Η αδελφότητα των Ρόδων

By princessalira

38.7K 4.7K 271

Δύο αδερφές, Ένας άλυτος φόνος, Ένας μεγάλος έρωτας, Ένα πολύτιμο οικογενειακό κειμήλιο, και μια μυστική αδελ... More

Μια πρώτη γνωριμία
κεφάλαιο 1
κεφάλαιο 2
κεφάλαιο 3
κεφάλαιο 4
κεφάλαιο 5
κεφάλαιο 6
κεφάλαιο 7
κεφάλαιο 8
κεφάλαιο 9
κεφάλαιο 10
κεφάλαιο 11
κεφάλαιο 12
κεφάλαιο 13
κεφάλαιο 14
κεφάλαιο 15
κεφάλαιο 16
κεφάλαιο 17
κεφάλαιο 18
κεφάλαιο 19
κεφάλαιο 20
κεφάλαιο 21
κεφάλαιο 22
κεφάλαιο 23
κεφάλαιο 24
κεφάλαιο 25
κεφάλαιο 26
κεφάλαιο 27
κεφάλαιο 28
κεφάλαιο 29
κεφάλαιο 30
κεφάλαιο 31
κεφάλαιο 32
κεφάλαιο 33
κεφάλαιο 34
κεφάλαιο 35
κεφάλαιο 36
κεφάλαιο 37
κεφάλαιο 38
κεφάλαιο 39
κεφάλαιο 40
κεφάλαιο 41
κεφάλαιο 42
κεφάλαιο 43
κεφάλαιο 44
κεφάλαιο 45
κεφάλαιο 46
κεφάλαιο 47
κεφάλαιο 48
κεφάλαιο 49
κεφάλαιο 50
κεφάλαιο 51
κεφάλαιο 53
κεφάλαιο 54
κεφάλαιο 55
Μήνυμα

κεφάλαιο 52

424 70 4
By princessalira

Η Κρίστα επέστρεψε στη σουίτα της αμέσως μόλις ολοκληρώθηκε η διαδικασία του χτενίσματος της. Ευτυχώς είχε ακόμη λίγο χρόνο στη διάθεση της και θα προλάβαινε να φτιάξει και τη βαλίτσα της. Καθώς άνοιγε πολύ προσεκτικά συρτάρια και ντουλάπια επιλέγοντας ανοιχτόχρωμα βραδινά φορέματα και στενά επώνυμα τζιν αναρωτιόταν για ποιο λόγο είχε καθυστερήσει τόσο πολύ να την ενημερώσει ο κέβιν πως υπήρχε έστω και μια περίπτωση να ταξιδέψουν τόσο σύντομα. Της φαινόταν βεβαίως κάπως παράξενο όλο αυτό αλλά δεν θα καθόταν κιόλας να το σκεφθεί περισσότερο. Αν εκείνος το ήθελε να γίνει έτσι, τότε έτσι θα γινόταν. Κρίμα μόνο που της είχε πει να περιοριστεί σε μια και μόνο βαλίτσα.

Κάποτε την έκλεισε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη για άλλη μια φορά. Της άρεσε αυτό που έβλεπε αν κι έμενε ακόμη να ξαναβάλει κραγιόν και βέβαια να φορέσει και τα κοσμήματα.

Χαμογέλασε στο είδωλο της και πήγε να πάρει την κοσμηματοθήκη της. Ο Κέβιν ήθελε να φορέσει κόκκινη τουαλέτα κι αυτό είχε κάνει θέλοντας να τον ευχαριστήσει όσο μπορούσε πιο πολύ. Το φόρεμα ήταν μακρύ, πολύ μακρύ, της έφτανε ως τους αστραγάλους κι άφηνε εκτεθειμένο ένα μέρος της πλάτης της, ενώ το ντεκολτέ του εκείνη θα το προτιμούσε κάπως πιο βαθύ. Μα εντάξει, δεν πείραζε και τόσο...

Άνοιξε την κοσμηματοθήκη κι έβγαλε μια ρουμπινένια καρφίτσα που είχε σκαλισμένο πάνω της το κεφάλι ενός ζώου που μάλλον λιοντάρι ήταν. Την άνοιξε κι αυτή και την κούμπωσε πάνω της πολύ προσεκτικά.

Μετά, έβγαλε άλλο ένα μοναχικό ρουμπίνι που είχε το σχήμα σταγόνας και ήταν περασμένο σε μια λεπτεπίλεπτη αλυσιδίτσα και το κρέμασε κι αυτό στο λαιμό της πλάι στην καρφίτσα.

