα που δεν του το είπαμε" έκανε η Τζοβάνα. "Τον βλέπεις πώς είναι. Κάθε μέρα και μια καινούργια υποψία. Αν το ήξερε δε θα σε ξανάφηνε να βγεις ούτε για να πας στην εκκλησία. Θα σε κλείδωνε εδώ μέσα, άκου με που σου λέω..."
"Το ξέρω" αποκρίθηκε η Τζίλντα.
"Και στο κάτω κάτω δεν πιστεύω να μην σου άρεσε εκείνος"
Ο Δούκας πλέον κρεμόταν από τα χείλη της. Η Τζίλντα χαμογέλασε ονειροπόλα.
"Μα μου άρεσε" είπε. "Ήταν πολύ όμορφος και φαινόταν τόσο ευγενικός. Ένας πραγματικός κύριος"
Ο Δούκας ένιωσε την καρδιά του να φτερουγίζει. Μόνη του έγνοια εκείνη τη στιγμή ήταν η εικόνα της Τζίλντα που την έλουζε το χλωμό φως του ουρανού. Έπρεπε, έπρεπε να την κάνει δική του.
"Θα μπορούσα να τον αγαπήσω" έκανε η Τζίλντα. "Θα τον αγαπούσα, όχι όμως αν ήταν κανένας ευγενής ή πρίγκιπας. Αν ήταν φτωχός, τότε ναι. Στον ύπνο μου και στον ξύπνιο μου θα του φώναζα: Σε α..."

"Σε αγαπώ!" ψιθύρισε έντονα ο Δούκας, που μπήκε από το παράθυρο κι έπεσε στα γόνατα μπροστά της. Η Τζίλντα τινάχτηκε όρθια τρομαγμένη, το ίδιο και η Τζοβάνα δίπλα της.
"Εσύ;" ρώτησε η κοπέλα ξαφνιασμένη.
"Ναι! Εγώ!" απάντησε ο Δούκας με πάθος. Πήρε τα χέρια της στα δικά του. "Πες μου! Πες μου ότι με αγαπάς και μπροστά μου θα ανοίξει ένας ουρανός ευτυχίας!"
Η Τζίλντα τα είχε ολότελα χαμένα. Κοιτούσε τη Τζοβάνα μην ξέροντας πώς να αντιδράσει.
"Τζοβάνα..."
"Ο πατέρας σου!" ψιθύρισε η Τζοβάνα, μισάνοιξε την πόρτα και κοίταξε προς το δωμάτιο του Ριγκολέτο. Ο γελωτοποιός, με την πλάτη γυρισμένη, κοιμόταν βαθιά.
"Αγάπη μου!" είπε ο Δούκας. "Απάντησέ μου! Πες αυτό που πήγαινες να πεις..."
"Θεέ μου, πώς; Πώς ήρθες εδώ σ' εμένα;" είπε η Τζίλντα.
"Με έναν άγγελο ή δαίμονα, ποιος νοιάζεται; Σ' αγαπάω!"

Σηκώθηκε όρθιος. Δυο βήματά του και η Τζίλντα βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο. Τα χέρια του απλώθηκαν, χάιδεψαν το πρόσωπό της κι αυτή ένιωσε την μικρή της καρδιά να τρέμει. Τα χείλη του πλησίασαν τα δικά της.... Όχι, αυτό ήταν λάθος. Ο πατέρας....
"Σε παρακαλώ, φύγε" είπε αδύναμα η Τζίλντα. "Άσε με"
"Να σ' αφήσω;" ρώτησε ο Δούκας. "Τώρα; Τώρα που είμαστε τόσο κοντά ο ένας στον άλλον επιτέλους; Όχι! Είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον, το ξέρω! Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη από την αγάπη! Όλα τ' άλλα, η δόξα και η φήμη, η εξουσία, οι θρόνοι, είναι πράγματα εύθραυστα, αλλά η αγάπη είναι αγαθό του Θεού και ποτέ δεν χάνεται! Κι η αγάπη μιλάει αυτή τη στιγμή στην καρδιά μου! Αν με αγαπούσες, άγγελέ μου, όλος ο κόσμος δεν θα είχε πιο ευτυχισμένο άνθρωπο!"

