Το μαγικό φίλτρο του έρωτα

By ManiaNia81

5.1K 839 1K

Η ιστορία διαδραματίζεται σε μια άλλη εποχή. Η Αντέλλα είναι κόρη ενός από τους πιο ξακουστούς και τρανούς άρ... More

Κεφάλαιο 1
Κεφάλαιο 2
Κεφάλαιο 3
Κεφάλαιο 4
Κεφάλαιο 5
Κεφάλαιο 7
Κεφάλαιο 8
Κεφάλαιο 9
Κεφάλαιο 10
Κεφάλαιο 11
Κεφάλαιο 12
Κεφάλαιο 13
Κεφάλαιο 14
Κεφάλαιο 15
Κεφάλαιο 16
Κεφάλαιο 17
Κεφάλαιο 18
Κεφάλαιο 19
Κεφάλαιο 20
Κεφάλαιο 21
Κεφάλαιο 22
Κεφάλαιο 23
Κεφάλαιο 24
Κεφάλαιο 25
Κεφάλαιο 26
Kεφάλαιο 27
Kεφάλαιο 28
Kεφάλαιο 29
Κεφάλαιο 30
Kεφάλαιο 31
Kεφάλαιο 32
Κεφάλαιο 33
Κεφάλαιο 34
Κεφάλαιο 35
Επίλογος

Κεφάλαιο 6

129 23 16
By ManiaNia81




           

Ένιωσε ευγνώμων για αυτόν που την κράτησε και δεν έπεσε. Χύθηκε αρκετό από το νερό του κουβά πάνω της από το ταρακούνημα, αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Από το χειρότερο είχε γλιτώσει στο τσακ.

Σήκωσε τα μάτια της να κοιτάξει τον σωτήρα της και ήρθε αντίκρυ από δύο μάτια μπλε σαν τα βάθη του ωκεανού. Ήταν τα πιο όμορφα μάτια που είχε αντικρύσει στη ζωή της. Πιο όμορφα και από της μικρής Άγκνες, που και η Αντέλλα ακόμα είχε γοητευτεί από την μοναδικότητά τους. 

Περιεργάστηκε το πρόσωπο που ήταν τόσο κοντά της και χρειάστηκε μόλις μερικά δευτερόλεπτα για να αντιληφθεί ότι μπροστά της είχε το αγόρι για το οποίο είχαν γίνει όλα αυτά. Και που τώρα την κρατούσε σχεδόν στην αγκαλιά του. Στην αγκαλιά του!!

Τελικά από κοντά ήταν πολύ πιο όμορφος. Από το παράθυρο που τον κοιτούσε τόσο καιρό δεν είχε διακρίνει το χρώμα των ματιών του, τα σαρκώδη χείλη του, αλλά ούτε τις γοητευτικές γωνίες του προσώπου του που τον έκαναν να μοιάζει μεγαλύτερο από την κανονική του ηλικία.

Ένιωθε την θερμότητα του κορμιού του να την διαπερνά και έλιωνε. Τα γόνατα της λύθηκαν. Η αναπνοή της κόπηκε. Όμως τα μάτια της μαγεμένα συνέχιζαν να κοιτάζουν αχόρταγα τα δικά του. Και για πάντα να έμενε εκεί δεν θα είχε κανένα πρόβλημα.

Το αγόρι, όμως, όταν σιγουρεύτηκε ότι η Αντέλλα πατά και πάλι γερά στο έδαφος την άφησε. Η Αντέλλα ένιωσε απογοήτευση. Μα τι περίμενε πια;

«Μου φαίνεται τώρα ότι είσαι μια χαρά. Εκτός βέβαια που βράχηκες» της είπε μαλακά.

«Ναι, είμαι μια χαρά χάρις σε σένα. Το ό,τι βράχηκα είναι το λιγότερο. Μου έσωσες τη ζωή».

Το αγόρι γέλασε κάπως αμήχανα περνώντας το χέρι μέσα από τα μαλλιά του. «Ε, όχι, και τη ζωή σου. Απλώς θα έπεφτες. Δε θα πέθαινες κιόλας».