Στο δεξί της χέρι φόρεσε κι ένα από τα δαχτυλίδια που της χάρισε λίγο καιρό πριν ο κέβιν και μετά σταμάτησε σκεπτική. Ήθελε να φορέσει κι άλλο δαχτυλίδι καθώς κι ένα ζευγάρι σκουλαρίκια έστω και πολύ διακριτικά αλλά δεν το τόλμησε από φόβο για το τελικό αποτέλεσμα. Το γνώριζε πολύ καλά το πώς τις χαρακτήριζαν τις γυναίκες που έκαναν υπερβολική φιγούρα κι επίδειξη, και καθόλου δεν ήθελε να πούνε τα ίδια και γι'αυτή. Έτσι έκλεισε την κοσμηματοθήκη και την έβαλε πίσω στη θέση της.

Μετά πήρε την τσάντα και το πανάκριβο φίνο παλτό της και κάλεσε κάποιον από τη ρεσεψιόν για να της μεταφέρει τη βαλίτσα της ως το αυτοκίνητο, η οποία ήταν τελικά αρκετά βαριά. Κι όταν έγινε κι αυτό ευχαρίστησε τον γκρουμ και του έβαλε διακριτικά στο χέρι ένα χαρτονόμισμα. Έπειτα μπήκε στη θέση του οδηγού κι έβαλε μπροστά. Ήταν ώρα πια να ξεκινήσει για το σπίτι του κέβιν.

Ο κέβιν αμέσως μόλις ολοκλήρωσε το μπάνιο και το ντύσιμο του κοίταξε κάπως αγχωμένος την ώρα. Κόντευε κιόλας εφτά και μισή, πάλι καλά που είχε αποφασίσει να φύγει σχετικά νωρίς από το γραφείο του διαφορετικά μόλις και μεταβίας θα προλάβαινε να τα ρυθμίσει όλα.

Έριξε μια τελευταία πονεμένη ματιά στις δυο πλακέτες που εξακολουθούσαν να βρίσκονται πάνω σε ένα ράφι ενός ξύλινου και σκαλιστού επίπλου στη βιβλιοθήκη του, κι έκανε τη σκέψη για ακόμη μια φορά πως όταν η βραδιά αυτή θα έφτανε στο τέλος τους δε θα ήταν πια εκεί και πως κάτι άλλο πολύ πιο πολύτιμο θα ερχόταν να τις αντικαταστήσει.

Στέναξε και κούνησε δυνατά το κεφάλι του για να καθαρίσει το νου του. Χρειαζόταν ένα ποτό, το πρώτο της βραδιάς το οποίο θα το έπινε μόνος κατά πάσα πιθανότητα.

Άνοιξε λοιπόν την πόρτα της βιβλιοθήκης του και με σταθερό βήμα πήγε να βρει την οικονόμο του.

-Κούκλος είσαι, Κέβιν, μπράβο, βλέπω πως δεν ξέχασες να φροντίζεις τον εαυτό σου.

Η έλεν τον καλοδέχτηκε στο σαλόνι. Ο χρηματιστής την πλησίασε χαμογελώντας με απόλαυση. Είδε πως κι εκείνη δεν πήγαινε πίσω.

-ευχαριστώ, έλεν, κι εσύ όμως στις ομορφιές σου είσαι.

-Βρίσκεις; Να είσαι καλά. Το δώρο μου το βρήκες;

-όχι, πού είναι;

Η οικονόμος γέλασε συγκρατημένα πλησιάζοντας στο μπαρ ξέροντας πολύ καλά τι ήταν αυτό που είχε τώρα ανάγκη ο εργοδότης της.

-εκεί που το έβαζα πάντα, στο δωμάτιο σου.

-αχ, έλεν, ποτέ δε θα αλλάξεις τελικά; Σε ευχαριστώ πάρα πολύ. Θα το δω απόψε, όταν θα έχουν πια αποχωρήσει όλοι.

Η οικονόμος έγνεψε και άφησε μπροστά του ένα χαμηλό ποτήρι με το αγαπημένο του ουίσκι κι άρχισε να απομακρύνεται για να βγει από τον τεράστιο χώρο ο οποίος ήταν γιορτινά και λαμπρά διακοσμημένος.

-είναι όλα εντάξει, έτσι;

-ασφαλώς, μη σε νοιάζει τίποτα.

