Μικρή Βαλίτσα

By Jennoula2009

13.1K 1.3K 449

Τους μισούσε... Τους μισούσε όλους ανεξαιρέτως ο Ορέστης. Μαζί με τον καλύτερο του φίλο, του είχαν στερήσει τ... More

1. Ναυάγιο
2. Απόφαση
3. Όρια
4. Το σημάδι
5. Πολύτιμο
6. Άγνωστες Λέξεις
7. Η νύχτα των κρυστάλλων
8. Λάθη
9. Ασσί Γκιμπράν
10. Μηχανισμοί Άμυνας
11. Αποτύπωμα
12. Η συμβουλή
13. Η Βιτρίνα
14. Αρχιτεκτονική
15. Ο Άλκης
16. Λαχτάρα
17. Καθρέφτης
18. Σχοινιά
19. Ταυτότητα
21. Καρδιές του σκότους
22. Πέτρες
23. Αστάθμητοι παράγοντες
24. Αγκάθια
25. Σύμμαχοι
26. Σπασμένα φτερά
27. Παράπονο
28. Παγίδες
29. Αγκαλιά
30. Δεσμωτήριο
31. Από μηχανής...
32. Γεμιστά
33. Ρήματα
34. Κέικ και τέρατα
35. Κούνια μπέλα
36. Έξη του σκότους
37. Κορίτσι στο σκοτάδι...
38. Έγκλημα Και Τιμωρία
39. Τι είναι η ευτυχία, Ορέστη;
40. Οι άντρες της...

20. Λησμονιά

291 34 9
By Jennoula2009

«Σοβαρά τώρα;» αναφώνησε ο Παύλος και αμέσως χαμήλωσε το τόνο της φωνής του. «Τι δουλειά έχει μωρέ ο Ορέστης με αυτούς;»

«Κι όμως...»

"Είσαι σίγουρη;" ξαναρώτησε με δυσπιστία. "Μήπως μπερδεύεσαι, βρε κορίτσι μου; Σαν την άλλη φορά που νόμιζες ότι είχε εξαφανιστεί κι αυτός ήταν με γκόμενα".
"Πάνε δυο χρόνια από τότε. Σου λέω τον είδα στην πορεία που έγινε μια νύχτα πριν τις εκλογές. Έπεσα επάνω του την ώρα που πήγαινα για ιδιαίτερο. Τί άλλες αποδείξεις θέλεις;"
"Ναι.. Μα.. Δεν καταλαβαίνω. Πέντε χρόνια λες. Κάτι θα είχατε δει αυτά τα χρόνια. Δεν μπορεί. Τα ρούχα του; Πού τα βάζει; Που τα πλένει;"

"Νομίζεις δεν έψαξα; Όλο το σπίτι του. Δεν υπάρχει τίποτα." Μουρμούρισε με απελπισία η κοπέλα. Άνοιξε κρυφά την πόρτα του δωματίου της, έλεγξε μήπως ήταν κάποιος τους άκουγε. Εδώ και μια ώρα ο αδερφός της βρισκόταν στο σαλόνι με τον πατέρα τους κι εκείνη, για να τον αποφύγει, είχε κλειστεί στο δωμάτιο με τον κολλητό της, τον Παύλο. Ήρθε και κάθισε δίπλα του στο κρεβάτι.

"Θα γίνουμε ρεζίλι σε όλους, το καταλαβαίνεις; Στους συγγενείς μας, στους γείτονες."

"Δεν είναι απλά τα πράγματα. Αυτοί οι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι πολύ. Κι όλο ανεβαίνουν. Σε λίγο θα γίνουν κυβέρνηση. Προχθές έσπασαν στο ξύλο είκοσι ξένους, τις προάλλες επιτέθηκαν στα καταστήματα του κέντρου. Τις προάλλες έκαψαν τα γραφεία μιας εφημερίδας και έστειλαν στο νοσοκομείο έναν ηθοποιό".

