Μην μιλάς

By paolafotia

540K 39.6K 6.2K

"Γιατί μου ανήκεις" More

Στο άγνωστο.
Πρώτα άκουσε τον θόρυβο
Εκείνος
ψυχολογώντας το θήραμα
Ψάχνοντας την αδυναμία
Απο τον δύσκολο δρόμο
πως σπάει ένα παιχνίδι?
όταν είπε το όνομα του
όταν της έκλεισε το στόμα
Λίγο πριν αρχίσουν τα όνειρα
Στην απουσία του η πρώτη γνωριμία
Η διπλή επιστροφή
Θα την σκοτώσω..το νιώθω
όλα πάγος
Το ζευγάρωμα
η εξημέρωση
μέσα της
Πώς λιώνει ο πάγος?
Φως και σκοτάδι
Κάτω απο το φως του φεγγαριού
Το πρώτο χιόνι
Η νιφάδα
Στο τέλος να το σπάσεις
Όλα γκρι
Αυτό δεν ήθελες?
Χωρίς κανόνες
Αυτό που θέλεις
Λίγο πριν το τέλος
Η επιστροφή της Χαράς
Το πρώτο φιλί
Η αλήθεια της
Εκείνο το βράδυ
Η δική του αλήθεια
Ξύπνα Χαρά
Ποιός φταίει?
Τα χέρια τους
Τα ξύλινα ελάφια
Η ελπίδα
Το χρώμα της αγάπης
οι αναλφάβητοι του έρωτα
Όταν μιλάνε τα κορμιά
Ο δισταγμός της
Η απόφαση
Η ζήλια
Στάσου
κάθε TΕΛΟΣ, μια ΑΡΧΗ

Κάτι για να ελπίζω

10.2K 849 202
By paolafotia

Ένα μήνα μετά

Ένα μήνα μετά και δεν έκανε κάποια κίνηση η Χαρά να του μιλήσει για εκείνο το σ'αγαπάω που της είπε στο μοναδικό ραντεβού που βγήκαν. Η ζωή στο σπίτι της ευτυχίας συνεχίστηκε κανονικά, αυτός περνούσε ώρες στην φάρμα επιβλέποντας τις εργασίες για το όμιλο και τα απογεύματα ως αργά το βράδυ ήταν στο σπίτι με τα παιδιά ..και μαζί της.

Την παρατηρούσε ανέκφραστος να τον αποφεύγει, να αλλάζει δωμάτιο όταν ήταν στο ίδιο χώρο, να σκύβει το κεφάλι αμήχανα κάθε φορά που ένιωθε το βλέμμα του πάνω της. Όσες φορές αποφάσισε να της μιλήσει ξανά, άλλες τόσες το μετάνιωσε. Αν το θέμα της ήταν οτι ήθελε χρόνο, θα της τον έδινε. Απλά να θέλει χρόνο..αυτό να είναι όλο το πρόβλημα..χρόνο όμως για ποιό πράγμα? Δεν ήταν σίγουρη για τα αισθήματα της?

Έπαιρνε τον Άρχοντα και πηγαίναν μεγάλες βόλτες στο δάσος..στην κοιλάδα.. και κάθε φορά οδηγούσε το άλογο του στο σημείο της κοιλάδας που είχαν σμίξει. Ξάπλωνε στο χώμα και κοιτούσε τον ουρανό. Τα σύννεφα είχαν πάντα την μορφή της. Γιατί δεν κάνει κάποια κίνηση? Κάτι να του πει..κάτι να του δείξει πως δεν είναι μόνος σε αυτό..οι ίδιες σκέψεις πάντα βασάνιζαν το μυαλό του.

Της συμπεριφερόταν με ευγένεια, πάντα έτρεχε πρώτος σε οτι εκείνη χρειαζόταν, αλλά την ένιωθε απόμακρη..εκείνη γλιστρούσε πάντα με κάποιον τρόπο απο δίπλα του..και αυτός πάντα αποζητούσε να είναι λίγο ακόμα μαζί της..λίγο ακόμα να την δει, λίγο ακόμα να νιώσει το κορμί της εκατοστά μακριά απο το δικό του.