Ο κέβιν ήπιε μια μικρή γουλιά αφήνοντας το μωβ υγρό να του κάψει γλυκά κι ευχάριστα πρώτα τη γλώσσα κι έπειτα το λαιμό. Κι ύστερα αναρωτήθηκε πού να ήταν εκείνη την ώρα ο αλεξάντερ...

Τότε άκουσε το κινητό του να χτυπάει και το κοίταξε βιαστικά.

-Ναι, αγάπη μου, πού είσαι;

-έφτασα, Κέβιν, μόλις έφτασα.

Η φωνή της Κρίστα ακούστηκε τσιριχτή τόσο που ο Κέβιν απομάκρυνε λίγο το τηλέφωνο από το αφτί του.

-Υπέροχα, γλυκιά μου. Δείξε την πρόσκληση σου και εγώ θα είμαι στην πόρτα για να σε υποδεχθώ όπως πρέπει.

-εντάξει, έρχομαι.

Δυο λεπτά αργότερα η πόρτα άνοιγε από μέσα και η κρίστα έπεφτε καταχαρούμενη και λαχανιασμένη στην αγκαλιά του χρηματιστή.

-δε φαντάζεσαι πόσο χαίρομαι που ήρθες πρώτη από όλους, μα για να σε δω...

Την απομάκρυνε λίγο για να μπορέσει να την κοιτάξει με την ησυχία του κι εκείνη ικανοποιήθηκε απερίγραπτα όταν είδε εκείνη τη γνωστή της πια σπίθα να περνάει για λίγο από το βλέμμα του.

Ο Κέβιν την έσφιξε πάνω του με δύναμη.

-είσαι σίγουρα η καλύτερη, γλυκιά μου. Ακόμη δεν έχω δει καμιά άλλη από τις κυρίες μα δεν έχω καμιά αμφιβολία γι'αυτό που σου λέω.

Η κρίστα τιτίβισε κάτι ασυνάρτητο από τη χαρά της.

-πού είναι ο μπάτλερ; Και οι υπόλοιποι υπηρέτες;

-Όλοι εδώ είναι και θα τους γνωρίσεις σε λίγο αλλά τους έδιωξα για μια στιγμή μόνο και μόνο για να σε υποδεχθώ ολομόναχος, δεν έκανα καλά;

-Πολύ καλά, λοιπόν, ετοίμασα και τη βαλίτσα, την έχω στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου μου.

-Μπράβο, λοιπόν; Θέλεις ένα ποτό; Νομίζω πως έφτασε η ώρα να σε ξεναγήσω στη βίλα. Οι υπόλοιποι θα αρχίσουν να καταφτάνουν μέσα στα επόμενα λίγα λεπτά.

Η Κρίστα τον άρπαξε τρισευτυχισμένη από το μπράτσο αρχίζοντας να περπατάει μαζί του στην είσοδο του σπιτιού. ένιωθε πως ζούσε επιτέλους το πιο τρελό της όνειρο.

Η Λόρεν όλη εκείνη τη μέρα είχε δουλέψει στο γραφείο του αδερφού της καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια να βγάλει από το νου της τον αλεξάντερ. Την είχε πληγώσει βαθιά η συμπεριφορά του επειδή πίστευε πως τα πράγματα ανάμεσα τους έμπαιναν σε καλύτερο δρόμο το τελευταίο διάστημα. Από τότε που της είχε πει πως ήθελε να βάλει κάποια απόσταση ανάμεσα τους για λίγο είχε παραμείνει κλεισμένη στο σπίτι της ακούγοντας κλασική μουσική και πίνοντας εναλλάξ τσάι και κρασί. Όμως αυτό το πρωί αποφάσισε πως είχε φτάσει η ώρα να βγει από εκεί μέσα και τηλεφώνησε νωρίς στον αδερφό της ρωτώντας τον αν υπήρχε δουλειά γι'αυτή στο γραφείο του. Κι όταν πήρε καταφατική απάντηση ντύθηκε κι έφυγε κλείνοντας το κινητό της.

Για τις επόμενες οχτώ ώρες είχε δουλέψει όσο πιο σκληρά μπορούσε εξετάζοντας σπίτια στο διαδίκτυο και κλείνοντας ραντεβού στους υποψήφιους αγοραστές κι ενοικιαστές όμως... Όμως οι ώρες είχαν περάσει κι έτσι είχε έρθει το βράδυ αναγκάζοντας τη να χαιρετίσει τον αδερφό της και να φύγει από το γραφείο του.