"Για νέο μου το λες; Όλοι τα ξέρουν αυτά... Κι όσο σκέφτομαι ότι μπορεί κι εκείνος να τα κάνει αυτά..."
"Λυδία, έρχομαι μια ζωή σπίτι σας. Ο Ορέστης δεν φαίνεται τέτοιος. Και στο κάτω- κάτω δική του η απόφαση, δικές του και οι συνέπειες."

Την έπιασε από τους ώμους και την χτύπησε στην πλάτη.

"Ζήσε λίγο τη ζωή σου... Βγες. Πέρνα καλά. Έλα να πάμε μια βόλτα..."
Η Λυδία πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο Παύλος δεν την άφησε.

"Είσαι στο πόδι συνεχώς. Είσαι συνεπής στη σχολή, τρέχεις στα εργαστήρια μέρα- νύχτα, φροντίζεις τη μητέρα σου, μαγειρεύεις και φροντίζεις το σπίτι, δουλεύεις κιόλας. Είσαι είκοσι δυο χρόνων! Για όνομα του Θεού..."
Το κορίτσι έσκυψε το κεφάλι. Το ήξερε ότι ο φίλος της είχε απόλυτο δίκιο. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Η πραγματικότητα... Η πραγματικότητα...

"Έχεις αδέρφια. Έχεις δυο αδερφούς που είναι μεγαλύτεροι και τακτοποιημένοι. Πρέπει να σε βοηθήσουν, κορίτσι μου. Ας πάρετε μια γυναίκα. Να σε βοηθάει στις δουλειές έστω."

"Η μάνα μου... Δεν είναι καλά... Πως να την αφήσω; Και νομίζεις θα το δεχτούν;"

Η μητέρα τους, αντί να νιώθει καλύτερα από τη νέα θεραπεία, είχε καταπονηθεί αρκετά. Ένιωθε αδυναμία και έμενε ανήμπορη στο κρεβάτι για ημέρες.

Η Λυδία έμεινε ακίνητη στην αγκαλιά του Παύλου. Τον ένιωθε δικό της άνθρωπο. Δεν του είχε πει για το Μάξιμο και τις κρυφές συναντήσεις του. Ήξερε πως ο Παύλος ήταν πολύ αρνητικός απέναντι στο νέο της αγόρι. Δεν συμπαθούσε ούτε εκείνον, ούτε την παρέα του, οπότε οι αντιδράσεις του ήταν δικαιολογημένες. Κι εκείνον, λόγω της ιδιαίτερης εμφάνισης του τον χλεύαζαν με κάθε ευκαιρία.

"Οχτώ πήγε." της είπε μετά από λεπτά σιωπής. "Πρέπει να βοηθήσω τον πατέρα μου στο μαγαζί. Μετά θα βγω. Έλα αν θέλεις."

Τον ξεπροβόδισε μέχρι την είσοδο υποσχόμενη πως θα σκεφτεί την πρόσκλησή του για βραδινή έξοδο. Βρέθηκαν σχεδόν κατά πρόσωπο με τον Ορέστη που καθόταν στην κουζίνα μαζί με τον πατέρα.

"Γειά, Ορέστη. Γεια σου μαστρο-Θανάση. Καλό βράδυ, Λυδία. Μιλάμε μετά..."

Με σφιγμένη την καρδιά η κοπέλα βρέθηκε στον ίδιο χώρο με τον αδερφό της. Είχαν να ειδωθούν και να ανταλλάξουν κουβέντα εδώ και δέκα μέρες. Ένιωσε το βλέμμα του Ορέστη επάνω της και συνέχισε να ετοιμάζει το τσάι στην μητέρα τους. Τα χέρια της έτρεμαν. Πίστευε ότι ο αδερφός της θα είχε ήδη φύγει. Είχε έρθει να δει τη μάνα τους για λίγο, αλλά τελικά είχε μείνει να πιεί καφέ μαζί με τον πατέρα τους. Να συζητήσουν τα πολιτικά...

