Το μαγικό φίλτρο του έρωτα

By ManiaNia81

5.1K 839 1K

Η ιστορία διαδραματίζεται σε μια άλλη εποχή. Η Αντέλλα είναι κόρη ενός από τους πιο ξακουστούς και τρανούς άρ... More

Κεφάλαιο 1
Κεφάλαιο 2
Κεφάλαιο 3
Κεφάλαιο 4
Κεφάλαιο 5
Κεφάλαιο 6
Κεφάλαιο 7
Κεφάλαιο 8
Κεφάλαιο 9
Κεφάλαιο 10
Κεφάλαιο 12
Κεφάλαιο 13
Κεφάλαιο 14
Κεφάλαιο 15
Κεφάλαιο 16
Κεφάλαιο 17
Κεφάλαιο 18
Κεφάλαιο 19
Κεφάλαιο 20
Κεφάλαιο 21
Κεφάλαιο 22
Κεφάλαιο 23
Κεφάλαιο 24
Κεφάλαιο 25
Κεφάλαιο 26
Kεφάλαιο 27
Kεφάλαιο 28
Kεφάλαιο 29
Κεφάλαιο 30
Kεφάλαιο 31
Kεφάλαιο 32
Κεφάλαιο 33
Κεφάλαιο 34
Κεφάλαιο 35
Επίλογος

Κεφάλαιο 11

113 23 29
By ManiaNia81




           

Στο δρόμο της επιστροφής τα κορίτσια δεινοπάθησαν.

Το μονοπώλιο της κουβέντας, ή πιο σωστά της ατελείωτης μουρμούρας, το είχε η Μάργκαρετ.

Και επειδή δεν είχε κάτι παραπάνω να πει, συνεχώς επαναλάμβανε τα ίδια και τα ίδια. Το πόσο δίκαιο είχε όταν έλεγε πως η θεία Βιργινία είναι κουτσομπόλα, και ότι είναι η μόνη ενασχόληση στην οποία τα καταφέρνει. Το πόσο απαράδεκτο είναι να μιλά σε δυο μικρά κορίτσια για κάτι τόσο αισχρό και αναίσχυντο. Όταν τελείωνε με αυτά που είχε να πει και δεν έβρισκε κάτι άλλο, τα έπιανε ξανά από την αρχή.

Τα κορίτσια κάθε τόσο κοιτάζονταν με νόημα και χαμογελούσαν.

«Αχ, μητέρα και να ήξερες για τι άλλο συζητήσαμε σήμερα με τη θεία Βιργινία» έλεγαν τα μάτια τους.

Κάποια στιγμή η άμαξα σταμάτησε έξω από το σπίτι.

Τα κορίτσια ανάσαναν με ανακούφιση. Επιτέλους το μαρτύριο τους είχε τελειώσει!

Κατέβηκαν φουριόζες από την άμαξα αφήνοντας τη μητέρα τους στα χέρια του αμαξά. Να την βοηθήσει δηλαδή να κατέβει με ασφάλεια από την άμαξα. Οι αρχόντισσες δεν πέφτουν! Δεν επιτρέπεται να πέσουν! Και ειδικά με τα μούτρα κάτω στον δρόμο.

«Πάω στο δωμάτιό μου να ησυχάσω λίγο προτού έρθει η μητέρα» ανακοίνωσε στην Αντέλλα η Έμιλι μόλις μπήκαν σπίτι.

«Ναι, αδερφούλα μου, πήγαινε. Σε καταλαβαίνω. Εγώ θα πάω να βρω την Άγκνες».

Η Έμιλι ανέβηκε σβέλτα την σκάλα. Αν ήταν τυχερή θα ησύχαζε για δέκα λεπτά περίπου.

Η Αντέλλα ξεκίνησε το ψάξιμο από την κουζίνα. Ήταν το πιο πιθανό μέρος που μπορεί να την έβρισκε και δεν έπεσε έξω. Εκεί ήταν και έκανε παρέα στην μαγείρισσα που καθάριζε την κουζίνα μετά την ετοιμασία του μεσημεριανού. Έλεγαν διάφορα και γελούσαν. Η Άγκνες καθόταν σε μια καρέκλα αφού ακόμα το πόδι της δεν είχε 'γιατρευτεί'. Μετά το υποτιθέμενο στραμπούληγμα του ποδιού της και τις φροντίδες της κυρα-Νίνας, τα βρήκαν οι δυο τους. Δεν υπήρχε πια έχθρα από τη μεριά της κυρα-Νίνας. Από την μεριά της Άγκνες δεν υπήρξε ποτέ έχθρα.