Όσο κι αν τα είχε καταφέρει να αποφύγει τη σκέψη για τα γενέθλια του Κέβιν ως τότε, αυτό άλλαξε όταν κοιτάζοντας το ρολόι της είδε πως η ώρα κόντευε οχτώ. Δεν ήθελε να επιστρέψει στο κρύο κι άδειο της σπίτι την ίδια ώρα που ο Αλεξάντερ θα διασκέδαζε παρέα με κάποια όμορφη κι ολόδροση γυναίκα. Πολύ θα του άξιζε να πήγαινε ως εκεί και να κάνει μια τεράστια σκηνή μα...

Δεν ήταν γι'αυτή τέτοια πράγματα. Μπήκε σε ένα κακοφωτισμένο μπαρ στο οποίο δεν είχε ξαναπάει ποτέ και ζήτησε να της φέρουν ένα ποτήρι λευκό κρασί.

Μετά, έβγαλε από την τσάντα το τάμπλετ και το κινητό της και τα ενεργοποίησε και τα δυο για να περάσει την ώρα της.

Όπως ήταν λογικό αμέσως μόλις είδε την ένδειξη για τα νέα φωνητικά μηνύματα ένιωσε τα χέρια της να ιδρώνουν και στην αρχή προσπάθησε να αδιαφορήσει γι'αυτά μα βέβαια δεν τα κατάφερε. Έφερε τρέμοντας το τηλέφωνο στο αφτί της κι άκουσε την κουρασμένη φωνή του αλεξάντερ να τη ρωτάει για το πώς ήταν.

Κι όταν τελείωσε το μήνυμα δεν ήξερε αν ήθελε να κλάψει ή να γελάσει. Να λοιπόν που την έψαξε και μάλιστα πολύ σύντομα αλλά γιατί; δεν περνούσε καλά με την καινούρια του παρέα;

Δεν ήξερε πως θα κατέληγαν τα πράγματα μεταξύ τους, ήξερε μόνο πως κι αν ακόμη τον συγχωρούσε δε θα το έκανε τόσο εύκολα έπειτα από μια του μόλις λέξη. Του έστειλε λοιπόν γραπτά την απάντηση της και μετά αφοσιώθηκε πάλι στο κρασί και στο τάμπλετ της με ανανεωμένη διάθεση.

Η είδηση για μια μεγάλη έκρηξη στο κέντρο σχεδόν του Λονδίνου έσκασε σαν βόμβα στο διαδίκτυο, όχι μόνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τα οποία ασφυκτιούσαν από κίνηση μια τέτοια βραδινή ώρα αλλά και στο σκοτεινό δίκτυο, εκεί όπου τα πάντα ήταν μεν πιο ήσυχα στην επιφάνεια, στο εσωτερικό όμως έβραζαν σαν φλεγόμενο καζάνι. Από εκεί ήταν που άρχισαν να πέφτουν κι όλες οι πληροφορίες σαν βροχή ώστε να αρχίσει να τις μαζεύει κι ο Τζάξον. Εδώ και λίγη ώρα είχε σταματήσει για λίγο να δουλεύει προσπαθώντας να πάρει μια ανάσα και να ατσαλώσει τον εαυτό του για τις δύσκολες ώρες που θα ακολουθούσαν.

Ωστόσο επειδή τίποτα δεν ήταν ικανό να τον κρατήσει μακριά από τις οθόνες του για πολύ, λίγο αργότερα γλιστρούσε απαρατήρητος στο σκοτεινό δίκτυο και διάβαζε τα όσα γράφονταν εκεί. Κάποιοι μιλούσαν για μια τζάγκουαρ, κάποιοι έλεγαν πως ήταν νεκρός γνωστός επιχειρηματίας της χώρας, το όνομα του οποίου θα γινόταν γνωστό μέσα στην επόμενη ώρα, ενώ κάποιοι άλλοι, τέλος, ισχυρίζονταν με έμφαση πως η έκρηξη αυτή είχε κοστίσει τη ζωή ενός πασίγνωστου μοντέλου.

Ο Τζάξον προβληματίστηκε κάπως από όλα αυτά που διάβασε κι άρχισε να ερευνά το θέμα όσο καλύτερα μπορούσε, αφού όλα ήταν πολύ θολά ακόμη. Ήξερε ωστόσο καλά από το που έπρεπε να ξεκινήσει. Ήταν ανάγκη να μάθει σε ποιο σημείο ακριβώς της πόλης είχε γίνει η έκρηξη, αν είχε αυτή την πληροφορία τότε πολλά θα ξεκαθάριζαν.