"Τέσσερις μέρες χωρίζουν τη χώρα από τη μεγάλη εκλογική αναμέτρηση της Κυριακής," ακουγόταν η άχρωμη φωνή της δημοσιογράφου στο υπόβαθρο. "Ο δεύτερος γύρος των βουλευτικών εκλογών βρίσκει αντιπάλους το κεντρώο κόμμα "Νίκη" και τον εθνικιστικό "Εθνικό Αγώνα, που συγκεντρώνει την υποστήριξη μεγάλου τμήματος των ψηφοφόρων. Την ίδια ώρα, πλήθος διαδηλώσεων έχουν προαναγγελθεί. για την ημέρα των εκλογών."

Οι δυο άντρες δεν μιλούσαν, παρά μόνο παρακολουθούσαν με προσοχή την οθόνη στην άλλη άκρη του σαλονιού το βίντεο που έδειχνε τις σκληρές συγκρούσεις των δυο πλευρών. Σχεδόν κάθε νύχτα υπήρχαν πορείες που κατέληγαν σε επεισόδια ανάμεσα στις δυο αντίπαλες παρατάξεις με εκατοντάδες τραυματίες.
"Λέω να ψηφίσουμε τον Διογένους. Είναι καλό παιδί. Ήρθε και από το μαγαζί. Από την περιοχή μας κιόλας. Τι λες, Ορέστη;"

"Ναι. Γιατί όχι;" απάντησε εκείνος απρόθυμα και η Λυδία γύρισε και τον κοίταξε ειρωνικά. Της ήρθε να του αδειάσει το βραστό νερό στο κεφάλι, μπας και τα εγκαύματα τον φέρουν στον ίσιο δρόμο.

Της έμοιαζε καταβεβλημένος. Είχε μαύρους κύκλους και τα μάτια μόνιμα στυλωμένα στον καφέ. Αν δεν είχε μάθει την αλήθεια, θα ορκιζόταν-μα το Θεό θα ορκιζόταν-ότι ήταν έτσι για γυναίκα. 

Και πως να μην είναι; Τον είχε απορρίψει. Η Νιλ τον είχε απαρνηθεί. Κι εκείνος δεν μπορούσε να το πιστέψει. Είχαν περάσει δέκα ημέρες από το συμβάν στο υπόγειο. Δέκα μέρες που πεισματικά αρνιοταν να επιστρέψει στα γραφεία της οργάνωσης. Συνόδευε τον αρχηγό σε διάφορες Εκδηλώσεις και βαρετές ομιλίες προκειμένου να μην βρεθεί κοντά της. Του είχε βγάλει γλώσσα.  Τον είχε αποκαλέσει ναζιστή. Στο βλέμμα της έβλεπε απέχθεια και αποστροφή, το ίδιο που έβλεπε πια και στο βλέμμα της αδερφής του.
"Λυδία, κορίτσι μου, εσύ θα έρθεις να ψηφίσεις;" ρώτησε ο πατέρας της γνωρίζοντας την μέχρι τώρα αδιαφορία της Λυδίας για τα πολιτικά.

"Ναι," απάντησε χαμογελαστά εκείνη, μα τα μάτια της έμεναν ανεκφραστα και σκοτεινά. "Χίλιες φορές τον Διογενους παρά αυτά τα φασισταρια".

"Είδες τι κάνανε στο άλλον τον καημένο τον άνθρωπο;" μουρμούρισε ο πατέρας της. "Και τις προάλλες στα καημένα τα παιδιάκια που πήγαιναν σχολείο; Μάνες δεν έχουν αυτοί; Πατεράδες να τους λυπηθούν;"

Αυτό ήθελε η Λυδία. Να βάλει τη σπίθα. Ο πατέρας τους ποτέ δεν άνηκε στο χώρο της δεξιάς, ούτε και της αριστεράς. Αλλά αποδοκίμαζε αυτές τις συμπεριφορές. Αυτό ήθελε να του κάνει. Να του δείξει του αδερφού της ότι η οικογένεια του δεν θα δεχόταν την ένταξη του στην οργάνωση.