Όταν είδαν την Αντέλλα στην πόρτα σηκώθηκαν αμέσως.

«Θα θέλατε κάτι δεσποινίς Αντέλλα;» την ρώτησε η μαγείρισσα σκουπίζοντας τα χέρια στην ποδιά της έτοιμη να ικανοποιήσει όποια επιθυμία της μικρής κυρίας.

«Ναι, θέλω την Άγκνες να έρθει μαζί μου για λίγο».

«Ναι, μα φυσικά. Πήγαινε Άγκνες παιδί μου που σε ζητά η κυρά σου».

Η Άγκνες σηκώθηκε και κούτσα-κούτσα άρχισε να πλησιάζει την Αντέλλα. Πριν φτάσει κοντά της της έκλεισε το μάτι και χαμογέλασε.

Η Αντέλλα μόλις που κρατήθηκε να μην γελάσει.

Μόλις μπήκαν στην κάμαρα της Αντέλλας έκλεισαν πίσω τους την πόρτα.

«Σε βλέπω κάπως. Συνέβη κάτι;» την ρώτησε η Άγκνες.

«Πως με βλέπεις δηλαδή;»

«Τα μάτια σου αστράφτουν, τα μάγουλά σου είναι πιο ρόδινα απ' ότι συνήθως. Οι κινήσεις σου κοφτές. Κάτι συμβαίνει».

«Με ξέρεις καλά μικρή μου» είπε και την πλησίασε. «Ναι, κάτι συμβαίνει. Πριν σου πω θέλω να σε ρωτήσω αν επέστρεψες τα ρούχα της υπηρέτριας».

«Όχι, δεν είχα την ευκαιρία».

«Ευτυχώς γιατί θα τα χρειαστώ» είπε η Αντέλλα ανακουφισμένη.

«Ωχ. Τι σκέφτηκες πάλι; Τι σε έκανε να αλλάξεις γνώμη;»

«Άκουσα κάτι σήμερα».

«Δηλαδή;»

Η Αντέλλα της είπε όλα όσα είχε ακούσει από τη θεία της και αφορούσαν τη μάγισσα.

Η Άγκνες γούρλωσε τα μάτια της.

«Και υποθέτω πως τώρα θα θες να πας να τη βρεις αυτή τη μάγισσα;»

Η Αντέλλα της χαμογέλασε.

«Να μην το υποθέτεις».

«Α, πάλι καλά...» είπε ανακουφισμένη η Άγκνες.

«Να είσαι σίγουρη».

«Τίιιι;» γούρλωσε πάλι τα μάτια της.

«Μαζί θα πάμε να την βρούμε. Μην μου πεις ότι θα με αφήσεις μόνη».

«Είσαι τρελή; Μα είναι επικίνδυνο. Σε παρακαλώ Αντέλλα λογικέψου» η Άγκνες ταραγμένη άρχισε να περπατά πάνω κάτω. «Είναι πάρα πολύ επικίνδυνο. Που θα πάμε δυο κορίτσια μόνα;»

«Θα τα καταφέρουμε» πείσμωσε η Αντέλλα. «Αύριο το χάραμα ξεκινάμε».

Η Άγκνες κατάλαβε πως δεν θα τα κατάφερνε να της αλλάξει γνώμη. Ήταν αποφασισμένη.

«Εντάξει. Θα ετοιμάσω και κάτι να πάρουμε μαζί. Νερό, κάτι να φάμε. Ποιος ξέρει πότε θα ξαναγυρίσουμε και αν;»

«Θα ξαναγυρίσουμε. Μην κάνεις κακές σκέψεις γιατί θα μας πάει γρουσουζιά».

«Τέλος πάντων, εντάξει».

«Το ήξερα πως δεν θα με απογοήτευες» είπε η Αντέλλα χαρούμενη.

«Και πως θα πάμε; Με τα πόδια;»

Η Αντέλλα την κοίταξε. «Αυτό δεν το σκέφτηκα».