Δεν πρόλαβε καλά- καλά η Νάταλι να χτυπήσει την πόρτα του Λέσλι κι εκείνη άνοιξε ως δια μαγείας. Η κοπέλα τραβήχτηκε ξαφνιασμένη μα μόνο για μια στιγμή. Ο Λέσλι στεκόταν στο κατώφλι του σπιτιού κοιτάζοντας τη με κάτι που έμοιαζε με αληθινή λατρεία. Κούτσαινε ελαφρά ενώ στο ένα του χέρι κρατούσε μια πατερίτσα. Για λίγο δε

Μίλησε κανείς τους, έμειναν μόνο έτσι να κοιτάζονται κάπως αμήχανοι. Μα τελικά ήταν ο Λέσλι που με μια απότομη κίνηση πέταξε την πατερίτσα και της άνοιξε την αγκαλιά του ενώ στηριζόταν στην πόρτα.

Η Νάταλι καθόλου δε δίστασε, αντιθέτως έτρεξε και χώθηκε εκεί μέσα.

Ξαφνικά ένιωθε ήρεμη, ασφαλής, σχεδόν ευτυχισμένη. Παρέμεινε ακίνητη για κάμποση ώρα, νιώθοντας τα χέρια του στους ώμους της κι έπειτα μέσα στα μαλλιά της, και εισπνέοντας το ίδιο πάντα γνώριμο κι αγαπημένο του άρωμα.

-Πάμε μέσα, μικρή; Θα γίνουμε θέαμα το ξέρεις;

Ο Λέσλι έκλαιγε και γελούσε την ίδια στιγμή αλλά ούτε που το αντιλαμβανόταν καν, τόση ήταν η χαρά του που την κρατούσε και πάλι.

-ναι βέβαια, Λέσλι... λυπάμαι πραγματικά για τη μητέρα σου... είχα την ελπίδα πως θα πήγαινε καλύτερα σιγά- σιγά...

Τραβήχτηκε λίγο και τον κοίταξε με μάτια υγρά και θλιμμένα.

-Μη στενοχωριέσαι, έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα ήταν καλό γι'αυτή που ήρθε το τέλος πλέον, κι ο θεός να με συγχωρέσει γι'αυτό που είπα.

-Καταλαβαίνω τι λες, δυστυχώς από ένα σημείο και μετά γυρισμός δεν υπάρχει σε τέτοιες περιπτώσεις.

-Ναι, έτσι είναι. Έλα πάμε μέσα.

Η Νάταλι τον ακολούθησε μέσα στο σπίτι αφού πρώτα έσκυψε και μάζεψε την πατερίτσα από κάτω.

-Δε μου λες, τους έχεις ειδοποιήσει όλους τους συγγενείς;

-ναι, αλλά κάποια τηλεφωνήματα τα ανέλαβε η αδερφή μου.

-Πού είναι αλήθεια;

-έρχεται. Νάταλι, δεν πιστεύω να φύγεις, θέλω να πω... πες μου πως ήρθες για να μείνεις.

Η νάταλι που είχε αρχίσει αυτόματα να συγυρίζει το σπίτι στράφηκε να τον κοιτάξει.

-εσύ τι θέλεις να κάνω;

-Να μείνεις μαζί μου, στο πλευρό μου, κι όχι μόνο μέχρι να τελειώσει όλο αυτό.

-δε νομίζεις πως είναι κάπως πρόωρο να συζητάμε για κάτι τέτοιο;

-όχι, καθόλου δεν το νομίζω. Δε μας χρειάζεται χρόνος να γνωριστούμε από την αρχή, και η απώλεια της μητέρας μου με βαραίνει ήδη πάρα πολύ. Σε χρειάζομαι στο πλάι μου, και τώρα και πάντα. Σου δίνω και πάλι το λόγο μου πως δεν ένιωσα τίποτα ποτέ για εκείνη τη νοσοκόμα.

-Μου λες την αλήθεια;

-Νάταλι, ούτε το όνομα της δε θυμάμαι καλά- καλά.

-το θυμάμαι όμως εγώ...

-Καλά θα κάνεις να το ξεχάσεις.

Έκανε να την πλησιάσει αλλά μια σουβλιά πόνου στο πόδι τον έκανε να κοντοσταθεί, έτσι βιάστηκε να τον πλησιάσει εκείνη.

