Αυτό που θέλεις

11.3K 808 244
                                    

Τα χέρια της γεμάτη με σακούλες. Άνοιξε την πόρτα με την ηλεκτρονική κάρτα και μπήκε στην σουίτα. Ένα πολυτελές διαμέρισμα με ανοιχτούς χώρους , ακριβά έπιπλα και πίνακες ζωγραφικής απλώθηκε μπροστά της. To  άρωμα του αδιόρατα ήταν στον αέρα. Άφησε τις σακούλες και προχώρησε στο βάθος .

Η μεγάλη γυάλινη τζαμαρία είχε κατεβασμένα τα στόρια. Τα άνοιξε πατώντας ένα κουμπί και σιγά σιγά διέκρινε απο ψηλά όλη την θέα της πόλης. Στάθηκε ακίνητη και κοίταξε τα κτίρια. Τα αυτοκίνητα ασταμάτητα κάπου πηγαίναν, οι άνθρωποι στα πεζοδρόμια ένα σωρό, αλλά στην σουίτα δεν έφτανε κανένας θόρυβος. Όλα ήσυχα εκεί μέσα. 

Περιπλανήθηκε στο χώρο. Βρήκε προσωπικά του αντικείμενα..κάποια βιβλία..ένα σημειωματάριο του με τον γραφικό του χαρακτήρα, στο ντουλαπάκι του μπάνιου ξυριστικά είδη, στην μεγάλη κρεβατοκάμαρα μέσα στα συρτάρια εσώρουχα του, στις ντουλάπες κουστούμια και λίγες φόρμες.

Στο κομοδίνο μια φωτογραφία της Ευτυχίας.

Βρισκόταν στο σπίτι του.

Επέλεξε μια απο τις δυο άδειες απο πράγματα κρεβατοκάμαρες.

Έκατσε στο κρεβάτι και περίμενε.

Είχε σχεδόν βραδιάσει αλλά εκείνος δεν γυρνούσε. Παρήγγειλε ένα μικρό δείπνο και γευμάτισε μέσα στο δωμάτιο της. Αργά το βράδυ κατάφερε να κοιμηθεί. Περιέργως δεν ονειρεύτηκε.

Ξύπνησε αργά το βράδυ, περιπλανήθηκε στην σκοτεινή σουίτα . Τα φώτα της πόλης λαμπύριζαν στο βάθος. Τα πόδια της την οδήγησαν στην κρεβατοκάμαρα του. Η πόρτα του μισάνοιχτη. Μαλακά την άνοιξε , κοίταξε μέσα.

Κανείς. 

Το κρεββάτι στρωμένο, τα στόρια κλειστά. Έκλεισε την πόρτα και πήγε πάλι στο δωμάτιο της. Κοιμήθηκε για ώρες.

Την επόμενη μέρα γευμάτισε το πρωινό της καθισμένη στο περβάζι της τζαμαρίας. Κοιτούσε τον κόσμο να τρέχει να πάει στις δουλειές του, κόσμος πολύς κάθε τόσο να βγαίνει απο το σταθμό του μετρό, αυτοκίνητα δεκάδες σταματημένα στα φανάρια.

Κοίταξε την εξώπορτα. Ξεφύσηξε και γύρισε στο κρεβάτι της. Θα κοιμόταν όλη μέρα.

Το απόγευμα άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε το ταβάνι. Ησυχία παντού. Σχεδόν τελετουργικά πήγε και πάλι μπροστά απο την πόρτα του δωματίου του και την άνοιξε χωρίς να χτυπήσει. 

Κανείς μέσα. Μπήκε μέσα και άνοιξε τα στόρια. Το φως πλημμύρισε το δωμάτιο. Κοίταξε για μια στιγμή το κρεβάτι του. Κι έπειτα βγήκε απο εκεί μέσα με γρήγορα βήματα.

Μην μιλάςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα