Η Άλλη Πλευρά

By blep97

67 6 0

Πώς θα σου φαινόταν αν άλλαζα μικρές λεπτομέρειες στην καθημερινότητα σου; Πράγματα φυσιολογικά για εσένα, δε... More

Εισαγωγή

1.

36 3 0
By blep97


Γυρνάω στο κενό δωμάτιο που αποκαλώ σπίτι, τα χέρια μου άδεια, χωρίς να ξέρω αν θα γεμίσουν ξανά ούτε με φαϊ ούτε με μια αγκαλιά. Μπαίνω μέσα και μια ελπίδα με γεμίζει οτι θα είναι όλα όπως πριν, οτι δυο μικρά χέρια θα τυλιχτούν σφιχτά γύρω από τη μέση μου και ότι ένα ζεστό φιλί θα χαϊδέψει ξανα τα κρύα μου χείλη. Όλα αυτά όμως έχουν χαθεί μαζί με πολλά άλλα, έχουν γίνει μια γλυκόπικρη ανάμνηση που στολίζει τους τοίχους μου. Όλα όσα ήξερα έχουν αλλάξει, η γειτονιά, οι άνθρωποι, το σπίτι...εγώ.

Νιώθω το κεφάλι μου βαρύ και ζαλίζομαι, έχουν περάσει δύο μέρες από την τελευταία φορά που έφαγα και ηδη νιώθω τα άκρα μου να μη με υπακούν, την κούραση, την πείνα και το άγχος να με καταλαμβάνουν. Το ξέρω οτι πρέπει να ξεκουραστώ και να προσπαθήσω να αγνοήσω τον πόνο που τρυπά το στομάχι μου. Περνάω δίπλα από τον ξεφτισμένο καναπέ, είχαμε σκοπό να τον αλλάξουμε, εκείνη ήθελε κάτι σε μπέζ και εγώ κάτι σε μαύρο. Πόσο ανόητα μοιάζουν πια όλα αυτά, είχα καιρό να προσέξω οτι ο καναπές είναι πράσινος, ασήμαντο. Άφησα τα μάτια μου να περιπλανηθούν για λίγο ακόμα πάνω του αλλά τη στιγμή που ένιωσα τα δάκρυα να δροσίζουν τις άκρες των ματιών μου απέστρεψα το βλέμμα μου και μηχανικά κατευθύνθηκα προς το άλλωτε γεμάτο όνειρα κρεβάτι μου.

Τα βλέφαρά μου βαριά και εγώ πολύ αδύναμος για να αντισταθώ, υπέκυψα στην κούρασή μου. Άφησα την φαντασία μου να περιπλανηθεί σε δρόμους που η λογική μου αντιστεκόταν.

Το παράθυρο αντικριστά της φώτιζε τα καστανά της μάτια που με κοιτούσαν επίμονα, μου χάρισε ένα στραβό χαμόγελο και γύρισε πάλι το βλέμμα της στην χαλασμένη κούκλα της, είναι τόσο εύκολο για ένα παιδί να αγαπήσει ακόμα και ένα κουρελιασμένο παιχνίδι. Σχεδόν με ευλάβεια φόρεσε στην κούκλα το σκισμένο απο τον καιρό γαλάζιο φόρεμα και με στοργή χάιδεψε τα ξανθά μαλλιά που ήταν πλέον γεμάτα λάσπη. Ταυτόχρονα άφησα το βλέμμα μου να ταξιδέψει σε ένα ζευγάρι απαλά χέρια που με την ίδια στοργή χάιδευαν τα μαλλιά της κόρης μου και σχημάτιζαν περίτεχνες πλεξούδες στα μελαχρινά της μαλλία. Χαμογέλασα αυθόρμητα και αυτό τράβηξε την προσοχή της, με κοίταξε και μέσα σε αυτά τα μεγάλα μάτια κατάφερα να βρώ όλη την δύναμη για να ξεκινήσω άλλη μια μέρα απο την αρχή. Ήμουν περίφανος, δεν είχαμε τίποτα άλλα εκείνη την στιγμή δεν χρειαζόμασταν τίποτα παραπάνω, είχαμε τα παντα.