-Υπόσχεσαι πως δε θα το ξανακάνεις ποτέ αυτό; Υπόσχεσαι πως δε θα με απατήσεις δεύτερη φορά;

-έχεις το λόγο μου, ποτέ ξανά. Λοιπόν, θα με συγχωρέσεις; Έλα πες το ναι γιατί σε λίγο θα αρχίσει να χτυπάει το κουδούνι.

Η Νάταλι του ανακάτεψε τα μαλλιά πηγαίνοντας τον ως τον πλησιέστερο καναπέ.

-ναι λοιπόν.

-ευτυχώς, ευτυχώς, σε ευχαριστώ τόσο πολύ... Θα φροντίσω να μην το μετανιώσεις.

-Το καλό που σου θέλω.

Τότε έσκυψε να τη φιλήσει ο Λέσλι στα χείλη μα τους διέκοψε το κουδούνι.

Έβαλαν και οι δυο τα γέλια όσο παράταιρο κι αν ήταν αυτό δεδομένων των τόσο δυσάρεστων συνθηκών κάτω από τις οποίες είχαν μόλις συναντηθεί.

Η Ρόζαλιν άκουσε το κουδούνι της εξώπορτας ακριβώς την ώρα που έριχνε μια τελευταία κριτική ματιά στον καθρέφτη της. Ένα σκληρό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της καθώς πήγαινε προς την πόρτα. Τώρα θα έβλεπε κι ο Αλεξάντερ και όλοι τους.

Άνοιξε επιτρέποντας στο χαμόγελο της να πλατύνει.

-Καλησπέρα, στην ώρα σου όπως πάντα, έλα μέσα μια στιγμή και φεύγουμε αμέσως.

Ο αλεξάντερ μπήκε στο σπίτι αδυνατώντας να τραβήξει το βλέμμα του από πάνω της. Ήταν όμορφη, διαβολεμένα όμορφη, ελκυστική κι επιθυμητή.

-είσαι εκπληκτική το λιγότερο.

Η ρόζαλιν άρχισε να κάνει σβούρες και πιρουέτες δίπλα του ξεσπώντας σε γέλια που θα της επέτρεπαν να εκτονωθεί.

Είδε τα μάτια του να καρφώνονται στο λαιμό της, ή καλύτερα στο κόσμημα που τον στόλιζε. Για μια στιγμή κράτησε την ανάσα της θέλοντας να δει την αντίδραση του Αλεξάντερ στη θέα του ρουμπινιού που φώλιαζε εκεί.

Αυτό που φορούσε δεν ήταν το περίφημο περιδέραιο του παππού του, μα ένα άλλο μικροσκοπικό ρουμπίνι που ανήκε κάποτε στην αμέλια και ήταν δώρο μιας θείας που της το χάρισε λίγο πριν κλείσει τον πρώτο χρόνο της ζωής της.

-Λοιπόν; Τι λες για το ρουμπίνι μου; Δεν ταιριάζει με το φόρεμα;

-Ο συνδυασμός τους σκοτώνει πράγματι, γλυκιά μου.

Ο αλεξάντερ σηκώθηκε και τύλιξε απαλά τα χέρια του γύρω της.

-Κι αυτό το άρωμα που φοράς τι είναι;

-Για σκέψου λίγο... μύρισε με καλύτερα αν θέλεις...

Η ρόζαλιν πίεσε σχεδόν ξεδιάντροπα το σώμα της πάνω του νιώθοντας αμέσως τον ερεθισμό του.

Ο Αλεξάντερ την έσφιξε άγρια παλεύοντας να συγκεντρωθεί στη μυρωδιά που τον ξετρέλαινε.

-Λουλούδι δεν είναι;

-Ακριβώς, έλα, κοντά είσαι. Τι λουλούδι θα μπορούσα να φοράω εγώ συγκεκριμένα;

-Γαρδένια, γαρδένια είναι, φόνος με άρωμα γαρδένιας όπως και το βιβλίο σου...

-Μπράβο, είσαι πανέξυπνος, γι'αυτό ταιριάζουμε.

-Θέλω να σε φιλήσω και...

-αργότερα, αργότερα θα υπάρξει χρόνος για όλα. Προς το παρόν θα πρότεινα να ξεκινήσουμε για να είμαστε στην ώρα μας, τι λες; Διότι, αλεξάντερ, όλα την ώρα τους θέλουν, την ώρα τους και τον καιρό τους, τι λες;

Του φάνηκε ή μήπως ήταν κάπως αιχμηρή η φωνή της;

-έχεις δίκιο, έτσι ακριβώς είναι. Πάμε λοιπόν.