Έτσι πως ήταν γυρισμένη άκουσε την καρέκλα να σύρεται στο πάτωμα.

"Εγώ φεύγω. Καλό βράδυ."


***

Το αστικό τρανταζόταν μέσα στους πολύβουους δρόμους της πόλης. Τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά και ο κόσμος συγκεντρώνονταν στους πολύβουους δρόμους σαν πολύβουο μελίσσι. Της άρεσε να τους χαζεύει μέσα στις πολύχρωμες φορεσιές τους και να παρατηρεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθενός.

Τα μάτια της υψώθηκαν ψηλότερα στον ορίζοντα πέρα από τη θάλασσα. Είχε πάρει ένα γλυκό μενεξεδένιο χρώμα. Ηρεμία. Γαλήνη. Ομορφιά. Το ανοιξιάτικο αεράκι μπήκε από το ανοιχτό παράθυρο του λεωφορείου και μπλέχτηκε στα μαλλιά της. Πόσο της άρεσε η εποχή αυτή. Όλα έμοιαζαν να γεννιούνται ξανά. Ήθελε να κλείσει τα μάτια να αφεθεί στο όμορφο χάδι, μα δεν ήθελε να χάσει το όμορφο θέαμα από τα μάτια της.

«Σάρι, κοίτα!» τη σκούντησε απαλά, μα η νεαρή συμφοιτήτρια της ήταν απορροφημένη στην οθόνη του κινητού της. Έστελνε μηνύματα και φωτογραφίες του εαυτού της στο αγόρι της για αυτόν τον μήνα...

Έμεινε να χαζεύει το όμορφο θέαμα για λίγα λεπτά ακόμη, ανενόχλητη από τους συνεπιβάτες της. Της άρεσε να αναμειγνύεται με τον κόσμο, να χάνεται μέσα στο πλήθος, κι ας της έπαιρνε τουλάχιστον σαράντα λεπτά να φτάσει από το πανεπιστήμιο μέχρι τα ανατολικά προάστια που βρισκόταν το σπίτι τους. Οι θετοί γονείς της ήταν πάντοτε υπερπροστατευτικοί λόγω κυρίως της θέσης του πατέρα της. Απαιτούσαν να έχει δική της ασφάλεια και αμάξι να την πηγαινοφέρνει. Διπλωμάτης ο Φαγιάντ βλέπεις. Όλα τα μάτια επάνω του. Τους τελευταίους μήνες τα μέτρα γινόταν όλο και αυστηρότερα. Σαν κάτι να ήξεραν οι δικοί της που ο υπόλοιπος κόσμος δεν το γνώριζε.

Μα εκείνη την ημέρα τους παράκουσε. Έφυγε νωρίτερα από το πανεπιστήμιο μαζί με τη Σάρι. Ήπιαν τον καφέ τους στην παραλία και αποφάσισε να γυρίσει με το αστικό που όλο και ανηφόριζε αγκομαχώντας... Που όλο και πήγαινε προς τα ανατολικά.

Κατέβηκαν τρεις στάσεις αργότερα. Κρατούσε στην αγκαλιά τα βιβλία της φίλης της ώστε εκείνη να μπορεί να πληκτρολογεί ευκολότερα.

«Ουφ, Νιλ, μην είσαι ξενέρωτη. Τα μάτια σου όλο στα χρώματα, στα βιβλία και στα κτίρια. Βρες κάποιον. Βγες, διασκέδασε...»

Δεν ήταν σαν τη Σάρι εκείνη. Δεν πίστευε σε έρωτες. Τα αγόρια της παρέας της την άφηναν αδιάφορη. Οι συμφοιτητές της το ίδιο κι ας τη γλυκοκοίταζαν. Ναι.. εκείνη το μυαλό της το είχε στο στόχο. Στα χρώματα, στα βιβλία και στα κτίρια. Στο ξύλο, στο γρανίτη, στο μάρμαρο. Στα σχέδια των κτιρίων. Σε γραμμές και σε επιφάνειες...