Βγήκα από το συγκρότημα διαμερισμάτων-κελιών με προορισμό την τοπική αγορά. Η γειτονιά μου όπως πάντα ήταν γεμάτη γέλιο και ζωή. Είδα τα παιδία της γειτονιάς να παίζουν στο δρόμο φωνάζοντας και γελώντας, χρησιμοποιόντας τίποτα άλλο παρά ένα τενεκεδάκι, το οπόιο είχε δεί και πιο ένδοξες μέρες γεμάτο και αστραφτερό σε ένα ράφι κάποιου παντοπωλείου. Άγνοια κινδύνου τότε δεν είχαν μόνο τα παιδία, είχαμε και εμείς, οι μεγάλοι, οι υποτιθέμενοι προστάτες τους. Το βλέμμα μου διασταυρώθηκε με αυτό του γείτονα μου, που όπως κάθε μεσημέρι πρόσεχε τα φυτά στον κήπο του, τα δάχτυλά του με προσοχή περιποιούντουσαν την τριανταφυλλιά του, ήταν η περιφάνια του άλλωστε. Τα άνθη της τριανταφυλλιάς ήταν λευκά και έπαιρναν μια βαθιά ερυρθή απόχρωση στο τελείωμά τους, λες και είχαν ποτιστεί με αίμα. Μια ειρωνία που άργησα να δω. Η ψιλόλυγνη φιγούρα απέναντι μού μου χάρισε ένα κατανευτικό νεύμα, του το ανταπέδωσα και συνέχισα τον δρόμο πλυμμηρισμένος από οικεία συναισθήματα.

Συνεχίζοντας τον δρόμο μου έφτασα στην αγορά και ένας έντονος συνδυασμός αρωμάτων από κάρυ και κανέλα γέμισε τα ρουθούνια μου τραβώντας την προσοχή μου σε μια γυναίκα μετρίου αναστήματος που κρατώντας το χέρι της κόρης φαινόταν να έχει έναν ένθερμο διαπλικτισμό για την τιμή και την ποιότητα των μυρωδικών με τον καταστηματάρχη. Ήμουν συνηθισμένος σε τέτοιες εικόνες, ήταν του είδους τα προβλήματα που είχαμε πρίν αρχίσουν τα αληθινά προβλήματα. Περιπλανήθηκα στην αγορά και γέμισα εικόνες από ζευγάρια να κοιτάνε μεταξένιες κουρτίνες και υφάσματα για το καινούριο τους σπίτι χωρίς να αφήνουν ο ένας το χέρι του άλλου, εικόνες από ηλικιωμένες κυρίες που με ξεφτισμένα παπούτσια και μαγκούρα στο χέρι έδιναν με τα ρυτιδιασμένα χέρια τους χαρούμενες χειραψίες. Βρέθηκα να στέκομαι λίγο άγαρμπα μπροστά σε έναν πάγκο από πορτοκάλια, άφησα το χέρι μου να ιχνηλατίσει διαδρομές ανάμεσά τους και τέλος να επιλέγει αυτό που φάνηκε το καλύτερο όλων. Το ζύγισα στο χέρι μου και το έφερα στο πρόσωπό μου, κλείνοντας τα μάτια εισέπνευσα βαθία και άφησα την ζωηρή μυρωδιά να με ταξιδέψει. Η μυρωδιά του έφερνε αναμνήσεις στο νου, τα δικά μου χρόνια ως παιδί, τη δική μου φωνή να υψώνεται και τα δικά μου πόδια να τρέχουν ξέφρενα. Τριγύρισα για λίγο ακόμα στην αγορά χαιρετώντας φίλους και γνωστούς ενώ παράλληλλα έκανα τα ψώνια μου, δεν ήθελα να αργήσω παραπάνω, άλλωστε, η οικογένειά μου με περίμενε στο σπίτι.