-ναι, μια στιγμή να πάρω την τσάντα και το παλτό μου.

Η Ρόζαλιν ξεγλίστρησε από τα άπληστα χέρια του και συνεχίζοντας να στροβιλίζεται αθώα και λάγνα μαζί πήγε να πάρει τα πράγματα της, ακριβώς την ώρα που ακούστηκε πεντακάθαρα ο ήχος μηνύματος από το κινητό του αλεξάντερ.

-Κάποιος σε ψάχνει.

-Ναι, το ακούω.

-δε θα το δεις; Ίσως είναι κάποιος πελάτης.

Ο αλεξάντερ το τράβηξε δυσανασχετώντας από την τσέπη του.

-Πολύ το φοβάμαι πως για πελάτη πρόκειται πράγματι μα δε θα ασχοληθώ με κανέναν απόψε.

-Και πολύ καλά θα κάνεις.

Η Ρόζαλιν έκανε μια τελευταία γρήγορη επιθεώρηση το περιεχόμενο της τσάντας της, έριξε λίγο ακόμη από το άρωμα της γαρδένιας και τον πλησίασε και πάλι.

Τον είδε να διαβάζει ελαφρώς συνοφρυωμένος. Κάτι είχε αλλάξει στο βλέμμα του το οποίο είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει.

-όλα καλά, αλεξάντερ; συμβαίνει τίποτα;

Ήταν το μήνυμα της Λόρεν που διάβαζε και καθόλου δεν του άρεσε.

«Είμαι μια χαρά μακριά σου, ήταν καλή η ιδέα σου για λίγη απόσταση, ξέρεις κάτι; Με έπνιγες μάλλον. Την ιδέα σου αγαπούσα φαίνεται, κι όχι εσένα».

-αλεξάντερ;

Τον άγγιξε στον ώμο.

-Ναι, γλυκιά μου, είναι όλα εντάξει, καθόλου μην ανησυχείς. Απλά μετατέθηκε ένα ραντεβού που είχα κανονίσει για αύριο το απόγευμα.

-δε φαντάζομαι να σκέφτεσαι πως μπορεί να χάσεις τον πελάτη;

-Μπα όχι, δε θα γίνει κάτι τέτοιο, με τίποτα όμως. Πάμε λοιπόν;

Έβαλε το κινητό πίσω στην τσέπη του και την πήρε από το μπράτσο για να βγουν από το σπίτι.

Η κρίστα δεν πίστευε στα μάτια της έτσι καθώς περιπλανιόταν κρεμασμένη σχεδόν από τον Κέβιν στους διάφορους βοηθητικούς χώρους του σπιτιού. Τώρα βρίσκονταν στην αίθουσα μουσικής κι ο κέβιν της έδειχνε ένα τεράστιο μεγαλοπρεπέστατο πιάνο με ουρά που γέμιζε σχεδόν το χώρο.

-άρεσε στον πατέρα μου η κλασική μουσική, όπως άλλωστε το ξέρεις ήδη. Η μητέρα μου έπαιζε, ήταν θαυμάσια μουσικός.

-ναι μα την έχασες νωρίς, έτσι δεν είναι;

-Ναι δυστυχώς, πολύ νωρίς. Έλα όμως, πάμε να σου δείξω κάποιο άλλο χώρο που είμαι σίγουρος πως θα σε ενδιαφέρει πολύ περισσότερο.

Την πήγε στο γυμναστήριο κι ύστερα στο σπα κι εκεί η καημένη η Κρίστα έμεινε με γουρλωμένα μάτια να θαυμάζει τα ακριβά μάρμαρα, την υπέροχη διακόσμηση καθώς και τον υπερσύγχρονο εξοπλισμό.

-σου αρέσει λοιπόν;

-Πάρα πολύ, δεν ξέρω τι να πω. Θέλω να κλειστώ με τις ώρες εδώ μέσα.

Τύλιξε τα χέρια της γύρω του ενθουσιασμένη.

-Θα γίνει κι αυτό αφού τόσο πολύ το θέλεις.

Τότε, τους πλησίασε διακριτικά η έλαν στόουν γελαστή μα κι αγέρωχη.

-Κέβιν, συγγνώμη για τη διακοπή μα έχουν αρχίσει να έρχονται οι κύριοι που περιμένεις.

-εξαιρετικά, ερχόμαστε.

-Πάμε λοιπόν;

Η κρίστα τραβήχτηκε ισιώνοντας το φόρεμα της.