«Καταπληκτικά!» είπε η Άγκνες και στριφογύρισε τα μάτια της.

«Λες να πάρουμε άλογα;» τη ρώτησε η Αντέλλα.

«Νομίζω πως είναι το καλύτερο. Να πάω να πω στο Στεφάν αύριο το χάραμα να έχει δύο άλογα έτοιμα;».

Η Αντέλλα την κοίταξε. Τα μάτια της έλαμψαν. Σκέφτηκε να πάει η ίδια, αλλά μετά το μετάνιωσε. Φοβήθηκε μην τυχόν και την αναγνώριζε.

«Ναι, πήγαινε και πες του επίσης πως αύριο δεν είναι ανάγκη να βρίσκεται εκεί. Μια χαρά θα τα καταφέρουμε και μόνες μας. Εγώ θα πάω να βρω τη μητέρα να της πω ότι αύριο θα πάμε βόλτα».

Όταν η Άγκνες έφυγε η Αντέλλα έτρεξε στο παράθυρο που βλέπει στον στάβλο. Δεν βρισκόταν κανείς εκεί έξω. Έμεινε εκεί να κοιτάζει μέχρι που είδε την Άγκνες να πλησιάζει προς τα εκεί. Άκουσε αμυδρά τη φωνή της όταν φώναξε τον Στεφάν. Σε λίγο ο Στεφάν εμφανίστηκε και η καρδιά στο στήθος της άρχισε να κτυπάει δυνατά. Συνέχιζε να τους κοιτάει που μιλούσαν και έπειτα από λίγο είδε τον Στεφάν να μπαίνει πάλι μέσα στο στάβλο και την Άγκνες να επιστρέφει στο σπίτι.

Η Αντέλλα για μερικές στιγμές έμεινε με το βλέμμα καρφωμένο στο στάβλο.

«Αν όλα πάνε καλά, θα γίνεις δικός μου θες δε θες» ψιθύρισε και απομακρύνθηκε από το παράθυρο για να βρει τη μητέρα της.

Παραδόξως δεν καθόταν μπροστά από το παράθυρο μαζί με την Έμιλι. 'Ίσως είναι  καλύτερα έτσι' σκέφτηκε. Την Έμιλι δεν είχε σκοπό να την πάει μαζί της και σίγουρα θα της κακοφαινόταν αν άκουγε την Αντέλλα να λέει πως θα πήγαινε βόλτα και δεν της έλεγε να πάει μαζί της.

Πήγε να ελέγξει αν βρισκόταν στην κάμαρα της. Η πόρτα ήταν κλειστή. Κτύπησε.

«Ποιος είναι;» άκουσε τη μητέρα της να ρωτάει.

«Εγώ είμαι η μητέρα, η Αντέλλα».

«Πέρασε».

Άνοιξε και μπήκε. Η Μάργκαρετ ήταν ξαπλωμένη. Δεν το συνήθιζε τέτοια ώρα.

«Μητέρα, είσαι καλά;»

«Ναι, παιδί μου, γιατί να μην είμαι;»

«Επειδή ξαπλώνεις».

«Ένιωθα λίγο κουρασμένη και είπα να ξαπλώσω λίγο μέχρι να έρθει ο πατέρας σου για το μεσημεριανό. Εσύ τι με ήθελες;».

«Ήθελα να σε ενημερώσω ότι αύριο θα πάρω δύο άλογα από το στάβλο. Θα πάω βόλτα με την Άγκνες. Δεν έχω πάει αυτό το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι σε λίγο τελειώνει και δε θα έχω άλλη ευκαιρία. Το ξέρεις πως ο πατέρας μόνο το καλοκαίρι μού το επιτρέπει που ο καιρός είναι καλός».

«Χμμ, εντάξει. Να πας. Κρίμα που η αδερφή σου δεν ξέρει ιππασία να ερχόταν μαζί σου.  Τι να της κάνω που φοβάται τα άλογα;».

'Αυτό το είχα ξεχάσει' σκέφτηκε η Αντέλλα ησυχασμένη. 'Οπότε δεν τίθεται θέμα να της κακοφανεί αν τύχει και το μάθει'.