Μερικές μέρες πριν ήρθε στο σπίτι της ευτυχίας και η μητέρα του. Είχε το γνωστό αυταρχικό ύφος της..όλοι της χρωστούσαν, όλοι έκαναν λάθος εκτός απο εκείνη, ακόμα και για το γεγονός οτι τον απέκλεισε απο όλους στην φυλακή και αυτό ισχυρίστηκε οτι το έκανε για το δικό του καλό. Δεν είχε διάθεση ούτε να μαλώσει μαζί της. Δεν άξιζε τον κόπο. Δεν άξιζε τον κόπο για τίποτα αυτή η γυναίκα, όσο ήταν αμετανόητη. Θα έφευγε χωρίς να μαλώσουν αν την στιγμή που έφευγε δεν έμπαινε στον ίδιο χώρο η Χαρά.

Τα μάτια της γέμισαν απέχθεια, την κοίταξε με αηδία απο πάνω ως κάτω και η Χαρά έμεινε ακίνητη. Κοίταξε τον Αντρέα κι εκείνος με την ματιά του την καθησύχασε. Δεν είχε τίποτα να φοβάται.

"Την πουτάνα γιατί την έχεις εδώ?" του είπε και αν δεν ήταν μάνα του..

Δεν γύρισε να δει την αντίδραση της Χαράς.

"Μην μιλάς έτσι για εκείνη" της είπε μέσα απο τα δόντια του.

Πήγε η μητέρα του να την πλησιάσει αλλά της έπιασε δυνατά τον καρπό.

"Η θέση της είναι εδώ. Μαζί μου" της είπε καθώς την έβγαλε έξω απο το σπίτι.

Όταν επέστρεψε την αναζήτησε, ήταν πίσω απο το σπίτι στην αυλή και κοιτούσε τα παιδιά που παίζουν. Ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της.

"Την έδιωξα.." της είπε σχεδόν απολογητικά. Αλλά η Χαρά για ακόμη μια φορά δεν του μίλησε.

Την πλησίασε και έκατσε δίπλα της.

"Το εννοούσα αυτό που της είπα. Η θέση σου είναι εδώ" της είπε σχεδόν αινιγματικά καθώς καθόντουσαν πλάι πλάι.

Τίποτα όμως πάλι δεν του είπε.

Ο Αντρέας ένιωσε απελπισμένος. Την ήθελε όσο τίποτα. Αλλά το ένιωθε πως αν την άγγιζε εκείνη θα έτρεχε μακριά του. Τι άλλο να έκανε για να της αποδείξει οτι εκείνος ..εκείνος είναι δικός της?

Μέρες μετά βοήθησε να μεταφέρουν κάποια πράγματα στο σπίτι της. Αυτός και ο Μανώλης . Εκείνη τους έδωσε το κλειδί και είπε πως είχε δουλειές , πως δεν γινόταν να έρθει μαζί τους. Μπήκαν μέσα και το πρώτο πράγμα που πρόσεξε στο σπίτι της ήταν το τζάκι. Δεν υπήρχε πια το ξύλινο ελάφι. Ένιωσε να χάνει την γη κάτω απο τα πόδια του. Πιο ξεκάθαρη απάντηση δεν μπορούσε να πάρει. Εκείνη τον διέγραψε. Δεν ήθελε τίποτα απο εκείνον.

Στην διαδρομή για το σπίτι ο Μανώλης τον ρώτησε αν είναι καλά. Ήταν σιωπηλός και πίεζε το τιμόνι στα χέρια του.

"Αν μου επιτρέπεις Αντρέα..κι εσύ αγόρι μου..της έκανες πολλά..μπορεί και να φοβάται..δεν ήταν ποτέ φυσιολογική η σχέση σας" του λέει διστακτικά καθώς ο Αντρέας ποτέ δεν του έδωσε το δικαίωμα να μιλήσουν για τα προσωπικά του.