Η ανάσα της κοπέλας είχε κοπεί. Αυτά ήταν τα λόγια που ονειρευόταν τα βράδια, στον ύπνο της, να ακούσει. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει την ευτυχία της που το όνειρό της το ζούσε. Ήθελε να παραδοθεί χωρίς αντίσταση στην αγκαλιά του, να ακούσει την καρδιά του να χτυπά πλάι στη δική της. Τον κοίταξε μέσα στα υπέροχα πράσινα μάτια του. Αυτός, αυτός ήταν ο όμορφος αγαπημένος της που είχε δει στη φαντασία της!

Καημένη Τζίλντα...

"Μ' αγαπάς" της είπε ο Δούκας. "Πες το μου ξανά!"
"Ναι, σ' αγαπώ" του απάντησε η Τζίλντα. "Ποιος είσαι όμως; Ποιο είναι το όνομά σου; Επιτρέπεται να το ξέρω;"
Ο Δούκας σάστισε. Δεν μπορούσε να πει το κανονικό του όνομα. Η αγάπη του δεν θα τον δεχόταν αν ήξερε πως είναι πλούσιος. Πίεσε τον εαυτό του να σκεφτεί, έστυψε το μυαλό του. Το βρήκε!
"Με λένε Γκουαλτιέρ Μαλντέ" είπε. "Δεν είμαι παρά ένας φτωχός φοιτητής"

Ήταν φτωχός. Τι ευτυχία! Η Τζίλντα τον άφησε να τυλίξει γύρω της τα μπράτσα του, αλλά καθώς εκείνος έκανε να τη φιλήσει, η Τζοβάνα μπήκε στη μέση και τους χώρισε.
"Τζίλντα, πρέπει να φύγει" είπε στην κοπέλα δείχνοντας τον Δούκα. "Θα σας ακούσει ο πατέρας σου!"

Αν τον έπιανα στα χέρια μου, σκέφτηκε ο Δούκας.

"Πήγαινε, γρήγορα" είπε η Τζίλντα βιαστικά. "Θα σε δει"
"Δεν θα φύγω αν δεν μου ξαναπείς πως μ' αγαπάς" αρνήθηκε ο Δούκας.
"Σ' αγαπάω πολύ" αποκρίθηκε η Τζίλντα. "Θα ξανάρθεις;" ρώτησε έπειτα με λαχτάρα.
"Ναι, ναι, θα ξανάρθω" είπε ο Δούκας και της γέμισε φιλιά τα δύο της χέρια. "Μ' έκανες τόσο ευτυχισμένο!"
Η Τζοβάνα τους διέκοψε πάλι βιαστικά.
"Έλα από εδώ, από την πόρτα του κήπου!" είπε στον Δούκα καθώς τον συνόδευε έξω.
"Αντίο, αγαπημένη" ψιθύρισε αυτός στη Τζίλντα.
"Αντίο"

Κι ενώ εκείνος έφευγε κρυφά μέσα στη νύχτα, εκείνη έπεφτε στο κρεβάτι της και κοιμόταν νιώθοντας ακόμη το τρυφερό άγγιγμα του Γκουαλτιέρ της, με τις σκέψεις της να ταξιδεύουν στο φιλί που παραλίγο να της δώσει...
"Αγάπη μου..." μουρμούρισε καθώς ο ύπνος βάραινε τα βλέφαρά της και την έπαιρνε μαζί του....

Continue Reading

You'll Also Like

138K 11.2K 55
Η Νόρα ταξιδεύει στο μαγικό νησί της Σύρου έχοντας μια πληγή στη καρδιά, τον Μάνο. Ένα ταξίδι που ξεκινάει σαν μια οικογενειακή επανένωση, σύντομα θα...
933K 99.5K 94
Highest Rank:#1 in Teen Fiction. Winner of the #READINT2017 Νο 107:Life is better when you are drunk.??? **************************************...
233K 10.9K 48
> είπα με την γλυκιά μου φωνή > Πλέον ένιωθα την αναπνοή του στα χείλη μου. > #03 in #love out of 9,93K 22/12/2019 #07 in #έρωτας out of 3,71K 14/09...
8.1K 613 45
Οκτώβριος 1940:Η Δήμητρα γνωρίζεται εδώ και λίγους μήνες με τον Μάριο,αφού είναι φίλη με την αδερφή του,την Χριστίνα αλλά και εκείνος φίλος του αδελ...