Τι είναι αυτό που κάνει μια χώρα πατρίδα; Είναι τα οικία πρόσωπα, τα χρώματα και τα αρώματα; Είναι οι δρόμοι που θεωρείς δεδομένο οτι θα ξαναδείς και θα ξαναπερπατήσεις την επόμενη μέρα ή τα χρώματα μιας σημαίας; Είναι ωραίο να έχεις μια πατρίδα. Να ξέρεις οτι αυτό το κομμάτι γης είναι ταυτόχρονα και αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού σου. Τα παιδιά φαίνεται να είχαν βαρεθεί το αυτοσχέδιο παιχνίδι τους και το είχαν αφήσει να κείτεται σε μια γωνία παραμελημένο, είχαν τωρά επικεντρώσει το ενδιαφέρον τους στον χορό και έχοντας σχηματίσει έναν κύκλο τραγουδούσαν σχεδόν σε απόλυτη αρμονία τον πιο γλυκό κι αθώο σκοπό. Παρασύρθηκα και καθώς περνούσα από δίπλα τους άρχισα και έχω τον σφυρίζω σιγανά. Ο γείτονάς μου φαινομενικά ανενόχλητος συνέχιζε να φροντίζει την περηφάνεια του. Ανέβηκα τα σκαλιά του σπιτιού μου με μια αίσθηση προσμονής να αντικρίσω το πρόσωπο της γυναίκας και της κόρης μου, να ακούσω τις χαρούμενες φωνές τους να με υποδέχονται στο σπίτι, να ακούσω τη δική μου μελωδία της ευτυχίας.

Η πόρτα του σπιτιού μου ήταν μισάνοιχτη, ο τρόμος ήδη με κατέκλυζε, διότι ήξερα τι είχε συμβεί πρίν ακόμη το δω. Προχώρησα στο εσωτερικό του σπιτίου, ξαφνικά σιωπή, είδα πάλι το σπίτι όπως το είχα δεί εκείνη την ημέρα. Δεν ήθελα να κοιτάξω, δεν ήθελα να το ξαναδώ αλλά τα μάτια μου ακολούθησαν την ίδια πορεία που είχαν ακολουθήσει και εκείνη την ημέρα. Πρώτα εξέτασαν τα σπασμένα γυαλία που βρίσκοταν μποροστά μου, θυμήθηκα το βάζο στο τραπέζι οπότε η ματία μου περιπλανήθηκε προς εκείνη την κατεύθυνση. Το τραπέζι ήταν αναποδογυρισμένο, έτσι εξηγούνταν λοιπόν τα γυαλία, δεν πειράζει, θα τα καθαρίσουμε, μπορεί να το έριξε η μικρή καταλάθος, δεν πειράζει όλα διορθώνονται. Τότε τις είδα, ξαπλωμένες αγκαλιά στο χαλί, κοιμούνται, θα παίζανε και θα κουράστηκαν. Δεν πειράζει θα τις ξυπνήσω, πλησίασα την γυναίκα μου και την χάιδεψα απαλά, δεν ξυπνουσε, γιατι δεν ξυπνούσε; Γιατί υπάρχουν αίματα; Λες να κόπηκε η μικρή στο γυαλί; Γιάτι δεν ξυπνούσε καμία απο τις δύο; Τότε κατάλαβα ότι δάκρυα κυλούσαν ανεξέλεγκτα από τα μάτια μου. Φαίνεται το μυαλό μου είχε συνειδητοποιήσει αυτό που η καρδιά μου δεν ήθελε να καταλάβει. Οι δύο άνθρωποι που έκαναν τη ζωή μου άξια ευτυχίας κείτονταν εκεί, στο παλιό χαλί του σαλονιού. Το χαλί είχε ποτίσει με το αίμα της οικογένειάς μου, το αίμα μου.

Ούρλιαξα, ίσως να ξύπνησα απ΄αυτό, δεν ήξερα πόση ώρα είχε περάσει. 

Continue Reading

You'll Also Like

Oneshots By Goose

Short Story

50.7K 125 16
idk just some oneshots I wrote !Jayden is a trans boy pre T, both characters are over 18!
402K 1.3K 47
🔞🔞🔞 warning sex!! you can cancel if you don't like it.This is only for the guys who have sensitive desire in sex.🔞🔞
409K 7.4K 41
Emily Addison has been abused and neglected by a man she thought was her father. What happens when she gets saved by her brothers? Who has been searc...
110K 16.3K 86
Short Story and Os book Cover credit: @sidnaaz_alaxy