-Ναι, είναι ώρα να γνωρίσεις μερικούς ισχυρούς ανθρώπους καθώς και τις ντελικάτες συζύγους τους.

Η Κρίστα κάτι πήγε να πει μα κατάπιε τα κόμπλεξ της.

Λίγο αργότερα είχε ήδη γοητεύσει τα πρώτα μέλη της αδελφότητας των ρόδων με το κέφι και τον αυθορμητισμό της εκτός από την ομορφιά της, κι είχε κάνει τις συνοδούς τους να την κοιτάνε με φθόνο κι απροκάλυπτη ενόχληση.

Όλες έλαμπαν μέσα στα μετάξια και στα διαμάντια τους, και είχαν σώματα καλογυμνασμένα και πρόσωπα φρέσκα και νεανικά αλλά μπροστά στην Κρίστα έμοιαζαν με άψυχες κούκλες.

-Κάτι άκουσα για μια έκρηξη...

Ήταν η Τζίλιαν Λίντον που μιλούσε, μια γυναίκα απίστευτα μικροσκοπική, σχεδόν εύθραυστη.

-σοβαρά; Πού;

Ο Κέβιν έβαλε στο χέρι της Κρίστα ένα ποτήρι σαμπάνια και μετά πήρε κι ο ίδιος ένα για τον εαυτό του από το δίσκο ενός σερβιτόρου που περνούσε από δίπλα τους εκείνη ακριβώς τη στιγμή.

-δεν ξέρω πολλά, κάτι είπαν στο ραδιόφωνο καθώς ερχόμαστε εδώ.

-Κέβιν, πού είναι ο ντέιβιντ αλήθεια;

Τώρα είχε μιλήσει κάποιο άλλο από τα μέλη με λιγότερη επιρροή από ό,τι ο σμελτ.

-τώρα που το λες πιστεύω πως θα έπρεπε να είναι εδώ, εκτός αν θέλει πάλι να κάνει εντυπωσιακή είσοδο.

Όλοι γέλασαν μαζί και η Κρίστα που είχε αρχίσει κιόλας να απολαμβάνει τη σαμπάνια της.

Τότε για άλλη μια φορά τους πλησίασε η έλεν και είπε κάτι στο αφτί του κέβιν, ζητώντας συγγνώμη χαμογελώντας.

-Θα μου επιτρέψετε για μια στιγμή, έτσι δεν είναι;

Όλοι τον διαβεβαίωσαν πως δεν υπήρχε πρόβλημα κι έτσι ο κέβιν στράφηκε στην Κρίστα.

-Γλυκιά μου, μόλις έφτασε ο γιος μου με τη συνοδό του. Τι θα έλεγες να πάμε να τον υποδεχθούμε μαζί;

-αλήθεια; Είναι εδώ η...

-Ναι, έλα, πάμε, θα μας περιμένουν πιστεύω.

Την πήρε κι έφυγαν πριν προλάβει εκείνη να αναφέρει το όνομα της Λόρεν.

Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά κι ακανόνιστα μα πίεσε τον εαυτό του να ηρεμήσει. Είχε έρθει η στιγμή να ανοίξει το σπίτι του στην Ρόζαλιν Τζόουνς.

Όλα θα πήγαιναν καλά, τίποτα δε θα του χαλούσε τα σχέδια απόψε, τίποτα και κανείς.

Continue Reading

You'll Also Like

9.6K 483 5
(Μια δική μου ιστορία) Τι γίνεται όταν η περιέργεια όντως σκοτώνει την γάτα; Γιατί είναι επικίνδυνα μερικά creepypastas; Αυτό θα σας απαντήσω μέσα απ...
238K 13.3K 38
Άρης - Μικρή πλέον είσαι υπό την επίβλεψη μου. Θα μου λες που θα πηγαίνεις, με ποιον θα βγαίνεις ,όλα για να μπορώ να σε προσέχω. Μου είπε με ένα ειρ...
72 0 6
το απρόσμενο τέλος της γιαγιάς Χαρίκλειας έφερε τα πανό κάτω στην οικογένεια Αποστόλου που ζούσε στη Νεάπολη .Άραγε τα συγγενικά πρόσωπα της αδικοχ...
233K 10.9K 48
> είπα με την γλυκιά μου φωνή > Πλέον ένιωθα την αναπνοή του στα χείλη μου. > #03 in #love out of 9,93K 22/12/2019 #07 in #έρωτας out of 3,71K 14/09...