«Ναι, μπορεί. Όμως εσύ με έσωσες» η Αντέλλα τον κοίταξε με λιγωμένο βλέμμα.

Το αγόρι κοίταξε αλλού. Ήταν φανερό πως είχε αρχίσει να νιώθει κάπως άβολα. «Ε, καλά τότε. Αφού είσαι εντάξει. Να πάω και εγώ στη δουλειά μου».

Της γύρισε την πλάτη για να γυρίσει στη δουλειά του.

«Περίμενε λίγο» του είπε ανυπόμονα.

« Τι είναι;»

«Εσύ πως βρέθηκες εδώ;»

«Τι εννοείς; Εδώ δουλεύω».

«Ναι, το ξέρω. Δεν εννοούσα αυτό. Εννοώ εδώ στο πηγάδι. Όταν ήρθα δεν ήταν κανείς».

«Ε, δίψασα και ήρθα να πιώ λίγο νερό».

«Δεν ήπιες».

«Ναι, δίκιο έχεις. Το ξέχασα με αυτό που συνέβη».

«Να πιες» του είπε και του πρόσφερε σε μια μεγάλη κούπα που είχε εκεί από τον μισογεμάτο κουβά της.

Το αγόρι πήρε το νερό και άρχισε να πίνει λαίμαργα. Πραγματικά είχε ξεχάσει πόσο πολύ διψούσε. Εν τω μεταξύ η Αντέλλα βρήκε την ευκαιρία ανενόχλητη, τώρα που δεν την κοιτούσε, να θαυμάσει το γεροδεμένο του κορμί και τα μυώδες χέρια του. Φαίνεται θα ζεστάθηκε και γύρισε προς τα μέσα τα μανίκια του πουκαμίσου του εκθέτοντας τους σκληρούς και δουλεμένους μύες του στα αχόρταγα μάτια της Αντέλλα.

Το βλέμμα της ανέβηκε προς τα πάνω. Το αγόρι έπινε ακόμα, και νερό κυλούσε σαν μικρά ρυάκια από τα πλαϊνά των χειλιών του και έπεφτε στο πουκάμισό του βρέχοντας το.

Μια μεγάλη παρόρμηση να τον αγγίξει την κατέλαβε αλλά συγκρατήθηκε.

Όταν το αγόρι πια ξεδίψασε σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του το στόμα του.

«Λοιπόν, είναι ώρα να επιστρέψω στη δουλειά μου. Γεια σου και σε ευχαριστώ για το νερό».

«Περίμενε μια στιγμή».

«Τι ' ναι πάλι;»

«Πως σε λένε;»

«Στεφάν» της είπε ξερά και έφυγε βιαστικά.

Δεν πρόλαβε να τον ξανασταματήσει. Είχε χαθεί μέσα στο στάβλο.

Η Αντέλλα αποφάσισε να επιστρέψει. Έπρεπε να επιστρέψει. Πήρε τον κουβά και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Κρυφοκοίταξε να δει τι γινόταν. Αν υπήρχε κάποιος εκεί. Δεν είδε κανέναν. Προχώρησε. Άφησε τον κουβά εκεί που τον βρήκε, αφού πρώτα έχυσε το νερό σε ένα μικρό θάμνο που είχε εκεί κοντά και μπήκε στην κουζίνα.

Με μεγάλα αθόρυβα βήματα τη διέσχισε και βγήκε. Έπειτα τρεχάτη ανέβηκε στην κάμαρά της και έκλεισε την πόρτα.

Δάκρυα αυλάκωναν τα μάγουλά της. Δεν κατάλαβε καμία ανταπόκριση από το αγόρι. Δεν την κοίταξε όπως αυτή κοιτούσε αυτόν. Δεν την ρώτησε καν πως τη λένε. Γιατί απλώς δεν τον ενδιαφέρει.

Αυτά περιτριγύριζαν το μυαλό της Αντέλλα και έκλαιγε ακόμη περισσότερο. Με λυγμούς.