«Φρόντισε να μην αργήσετε σε παρακαλώ».

«Ναι, μητέρα μην ανησυχείς».

Όταν επέστρεψε η Αντέλλα στην κάμαρά της βρήκε την Άγκνες να την περιμένει.

«Τακτοποίησα το θέμα με τα άλογα. Θα μας τα έχει έτοιμα το χάραμα και συμφώνησε να μην είναι εκεί».

«Πολύ καλά. Και εγώ τακτοποίησα το θέμα με την μητέρα. Πήρα την άδεια της. Με την προϋπόθεση να μην αργήσουμε». 

«Καλά δεν της είπες ότι υπάρχει και το ενδεχόμενο να μην επιστρέψουμε ποτέ;» της είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου.

Η Αντέλλα στην αρχή την αγριοκοίταξε αλλά μετά γέλασε.

«Έλα, μικρή μου Άγκνες» της γλυκομίλησε. «Μην ανησυχείς. Όλα καλά θα πάνε».

«Το ελπίζω».

«Θα έρθεις να με ξυπνήσεις αύριο;»

«Μπορώ να κάνω κι αλλιώς; Θα έρθω».

Την επόμενη μέρα το χάραμα η Άγκνες ξύπνησε την Αντέλλα όπως της το είχε υποσχεθεί. Της έφερε και το καθιερωμένο νερό για να πλυθεί. Η Αντέλλα σηκώθηκε κεφάτη και άρχισε να πλένεται.

«Το σκέφτηκες πως αν όλα πάνε καλά, και βρούμε τη μάγισσα, και σου δώσει αυτό που θέλεις θα πρέπει να την πληρώσεις;»

Η Αντέλλα σταμάτησε να πλένεται και κοίταξε την Άγκνες.

«Ομολογώ πως αυτό δεν το σκέφτηκα».

«Και εγώ χθες το βράδυ όταν ξάπλωσα το σκέφτηκα. Τι θα κάνεις; Τι θα της δώσεις;»

«Χρήματα δεν έχω. Έχω όμως κοσμήματα. Θα διαλέξω δυο-τρία και θα τα πάρω μαζί».

«Καλή ιδέα. Δε νομίζω να μην τα δεχτεί. Άντε, έλα να σε βοηθήσω να ντυθείς και φύγαμε».

Τα δύο άλογα τις περίμεναν έτοιμα. Τα χάιδεψαν για να τις αναγνωρίσουν και να μην τρομάξουν. Η Άγκνες φύλαξε τις προμήθειες που ετοίμασε στο σακίδιο της σέλας.

Ανέβηκαν στα άλογα και ξεκίνησαν. Δυο υπέροχα καθαρόαιμα καφέ άλογα με μαύρη ουρά και μαύρη χαίτη. Ήταν τέλεια περιποιημένα. Βουρτσισμένα, καλοταϊσμένα. Ήταν φανερό πως ο Στεφάν έκανε καταπληκτική δουλειά.

Η Αντέλλα προέτρεψε το άλογο της να πλησιάσει αυτό της Άγκνες. «Πρέπει να κατευθυνθούμε προς τη δύση» της είπε όταν πλησίασε.

«Ναι, το θυμάμαι. Ας πάμε λοιπόν».

Διέσχισαν καλπάζοντας το καταπράσινο λιβάδι και μπήκαν στο δάσος. Τώρα τα άλογα δε γινόταν να τρέξουν άλλο. Αναγκαστικά περπατούσαν.  Αν και ο ήλιος είχε πια ανατείλει τον έκρυβαν τα δέντρα. Κάπου κάπου μερικές ηλιαχτίδες έβρισκαν χώρο και περνούσαν ανάμεσα από τα φυλλώματα των δέντρων δημιουργώντας έναν απαλό ευχάριστο φωτισμό. Κρύο αεράκι φύσηξε και τα κορίτσια ανατρίχιασαν. Σκέφτηκαν πως έπρεπε να είχαν πάρει τις κάπες τους αλλά ήταν πια αργά. Που να το σκεφτούν αφού ήταν καλοκαίρι.

Προχώρησαν δυο-τρεις ώρες ακόμα αλλά ούτε ένα σημάδι ότι πλησίαζαν στον προορισμό τους. Μόνο κάτι μικρά ζωάκια συνάντησαν κατά διαστήματα, που, κατατρομαγμένα σκόρπισαν δεξιά και αριστερά να κρυφτούν.