Έξαφνα η γη κάτω από τα πόδια της άρχισε να τρέμει. Νόμιζε πως ζαλιζόταν, πως ίσως είχε αρρωστήσει. Μπορεί να μην είχε φάει καλά για πρωινό. Έτσι θα της φάνηκε. Και η Σάρι συνέχιζε να περπατά ανέμελη πλάι της χωρίς να καταλαβαίνει. Ναι, έτσι θα της φάνηκε.

«Εσύ χάνεις. Σκέψου να έχεις δίπλα σου ένα αγόρι όμορφο, μελαχρινό... Πως θα σου...»

Η φωνή της φίλης χάθηκε. Το τρέμουλο κάτω από τα πόδια τους έγινε πιο δυνατό. Η μελαχρινή κοπέλα γύρισε και την κοίταξε με τρόμο. Φωνές και ουρλιαχτά γύρω τους άρχισαν να γίνονται πιο δυνατά. Σεισμός ήταν;

Δυο μεγάλα άρματα στρατιωτικά διέσχισαν τον κεντρικό δρόμο. Ο θόρυβος τους έκοβε την ανάσα. Επιβλητικά με ύψος τουλάχιστον τρία μέτρα, σαν θηρία έκαναν τους πολίτες να τρέχουν αλαφιασμένοι. Επάνω τους βρισκόταν στρατιώτες που πυροβολούσαν αδιακρίτως. Τράβηξε τη Σάρι από το χέρι που στεκόταν μουδιασμένη δίπλα της. Έτρεξαν προς άγνωστη κατεύθυνση. Κι άλλες σφαίρες. Έβλεπε ανθρώπους να πέφτουν γύρω της, λίγα μέτρα πιο μπροστά, λίγα μέτρα παραπέρα. Έτρεχε, έτρεχε μέχρι που τα πόδια της λύγισαν. Κρύφτηκε πίσω από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, μέχρι που ένιωσε το τρέμουλο να σταματά και τις σφαίρες να απομακρύνονται. Παντού σκόνη και πτώματα. Παντού αίμα και κόσμος να τρέχει. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα και τον ασταμάτητο βήχα....


Έτσι έβηχε και τώρα. Είχε δυο βδομάδες που τα πνευμόνια της την πρόδιδαν. Κάθε βράδυ έπεφτε στο στρώμα της εξαντλημένη και δεν σταματούσε λεπτό να βήχει. Τρανταζόταν ολόκληρο το κορμί της και το στήθος της είχε αρχίσει να πονά με κάθε αναπνοή. Ένιωθε πως χρειαζόταν κάτι ζεστό, μα που να το βρει; Με το ζόρι νερό και κάτι ξεροκόμματα ψωμί τους μοίραζαν μαζί με βρισιές και ξύλο.

Άφαντος ο Ορέστης. Δέκα μέρες τώρα είχε να φανεί. Παραφύλαγε σαν εξαρτημένη από ισχυρό ναρκωτικό να τον δει ανάμεσα στους υπόλοιπους, μα εκείνος πουθενά. Κι όσο ο βήχας της μεγάλωνε, τόσο αυξάνονταν και η ανάγκη του να τον δει. Κι όσο δεν τον έβλεπε, τόσες περισσότερες εικόνες από το παρελθόν έρχονταν μπροστά στα μάτια της σαν κινηματογραφική ταινία.

Πως μετά το περιστατικό αυτό, γύρισε στο σπίτι κι έμαθe πως ο πατέρας της είχε εκτελεστεί. Πως από τότε ποτέ δεν ήταν ασφαλής. Πως μάζεψαν με τη μητέρα της και κάποιους πιστούς συνεργάτες τα βασικά και κρύβονταν σε ερείπια. Θυμόταν τις βόμβες, τους πυροβολισμούς, τις σειρήνες. Άκουγε τη μητέρα της να θρηνεί βουβά και να την κρατά από το χέρι συνέχεια. Έβλεπε την αγωνία στο βλέμμα της και τρόμαζε ακόμη περισσότερο. Μέχρι που την έβαλε στη βάρκα, σε αυτήν την καταραμένη βάρκα που την ξέβρασε εδώ. Πέντε χρόνια είχε να δει χαρά στη ζωή της. Πέντε βασανιστικά χρόνια που δεν έλεγαν να περάσουν.