Γδύθηκε με θυμό και πέταξε τα ρούχα κουβάρι σε μια γωνιά. Μετά έπεσε μπρούμυτα στο κρεβάτι και συνέχισε το γοερό της κλάμα.

Έτσι τη βρήκε η Άγκνες όταν ήρθε να την δει. Πήγε ανήσυχη κοντά της. Κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι και άρχισε να της χαϊδεύει τα μαλλιά.

«Τι συνέβη Αντέλλα; Εσύ έπρεπε να πετάς από τη χαρά σου» της είπε τρυφερά.

Η Αντέλλα ανασηκώθηκε απότομα. Τόσο απότομα, που, αν δεν έκανε το κεφάλι της πίσω η Άγκνες θα κτυπούσαν τα κεφάλια τους.

«Είναι ένας ανόητος. Ένας τιποτένιος. Ένας απαίσιος» φώναξε η Αντέλλα και συνέχισε να κλαίει.

«Γιατί το λες αυτό; Τι έγινε;» επέμεινε η Άγκνες.

Η Αντέλλα της εξιστόρησε αυτά που έγιναν. Και στο τέλος συμπλήρωσε.

«Δεν ρώτησε το δικό μου όνομα. Τι σημαίνει αυτό; Ξέρεις;»

«Όχι. Τι μπορεί να σημαίνει;»

«Ότι δεν ενδιαφέρεται φυσικά. Τι άλλο; Είναι τόσο απλό».

«Ίσως να μην το θεώρησε σωστό να σε ρωτήσει».

«Γιατί; Μια υπηρέτρια ήμουν στα μάτια του. Μου πέταξε το όνομά του και έφυγε λες και τον κυνηγούσαν».

«Ε, τι; Άδικο είχε; Αφού τον κυνηγάς» της είπε η Άγκνες και ύψωσε τα φρύδια της σημάδι πως τα έλεγε αυτά θέλοντας να την πειράξει και όχι για να την τσιγκλήσει.

Η Αντέλλα άρχισε να γελά και η Άγκνες την ακολούθησε.

«Τον κυνηγάω ε;»

«Εμ, τι τον κάνεις;»

«Αχ, Άγκνες να τον έβλεπες» είπε ονειροπόλα η Αντέλλα. «Είναι πολύ πιο όμορφος από κοντά. Και δυνατός. Κάτι χέρια. Να σε χώσουν στην αγκαλιά τους και να...»

«Εντάξει Αντέλλα, φτάνει κατάλαβα. Δεν θέλω να ακούσω άλλα».

«Καλά. Όπως θες. Πως είναι το πόδι σου;» τη ρώτησε η Αντέλλα και ύψωσε τα φρύδια της όπως κάνει η Άγκνες.

Η Άγκνες άρχισε να γελάει.

«Το έχαψε μια χαρά. Την κακόμοιρη φοβήθηκε στ' αλήθεια».

«Θα της περάσει μην τη φοβάσαι».

«Τώρα για μερικές μέρες θα πρέπει να παριστάνω ότι κουτσαίνω. Μου είπε να πηγαίνω κάθε μέρα να το βλέπει, να μου το αλείφει με τις κρέμες και να μου το ξαναδένει με καθαρά πανιά».

«Αφού έτσι πρέπει θα το υποστείς. Δε γίνεται αλλιώς».

«Το ξέρω. Θα το κάνω».

Η Αντέλλα την κοίταξε. Τα μάτια της γυάλιζαν από τα δάκρυα που ήταν εκεί.

«Τι είναι πάλι;» τη ρώτησε η Άγκνες.

Η Αντέλλα την έχωσε στην αγκαλιά της.

«Σ' ευχαριστώ. Σ' ευχαριστώ για όλα. Για ό,τι κάνεις για μένα».

«Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείς. Το κάνω με χαρά» τη φίλησε απαλά στα μαλλιά.

