21. Καρδιές του σκότους

253 34 6
                                    


Το ζητήσατε και ήρθε.... Νωρίς αυτή τη φορά....  

  Έτρεχε μανιασμένος στους διαδρόμους των επειγόντων. Προσπαθούσε να βρει οικεία πρόσωπα, μα μάταια. Όλοι του έμοιαζαν παγωμένοι, λες και ο χρόνος είχε σταματήσει. Η Λυδία δεν του είχε αναφέρει λεπτομέρειες στο τηλεφώνημα τι είχε συμβεί, παρά μόνο το όνομα του νοσοκομείου.

Με βήμα ανοιχτό προχώρησε λίγο παραπέρα, μέχρι που τελικά μια νοσοκόμα τον είδε να ψάχνει σαν χαμένος και τον συνόδευσε μέχρι την άλλη πλευρά της πτέρυγας.

Οι δικοί του περίμεναν καθιστοί στα μεταλλικά παγκάκια. Ο πατέρας του είχε κλείσει το πρόσωπο του μέσα στις παλάμες και η αδερφή του αγκάλιαζε τον κορμό της με τα χέρια της.

"Τι έγινε; Που είναι η μάνα μου;"
"Λιποθύμησε, αγόρι μου. Δεν ξέρω... Σηκώθηκε να πάει μέχρι την κουζίνα. Και ζαλίστηκε... Δεν ξέρω... Ήμουν στο μπάνιο εγώ... Δεν ξέρω.... Τη βρήκε η Λυδία. Μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο τη συνεφέραμε, αλλά δεν ήταν καλά."

Είχαν αποφύγει τα χειρότερα σίγουρα. Η καρδιά του όμως δεν έπαψε να χτυπά δυνατά από την αγωνία. Η υγεία της μητέρας του ήταν εύθραυστη, αλλά ποτέ δεν είχε παρουσιάσει κάτι τέτοιο. Τί μπορεί να σήμαινε αυτό για την υγεία της; 

"Γιατί την αφήσατε να σηκωθεί; Που ήσουν, ρε Λυδία; Γιατί την άφησες μόνη της;"

"Εσύ που ήσουν; Για πες μας επιτέλους... Γιατί δεν ήσουν σπίτι; Γιατί δεν είσαι ποτέ σπίτι; Γιατί δεν κάθισες μια φορά μαζί της;»

Οι τόνοι είχαν υψωθεί τόσο με αποτέλεσμα κάποιοι από τους ασθενείς, τους συνοδούς και το προσωπικό να γυρίσουν και να τους κοιτάξουν.

«Παιδιά,» παρενέβη ο πατέρας τους πιο ήρεμος. «Τι συμπεριφορά είναι αυτή; Δεν ντρέπεστε; Ορέστη, στο φαρμακείο ήταν το κορίτσι. Γιατί το κατηγορείς; Κι εσένα, Λυδία, τι σε έπιασε; Ο Ορέστης δουλεύει, το ξέχασες;»

«Προφανώς και δουλεύει...,» μουρμούρισε η κοπέλα με κατακόκκινα μάτια και γύρισε από την άλλη πλευρά.

Για μισή σχεδόν ώρα δεν μιλούσε κανείς. Όλοι βουτηγμένοι στη σιωπή και την ανησυχία τους, περίμεναν κάποιον να τους ενημερώσει. Ο Ορέστης είχε γείρει προς τον τοίχο και περίμενε αμίλητος. Πέρα από την ανησυχία για τη μάνα τους, τον κυρίευε άγχος για την ασφάλεια της Νιλ. Κι αν αυτοί οι άνθρωποι την είχαν εντοπίσει; Όχι. Θα του το ανέφερε ο άλλος. Θα του έλεγε ότι ήρθαν και πήραν μια κοπέλα. Κι αν ερχόταν ξανά και του την έπαιρναν; Οι πληροφορίες ήταν ασαφείς. Έπρεπε να πάει από τα γραφεία της οργάνωσης, να μάθει. Μα πώς να φύγει από τη μάνα του; 

Μικρή ΒαλίτσαWhere stories live. Discover now