Η Αντέλλα άρχισε να απογοητεύεται και η Άγκνες το παρατήρησε.

«Μην χάνεις το κουράγιο σου. Έχουμε καιρό ακόμα. Θες να σταματήσουμε για λίγο; Να τσιμπήσουμε κάτι και να ξεκουραστούν τα άλογα; Να, εδώ κοντά στο ρυάκι είναι ότι πρέπει. Θα πιούν και τα άλογα νερό». 

«Εντάξει. Ας σταματήσουμε για λίγο».

Αφού έδεσαν τα άλογά τους σε χαμηλά κλαδιά κοντά στο ρυάκι κάθισαν και αυτές κάτω από ένα δέντρο. Τσίμπησαν από τις προμήθειες και ήπιαν νερό. Όταν θεώρησαν πως και τα άλογα ήταν εντάξει συνέχισαν την πορεία τους. Πάντα δυτικά.

Προχώρησαν πολύ αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Η Αντέλλα απελπίστηκε.

«Αρκετά», είπε ξαφνικά. «Φτάνει. Γυρίζουμε πίσω. Μάλλον τελικά ήταν μόνο φήμες».

«Όπως θέλεις. Ας γυρίσουμε. Αν ξεκινήσουμε τώρα θα είμαστε τυχερές αν δεν μας βρει η νύχτα».

«Άντε, φιλαράκο μου, πάμε σπίτι» είπε στο άλογό της η Αντέλλα χαϊδεύοντας το στο λαιμό. Το κτύπησε ελαφρά με τα πόδια της για να ξεκινήσει.

«Στάσου, Αντέλλα» άκουσε μια απαλή φωνή πίσω της. Γύρισε το κεφάλι ξαφνιασμένη και μέσα σε καπνούς είδε την οπτασία μιας γυναίκας. Είχε έντονα κόκκινα μαλλιά και πράσινα φωτεινά μάτια. «Λίγο ακόμα θες για να έρθεις κοντά μου. Προχώρα. Έλα κοντά μου. Σε περιμένω. Και μην ανησυχείς. Μετά θα επιστρέψεις στο σπίτι σου σώα και ασφαλής πριν νυχτώσει». Η Αντέλλα την κοιτούσε και την άκουγε αποσβολομένη.

«Εγώ; Δεν θα επιστρέψω εγώ σώα και ασφαλής στο σπίτι;» ρώτησε η Άγκνες τρομαγμένα.

Η οπτασία γέλασε. «Και εσύ Άγκνες. Μαζί θα επιστρέψετε».

«Πάλι καλά» είπε η Άγκνες ήρεμη τώρα.

«Σας περιμένω. Μην αργείτε.....»

Η οπτασία εξαφανίστηκε και οι καπνοί διαλύθηκαν αυτοστιγμεί.

Σαν να μην υπήρξαν ποτέ...

Continue Reading

You'll Also Like

341K 35.5K 106
| #Melton | "Bitch, ακομα κι η κυρα Σουλα ειναι καλυτερη απο σεν-" "ΓΙΑΓΙΑΑΑΑΑ" •Dont copy beach❤• Επιτεύγματα: •#4 Χιουμορ-26/4/18 •#1 Χιουμορ-2/5/18
196K 9.9K 32
(καταρχήν, αν δεν είχες αυτή την έκρηξη θυμού σου, τότε θα άκουγες ότι αυτή η συμφωνία θα κρατήσει μόνο για έναν χρόνο) (ένας χρόνος; ένας χρόνος μαζ...
77.6K 3.8K 41
Ο Alexander Stone είναι ο αρχηγός της ιταλικής μαφίας. Γυμνασμενος, με πολλά τατουάζ, πανέμορφος και άκαρδος. Η Victoria River επιτέλους βρήκε τα λε...
1.4K 179 11
Ένας ηλικιωμένος άντρας κάθεται κάθε μέρα την ίδια ώρα, στο ίδιο παγκάκι, δίπλα στον γκρεμό περιμένοντας για κάτι. Ο αφηγητής που γνωρίζεται τυχαία μ...