«Άσε που το διασκεδάζω. Δε φαντάζεσαι πόσο ωραία περνάω. Αυτό το κτυποκάρδι μη με πιάσουν. Αυτή η αγωνία. Το θέατρο που παίζω. Νιώθω μια φλόγα μέσα μου. Είναι εκπληκτικό συναίσθημα. Άντε, σήκω να σε βοηθήσω να ντυθείς. Έτσι θα μείνεις;»

«Δίκιο έχεις. Το χα ξεχάσει. Πρέπει να ντυθώ».

Σηκώθηκε από το κρεβάτι και αφέθηκε στα έμπειρα πια χέρια της Άγκνες.

«Άγκνες θα ξαναπάω».

«Είσαι σίγουρη;»

«Ναι».

«Και αν δεν...»

«Θα δω τι θα κάνω τότε».

Η Άγκνες κοίταξε την Αντέλλα στα μάτια και μέσα τους διέκρινε την λύπη και την πίκρα.

«Καλά. Θα το κανονίσουμε. Ίσως μια από τις επόμενες μέρες που η μαγείρισσα θα μου κάνει αλλαγή στα πανιά».

«Αχ, αλήθεια το λες;» ρώτησε με αναπτερωμένο ηθικό η Αντέλλα και ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά.

«Ναι. Έτσι θα σε αφήσω; Θα πρέπει πάλι οι υπόλοιπες υπηρέτριες να είναι απασχολημένες».

«Σωστά. Έχεις κάποια ιδέα το τι θα μπορούσε να γίνει;»

«Θα το σκεφτώ και θα σου πω».

«Εντάξει».

«Πάω τώρα να δω τι γίνεται. Αν με χρειάζονται κάπου».

«Εντάξει. Εγώ θα είμαι εδώ στην κάμαρά μου».

«Καλά».

Αργά το απόγευμα η Άγκνες την επισκέφθηκε  στην κάμαρα της.

«Επέστρεψε η Φρανσέσκα με την απάντηση της θείας σου» της είπε κρατώντας τον μικρό λευκό φάκελο.

Η Αντέλλα αμέσως σηκώθηκε πάνω. «Για δώσε να δούμε τι λέει»

Πήρε το φάκελο από τα χέρια της Άγκνες και τον άνοιξε με βιαστικές κινήσεις.

Αγαπητή ξαδέρφη Μάργκαρετ

Θα ήταν μεγάλη μου χαρά και ευχαρίστηση να δεχθώ

εσένα και τις θυγατέρες σου στο σπίτι μου.

Και εγώ σας έχω επιθυμήσει πολύ, οπότε θα ήταν για μένα

θαυμάσιο να ιδωθούμε.

Θα σας περιμένω μεθαύριο την Κυριακή, μετά την εκκλησία

κατά τις 10 η ώρα το πρωί.

Με απέραντη αγάπη

Η θεία σας Βιργινία

«Αχ, τι ωραία που δέχτηκε να την επισκεφθούμε. Η Έμιλι θα χαρεί τόσο πολύ. Πάω τώρα κιόλας να της πω τα νέα»

Και έφυγε τρέχοντας.

Continue Reading

You'll Also Like

42.8K 3.5K 33
"Κανένα κοριτσάκι όταν το ρωτούσαν τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει δεν απάντησε πόρνη"
152K 5K 28
Η Φαίη είναι μια 20χρονη φοιτήτρια που σπουδάζει φιλολογία.Ζει με τη μητέρα της αφού οι 2 της γονείς είναι χωρισμένοι.Τι θα γίνει όταν η μητέρα της β...
6.6K 80 3
*Το βιβλίο έχει κατέβει από την εφαρμογή. Μπορείτε να το βρείτε στο www.makestorytelling.com/shop για να παραλάβετε το ενυπόγραφο έντυπο με προσωπική...
24.2K 2.3K 52
"Ζωή... Σε αγαπάω..." Μου λέει ο Στέφανος και τον κοιτάζω σκληρά με δάκρυα στα μάτια... "Πλέον δεν είναι δικό μου πρόβλημα..." Εξώφυλλο από LilDevil...