Δεν του απάντησε. Αλλά το σκεφτόταν για ώρα αυτό που του είπε ο Μανώλης..να είναι ο φόβος αυτό που την κρατά? ένα χρόνο πριν..την άφησε να πεθάνει..γι αυτόν είναι ένα κακό όνειρο..δεν θέλει να το σκέφτεται..αλλά εκείνη..εκείνη ίσως να το σκέφτεται.

Σαν άφησε τον Μανώλη σπίτι, μπήκε στο αυτοκίνητο πάλι και γύρισε σπίτι της. Είχε τα κλειδιά και εκείνη έλειπε. Μπήκε μέσα. Στην αρχή δεν ήξερε τι θέλει. Αλλά μετά καθώς κοιτούσε το σπίτι γύρω γύρω εξονυχιστικά, κατάλαβε την κίνηση του. Πού είχε βάλει το αρσενικό ελάφι?

Τελευταία μπήκε στο δωμάτιο της. Τα παράθυρα ήταν κλειστά. Μύριζε το άρωμα της. Διέσχισε το δωμάτιο και άνοιξε τα παράθυρα. Καθώς το φώς έλουσε το δωμάτιο, έβγαλε μια αργή ανάσα ανακούφισης.

Όλα θα πήγαιναν καλά. Ο Μανώλης είχε δίκιο. Εκείνη φοβάται. Αλλά θα της απεδείκνυε πως δεν πρέπει να φοβάται εκείνον πλέον.

Στάθηκε μπροστά απο το μικρό κομοδίνο που ήταν πλάι στο κρεβάτι της. Πάνω στο κομοδίνο ήταν το αρσενικό ελάφι.



Ήταν νωρίς το απόγευμα όταν ένιωσε κουρασμένος πολύ. Αποχαιρέτησε τα παιδιά και πήγε στην Χαρά .

"Φεύγω Χαρά..να σου δώσω τα κλειδιά του σπιτιού σου.."

Η Χαρά τον κοιτάει αμίλητη. Δεν του έχει πει κάτι, δεν έχει κάνει κάποια κίνηση, δεν ξέρει τι να σκεφτεί. Ή μάλλον ξέρει τι πρέπει να σταματήσει να σκέφτεται. Δεν ξέρει που βαδίζει μαζί του. Νιώθει πολλά για εκείνον και όλα μπερδεμένα.

Παρ'όλαυτα ..όταν του ζήτησε να μεταφέρει τα πράγματα σπίτι της..ήλπιζε ο Αντρέας να δεχτεί..το προηγούμενο βράδυ άλλαξε θέση στο αρσενικό ελάφι. Το έβαλε πλάι απο το κρεβάτι της. Ήθελε να του δείξει με αυτό τον τρόπο..οτι και αυτή..και αυτή ένιωθε τόσα πολλά για εκείνον..απλά δεν ήταν έτοιμη να τον αφήσει να την πλησιάσει. Ακόμη και όταν την υπερασπίστηκε μπροστά στην μητέρα του. Ακόμη και όταν τον άκουσε να λέει πως η θέση της ήταν μαζί του..

Φοβάται πως εκείνος μια μέρα ..ίσως..αν το μετάνιωνε..αν σαν ζευγάρι μάλωναν και εκείνος..όλα μπερδεμένα. Εκτός απο ένα. Η Χαρά είναι παράφορα ερωτευμένη μαζί του. Τόσο πολύ που τα βράδια δεν κοιμάται.

Όπως εκείνο το βράδυ. Ο ήλιος δεν είχε ακόμη βασιλέψει όταν ξεκίνησε απο το σπίτι της να περπατάει. Ένιωσε την επιθυμία να επιστρέψει. Στο μέρος που φοβόταν. Να αντικρύσει τον φόβο της.

Όταν ο ουρανός όλος βάφτηκε κόκκινος είχε ήδη μπει στο δάσος.

Τα τελευταία μέτρα τα έκανε με πιο αργά βήματα.

Σε λίγο θα έβλεπε μπροστά της την λίμνη.