Έτριβε με τόση μανία τα ποδαρικά ενός παλιού επίπλου που τα χέρια της είχαν σχεδόν ματώσει από το κρύο και την υγρασία. Κάθε τόσο σταματούσε κι έβηχε κρύβοντας το πρόσωπό της μέσα στη κόγχη του αγκώνα της. Σήμερα είχε αποφασιστεί γενική καθαριότητα. Τους είχαν αναγκάσει να μεταφέρουν τα βαριά έπιπλα στην αυλή κουβαλώντας τα μέχρι και πέντε ορόφους. Άλλες καθάριζαν αυτά, άλλες έτριβαν και έπλεναν τους τοίχους στο εσωτερικό του κτιρίου. Μια τρίτη ομάδα είχε βγει και πάλι στους δρόμους να μοιράζει φυλλάδια. Τους άντρες δεν τους είχε δει ποτέ ξανά. Μάλλον τους είχαν στείλει αλλού ή ποιος ξέρει τι...

Δεν ήθελε να σκέφτεται. Προσπαθούσε να σφραγίσει το μυαλό της και απλά να μη σκέφτεται τίποτα. Ούτε εκείνον, ούτε τον πόλεμο, ούτε την οικογένεια της. Μονάχα την επιβίωση. Γιατί άλλωστε; Ο πόλεμος ήταν μακριά της, την οικογένεια της δεν ήξερε αν θα την έβλεπε ξανά και ο Ορέστης ούτε που νοιαζόταν για εκείνη. Με μια γελοία αφορμή την είχε εγκαταλείψει έτσι απλά. Σε λίγο θα την παρέδιδε και στα χέρια των διωκτών της. Δεν ήξερε αν θα έπρεπε να νιώσει θυμό ή απογοήτευση. Κάθε βράδυ τα έβαζε κάτω, τα μετρούσε, τα ζύγιαζε και πάλι δεν έβγαζε άκρη. Οπότε, έσφιγγε τα χείλη και συνέχιζε τη σκληρή δουλειά. Καλύτερα έτσι. Καλύτερα να μη σκέφτεται...

Φωνές της κέντρισαν το ενδιαφέρον. Σήκωσε το κεφάλι βήχοντας. Δυο άντρες είχαν αρπάξει μια γυναίκα, την είχαν σύρει στη μέση της αυλής και είχαν ανοίξει το λάστιχο. Το παγωμένο νερό έτρεχε επάνω στο σώμα και τα μαλλιά της. Ξεφώνιζε και προσπαθούσε να ξεφύγει, αλλά της πατούσαν τα χέρια και τα πόδια γελώντας. Οι περισσότεροι της οργάνωσης είχαν μαζευτεί και παρακολουθούσαν το θέαμα.

«Καλά να πάθεις, μαλακισμένη!» φώναζε ο Γιώργος, ο φαλακρός και πιο αιμοβόρος από εκείνους, δίνοντας της μια γερή σπρωξιά στην πλάτη, με αποτέλεσμα η γυναίκα να διπλωθεί στα δύο. Ορίστε, Ορέστη... Αυτά κάνει η απουσία σου. Έρμαια τους άφησες στις διαθέσεις των άλλων. Άρπαξε το λάστιχο από έναν νεώτερο και της έβρεξε το πρόσωπο με μανία.

Οι άλλες γυναίκες της αυλής είχαν σταματήσει τη δουλεία τους, μα δεν τολμούσαν να σηκώσουν το κεφάλι, ούτε φυσικά να αντιδράσουν αν δεν ήθελαν να μην πάθουν τα ίδια. Ακόμη και όταν το μένος τους σταμάτησε και εξαφανίστηκαν από την αυλή, καμία δεν τόλμησε να πλησιάσει.

Μα η Νιλ δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή να διστάσει. Γονάτισε κοντά στη γυναίκα που είχε κουλουριαστεί και έτρεμε ασταμάτητα. Προσσφέρθηκε να την βοηθήσει να σηκωθεί, μα η γυναίκα παρέμενε άκαμπτη.

«Θα σου φέρω άλλα ρούχα,» ψιθύρισε στα αραβικά και έτρεξε προς το εσωτερικού του κτιρίου. Είχε μόλις διανύσει λίγα μέτρα στο δεύτερο όροφο, όταν η πόρτα μπροστά της άνοιξε και εμφανίστηκαν δυο άνδρες με κουστούμια και χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες. Πισωπάτησε. Τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν καθώς αναγνώρισε τα πρόσωπά τους. Ήταν εκείνοι. Οι διώκτες της. Κρύφτηκε πίσω από τον τοίχο, σφίγγοντας τα χέρια της με μανία επάνω στο στόμα της για να μη βηχήξει.

«Με... με συγχωρείτε,» άκουσε την φωνή ενός άλλου με τα χαρακτηριστικά ρούχα της οργάνωσης να τους καθοδηγεί. «Ο Ορέστης λείπει και εγώ... εγώ...»

«Δεν πειράζει. Ένα έλεγχο θα κάνουμε και θα φύγουμε. Τίποτα σημαντικό. Πιστεύουμε ότι έχετε κάτι που ψάχνουμε. Απλά φέρτε τις γυναίκες που έχετε».

***

«Μάξιμε, ένα ακόμη».

Το πόδι της τριβόταν επίμονα επάνω στο δικό του εδώ και ώρα. Η ξανθιά γυναίκα έμοιαζε πιο προκλητική από ποτέ με το κόκκινο φόρεμα της να ανεβαίνει κάθε ώρα και εκατοστό για να αποκαλύψει τα λεπτά πόδια που κουλουριαζόταν σαν φίδια στο σκαμπό.

Ο μπάρμαν, ο Μάξιμος, άφησε τα ποτά τους και μετακινήθηκε στην άλλη άκρη του μπαρ, αφήνοντάς τον μόνο με την εντυπωσιακή γυναίκα. Είχε βρεθεί σκόπιμα στο μαγαζί μόνη ελπίζοντας να τον συναντήσει και να τον ξεμοναχιάσει.

«Σε χάσαμε, Ορέστη,» του είπε κι άναψε κι εκείνη το τσιγάρο της. Η φωνή της ακούγονταν άχρωμη και αδιάφορη μέσα στο πολύβουο πλήθος των θαμώνων. «Ούτε στο δικό σου μαγαζί δεν εμφανίζεσαι.»

«Δεν ήξερα ότι σε βάλανε να μετράς απουσίες, Ράνια,» της απάντησε με σαρκασμό, μα εκείνη δεν πτοήθηκε. Γέλασε με το δήθεν αστείο του ρίχνοντας το κεφάλι της προς τα πίσω. Το μακιγιάζ της την έκανε να μοιάζει τρομακτική και ψεύτική. Η γυναίκα που είχε μπροστά του δεν ήταν η Νιλ. Εκείνος αποζητούσε το καθαρό νεανικό της δέρμα, απογυμνωμένο, και τα μάτια τα άδολα και τα φουρτουνιασμένα. Καμιά γυναίκα στον κόσμο δεν θα μπορούσε να του τα δώσει αυτά.

«Ξέρεις...,» του είπε εκείνη ξανά και πλησίασε κοντά του. «Θα μπορούσες να έρθεις το βράδυ από το σπίτι. Να περάσουμε καλά».