Η λίμνη..λίγες αχτίδες την φώτιζαν..δεν ήταν τόσο σκοτεινή και παγωμένη όσο την θυμόταν. Έβγαλε τα παπούτσια της και βούτηξε τα πόδια μέσα στο νερό. Ασυναίσθητα προχώρησε και άλλο μέσα..μάζεψε το φόρεμα της ψηλά..προχώρησε και άλλο. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Ασυναίσθητα άφησε το φόρεμα απο τα χέρια της και εκείνο μουσκεύτηκε στην στιγμή.



Ο Αντρέας ήταν κουρασμένος όταν γύρισε στο σπίτι. Το μόνο που ήθελε είναι να κλείσει τα μάτια του. Αλλά γρήγορα η μνήμη της γυμνής μορφής της τον έκανε να νιώθει ένταση. Ξεφύσηξε και σηκώθηκε. Φόρεσε τα παπούτσια του και βγήκε έξω . Ίσως αν περπατούσε..το κορμί του να ηρεμούσε..εδώ και ένα χρόνο δεν είχε αγγίξει γυναίκα..κάποιες μέρες το αίσθημα ήταν ανυπόφορο..θα μπορούσε να επιστρέψει στις παλιές συνήθειες του..ένα βράδυ μπορούσε να πάει στην πόλη..στην σουίτα με συντροφιά..ίσα για να ηρεμήσει..αλλά δεν το έκανε. Ήθελε εκείνη. Της άνηκε. Ψυχή και σώμα.

Περπατούσε γρήγορα μέσα στο βάθος..πολλές φορές γινόταν αυτό..να σηκωθεί απο το κρεβάτι και να πάει για περπάτημα..να διώξει την ένταση..

Ο ήλιος ήταν έτοιμος να βασιλέψει όταν τα βήματα του τον έφεραν κοντά στην λίμνη. Στην αρχή νόμισε πως ήταν οφθαλμαπάτη. Πως επειδή την σκεφτόταν τόσο έντονα την έβλεπε μπροστά του. Στάθηκε ακίνητος. Ήταν η Χαρά.

Ήταν η Χαρά και καθόταν στην μέση της λίμνης ακίνητη.

Έσφιξε τις γροθιές του. Ίσως και απο θυμό.

Ξέρει εκείνη γιατί είναι εκεί. Ξέρει τι σκέφτεται. Ξέρει τι φοβάται..μόνο αυτό λοιπόν έχει κρατήσει απο εκείνον? δεν βλέπει εκείνη πόσο έχει αλλάξει? πόσο προσπαθεί να την πλησιάσει? πόσο την θέλει? πόσο την αγαπάει? τι άλλο να κάνει για να πειστεί?

"ΧΑΡΑ!" της φωνάζει και καταλαβαίνει πως η χροιά της φωνής του χρωματίστηκε απο το θυμό των σκέψεων του.

Η Χαρά ανοίγει τα μάτια της απο έκπληξη. Άκουσε την φωνή του?

Γύρισε προς το μέρος του.

"Αντρέα.." ψέλλισε έκπληκτη ..κανένας δεν κινείται απο την θέση του.

Το βλέμμα της σκοτεινιάζει..καθώς τον βλέπει να στέκεται μερικά μέτρα μακριά της. Να την κοιτά θυμωμένος.

Η καρδιά της χτυπά δυνατά. Κάθε φόβος της ζωντάνεψε. Μόνο ένα πράγμα νιώθει οτι πρέπει να κάνει.

Βγαίνει απο την λίμνη και αρχίζει να τρέχει. Τρέχει ασταμάτητα..πέφτει κάτω..το πόδι της σκίζεται σε ένα σημείο..αλλά δεν το προσέχει..σηκώνεται και τρέχει με δύναμη προς το βάθος του δάσους. Πρέπει να φύγει. Η καρδιά της χτυπά δυνατά.

"ΧΑΡΑ" ακούει την φωνή του Αντρέα να την καλεί. Ακούει τα βήματα του. Τρέχει απο πίσω της.

Σε λίγο βλέπει το τέλος του δάσους. Εκεί ξεκινά η κοιλάδα. Ο ήλιος ίσα που φαίνεται..το πρώτο αστέρι λάμπει θολά πάνω απο την κορυφογραμμή.