Σάστισε εκείνος. Ήπιε μια γουλιά από το ποτό του. Είχε να κοιμηθεί με γυναίκα πέντε μήνες. Θυμήθηκε το λίγωμα της σάρκας, τη γλύκα του γυναικείου κορμιού που τον τυραννούσε. Με την ίδια είχε πάει πριν τόσον καιρό. Από το δικό της διαμέρισμα είχε φύγει αναστατωμένος με τη Νιλ στο μυαλό του. Δεν μπορούσε να σκεφτεί καμία άλλη.

Γύρισε και την κοίταξε. Τα μάτια της φανέρωναν πόθο και βεβαιότητα. Θα μπορούσε να δοκιμάσει. Θα μπορούσε να πάει... έστω για μια φορά ακόμη.

«Ὀχι,» χαμογέλασε ευγενικά και άρπαξε το κινητό του που τόση ώρα δονούνταν. Ο αριθμός ήταν απόρρητος, οπότε κατάλαβε πως του τηλεφωνούσαν από την οργάνωση για την καθημερινή αναφορά. «Λέγε,» απαίτησε έχοντας βγει από το μαγαζί και ο νεαρός υπεύθυνος άρχισε να του εξηγεί αναλυτικά πως είχαν κινηθεί οι εργασίες στο κτίριο, σε τι εκαπιδεύτηκαν τα νέα μέλη.

«Α.. ήρθαν και κάτι τύποι το πρωί. Ήθελαν να δουν τις γυναίκες.»

Όλο του το κορμί τεντώθηκε από ανυπομονησία και οργή.

«Το πρωί; Και τώρα μου το λες;»

«Μα είπες να μην σ ενοχλήσουμε...»

«Τι στο διάολο ήθελαν; Δεν νομίζω να τους πήγες κάτω;»

Η καθυστέρηση στην απάντηση τον έκανε να καταλάβει την αλήθεια. Η Νιλ. Η μόνη σκέψη του ήταν σε αυτήν. Είχαν έρθει για χάρη της. Την κυνηγούσαν.

«Είπαν ότι είχαν μιλήσει σε σένα. Είχαν χαρτί με υπογραφή από τον αρχηγό. Τι να έκανα; Απλά είδαν τις γυναίκες. Ορκίζομαι. Δεν έκαναν κάτι άλλο. Τους πήγα στο υπόγειο, τις είδαν και έφυγαν... Αυτό.»

«Δεν θα ξανακάνεις τίποτα πριν με ειδοποιήσεις! Τίποτα! Ανίκανοι όλοι σας!»

Του έκλεισε το κινητό στα μούτρα και μανιασμένος άρχισε να ψάχνει στην τσέπη τα κλειδιά της μηχανής. Θα πήγαινε να ελέγξει. Θα πήγαινε να τη δει. Η Νιλ ήταν έξυπνο κορίτσι, έτσι; Θα είχε προλάβει να κρυφτεί, να φύγει. Θα πήγαινε να το επιβεβαιώσει.

Το κινητό του δονήθηκε ξανά κι εκείνος ήταν τόσο αναστατωμένος που ούτε κοίταξε την οθόνη.

«Τι θες πάλι;» ρώτησε με μανία, αλλά η φωνή που ακούστηκε δεν ήταν του συνεργάτη του, αλλά της Λυδίας.

«Ορέστη...» του είπε ξεψυχισμένα. «Η μαμά... Πρέπει να έρθεις στο νοσοκομείο αμέσως».  

Continue Reading

You'll Also Like

59.5K 8.3K 42
Flush Royal στον έρωτα
240K 16.8K 34
«Και ποια είναι η πρότασή σου;» «Συνεργασία Βολκόβ. Μια συνεργασία που δεν θα σπάσει εύκολα, θα είναι από τους δεσμούς που είναι ιεροί και δεν του...
46.8K 6.4K 35
"Ειλικρινά τι υπέροχο έχω δεσποινίς Ντέιζι? Πάντα καταλήγετε να ξεστομίζετε ανοησίες!"
612K 47.3K 60
Εκείνος νόμιζε οτι τα είχε ζήσει όλα. Μέχρι που την γνώρισε.