"ΧΑΡΑ ΣΤΑΣΟΥ ΓΑΜΩΤΟ"

της φωνάζει αγριεμένα. Γιατί το κάνει αυτό? γιατί δεν τον θέλει? γιατί τον φοβάται ακόμη τόσο? νιώθει ένα μπερδεμένο αίσθημα απόγνωσης και θυμού, έρωτα και πόθου.

Σε λίγο θα την φτάσει.

Τρέχει στην κοιλάδα..την αρπάζει απο το χέρι.

Την πιάνει απο τους ώμους την τραντάζει..η Χαρά τον κοιτάζει με απόγνωση..

Ο ήλιος φαίνεται ακόμη στον ουρανό μαζί με τα αστέρια , το φεγγάρι, όλα μπερδεμένα, όλα εκεί ζωντανά..δεν μπορεί να σκεφτεί..παρά μόνο νιώθει ..νιώθει..η Χαρά..

"Γιατί γαμώτο δεν μπορείς να με αγαπήσεις? γιατί δεν μπορείς να με θέλεις όσο σε θέλω εγώ? σε χρειάζομαι Χαρά..ξέχνα το παρελθόν" της λέει καθώς την φιλά άτσαλα στα χείλη, στα μάτια, στα μαλλιά κι εκείνη τον σπρώχνει ..η καρδιά της χτυπά σαν τρελή..τον θέλει..τον θέλει..απλά δεν πρέπει να φοβάται..

Με βια την ξαπλώνει κάτω, ανεβαίνει πάνω της, την ακινητοποιεί.

"Δεν μπορώ να κρατηθώ άλλο Χαρά..σε χρειάζομαι.." της λέει και η ανάσα του βγαίνει ακανόνιστη καθώς συνεχίζει να την φιλά.

Δεν τον αγγίζει. Τον τρελαίνει που δεν τον αγγίζει..τον φέρνει σε απόγνωση..σε τρέλα..

"Πες μου οτι κι εσύ με χρειάζεσαι Χαρά..πες μου κάτι..οτιδήποτε..πες μου πως δεν είμαι μόνος σε όλο αυτό.."

Μπήγει τα νύχια της στο χώμα.

Έπειτα τον κοιτάζει μέσα στα μάτια.

Εκείνος σταματά. Την κοιτάζει μαρμαρωμένος. Κοιτά τα χείλη της.

"Σε ικετεύω πες μου κάτι..δώσε μου κάτι να ελπίζω..ξέχνα το παρελθόν"

Σκύβει και την φιλά στα χείλη απαλά καθώς την κοιτά στα μάτια.

"Μίλα μου Χαρά.." της λέει καθώς τα χείλη του την αγγίζουν. Την νιώθει να τρέμει.

"Θέλω ..να μου κάνεις έρωτα" του λέει διστακτικά.

Εκείνος ξεφυσά. Κι εκείνος θέλει όσο τίποτα..απλά ήθελε να ακούσει κάτι άλλο απο εκείνη.

Ενώνει τα μέτωπα τους.

"Καλά Χαρά.." της λέει και την ξαναφιλά στα χείλη τρυφερά. Ίσως τα κορμιά τους να βρούνε το δρόμο να ενώσουν και τις καρδιές τους.

Continue Reading

You'll Also Like

17.2K 815 16
«Στην αγάπη δεν υπάρχουν δρόμοι. Τους φτιάχνεις.» 🤍 Book tropes: meant to be, soulmates, falling in love all over again
13.8K 1.8K 28
Αλεκατρίδες. Το αμέντι. Το τρίτο βιβλίο της σειράς.
751K 28.3K 45
- Λοιπόν;! ρώτησα με σταυρωμένα χέρια. - Είσαι σίγουρη ρε Αννούλα; ήρθε και στάθηκε απέναντί μου. - Πόσες φορές ακόμη πρέπει να στο πω για να σ...
32.5K 2.6K 28
Κάθε άνθρωπος που γεννιέται είναι γραφτό να συναντήσει την αδερφή ψυχή του μετά την συμπλήρωση του δέκατου όγδοου της ηλικίας τους. Έχουν ένα πρωτότυ...