Σαν ανοιξιάτικη βροχή

Bởi elenanton5

221K 23K 3.4K

Ήταν ένας κεραυνοβόλος έρωτας... Με το που η Καλλιστώ άρχισε να αντιλαμβάνεται τον κόσμο, το πρόσωπο του Ορέ... Xem Thêm

Περίληψη
Κεφάλαιο 1
Κεφάλαιο 2
Κεφάλαιο 3
Κεφάλαιο 4
Κεφάλαιο 5
Κεφάλαιο 6
Κεφάλαιο 7
Κεφάλαιο 8
Κεφάλαιο 9
Κεφάλαιο 10
Κεφάλαιο 11
Κεφάλαιο 12
Κεφάλαιο 13
Κεφάλαιο 14
Κεφάλαιο 15
Κεφάλαιο 16
Κεφάλαιο 17
Κεφάλαιο 18
Κεφάλαιο 19
Κεφάλαιο 21
Κεφάλαιο 22
Κεφάλαιο 23
Κεφάλαιο 24
Κεφάλαιο 25
Κεφάλαιο 26
Κεφάλαιο 27
Κεφάλαιο 28
Κεφάλαιο 29
Κεφάλαιο 30
Κεφάλαιο 31
Κεφάλαιο 32
Κεφάλαιο 33
Κεφάλαιο 34
Κεφάλαιο 35
Κεφάλαιο 36
Κεφάλαιο 37
Κεφάλαιο 38 - Αντί επιλόγου

Κεφάλαιο 20

5.3K 625 67
Bởi elenanton5



Η πιο δύσκολη ημέρα της ζωής τους... Σε ένα ταξίδι που διήρκεσε περίπου τρεις ώρες δεν αντάλλαξαν μία κουβέντα. Μαζί μπήκαν στο σπίτι του όπου είχαν συγκεντρωθεί συγγενείς και συγχωριανοί και η μητέρα του προσπαθούσε να τα αντιμετωπίσει όλα μόνη της. Εκείνος στάθηκε στο πλευρό της και η Κάλλια ανέλαβε τα πάντα... Οι γονείς της και ο αδερφός της τα έχασαν όταν τη βρήκαν στο πατρικό σπίτι του παιδικού της φίλου να υποδέχεται τον κόσμο.

«Αντί να έρθεις σπίτι σου, σε έφεραν νύφη μέσα στην κηδεία; Εκθέτεις το όνομα της οικογένειάς σου» τη μάλωσε η μητέρα της. Η Κάλλια τράβηξε το χέρι της και απομακρύνθηκε.

«Απαξιώ» της είπε εκνευρισμένη.

Ο πατέρας της την πλησίασε και κάθισε δίπλα της όταν τη βρήκε μόνη της.

«Κάλλια, δημιουργούνται παρεξηγήσεις... ίσως δεν θα έπρεπε να είσαι εδώ... όλοι με ρωτούν πότε παντρευτήκατε» της είπε διακριτικά.

«Πατέρα, εσύ ξέρεις καλύτερα απ' όλους γιατί βρίσκομαι εδώ... ας παρεξηγούν ό,τι θέλουν... οι άνθρωποι ζουν μέσα από την κακία τους και το κουτσομπολιό τους. Τώρα με χρειάζονται... Ο Ορέστης ήταν πάντα δίπλα μου» του είπε τρυφερά.

«Καταλαβαίνω...» της είπε απαλά κι απομακρύνθηκε. Η Κάλλια παρακολουθούσε τον Ορέστη που έδειχνε απόμακρος και συντετριμμένος...

Του μιλούσαν και εκείνος έδειχνε απόκοσμος... Πώς να μπορούσε να πάρει τον πόνο του... είχε τόση αδυναμία στον πατέρα του...

Στις 10 είχε οριστεί η ώρα της κηδείας. Ο Ορέστης δεν την ξέχασε. Φρόντισε να πάει τη μητέρα του στην εκκλησία και γύρισε να πάρει κι αυτήν. Της ζήτησε να σταθεί δίπλα του και της κρατούσε το χέρι σε όλη τη διάρκεια του μυστηρίου. Η μητέρα του ήταν πολύ δυνατή και σκληρή γυναίκα. Προτιμούσε να δακρύζει μόνη της και να κρατά τον πόνο της δικό της, προσωπικό παρά να λυγίσει μπροστά σε όλους.

Είχαν βγει όλοι έξω από την εκκλησία περιμένοντας να μεταφέρουν το φέρετρο όταν ο Ορέστης έμεινε τελευταίος ζητώντας να αποχαιρετίσει εκείνη τη στιγμή μόνος του τον πατέρα του. Δυο λεπτά μετά ερχόταν και κρατούσε σφιχτά το χέρι της Κάλλιας, τυλίγοντας προστατευτικά το άλλο χέρι γύρω από τους ώμους της μητέρας του. Αργά το μεσημέρι επέστρεψαν οι τρεις τους σπίτι. Ο Ορέστης έβαλε τη μητέρα του να ξαπλώσει καθώς έμοιαζε πλέον αποκαμωμένη σωματικά και ψυχολογικά και χωρίς να μιλήσει άφησε την Κάλλια να συμμαζέψει. Δεν της μίλησε. Είχε ανάγκη να μείνει μόνος. Εκείνη θα καταλάβαινε.

Όταν τελείωσε με τις δουλειές του σπιτιού, εκείνη παρατήρησε ότι ήταν μόνη της. Τσέκαρε τη μητέρα του να δει αν είναι ήσυχη ή αν χρειάζεται κάτι. Πήγε στο δωμάτιό του αλλά εκείνος έλειπε. Ήξερε πού να τον βρει αλλά δεν ήθελε να τον ενοχλήσει. Χρειαζόταν λίγο χρόνο μόνος του. Είχε χάσει τον πολυαγαπημένο του πατέρα. Πάντα του είχε αδυναμία και ήταν ο μόνος τον οποίον συμβουλευόταν και άκουγε.

Μπήκε στο μπάνιο να κάνει ένα γρήγορο ντους να φύγει η ένταση της ημέρας.

Κάθισε να δει λίγη τηλεόραση όταν χτύπησε το κινητό της. Η Ελισάβετ. Πλέον έτρεμε κάθε φορά που χτυπούσε το κινητό της. Ή θα ήταν για χαλάστρα ή θα ήταν για κακό...

«Έλι μου» είπε άψυχα.

«Πες μου ότι ακούγεσαι ξεθεωμένη από το ολονύχτιο και ολοήμερο σεξ μαζί του» είπε εκείνη φοβισμένη έτσι όπως άκουσε τη φίλη της.

«Δεν μπορείς να φανταστείς... Είμαστε στο χωριό... Πέθανε ο πατέρας του» είπε λυπημένη η Κάλλια.

«Όχι ρε φίλε!» αναφώνησε η νεαρή γυναίκα.

«Τόση γκαντεμιά...» πρόσθεσε απελπισμένη.

«Δεν προλάβαμε φυσικά να μιλήσουμε...» την ενημέρωσε.

«Λογικό... τι να πεις τέτοιες ώρες!» παρατήρησε η Ελισάβετ.

«Ξέρεις κι εμένα με ανησύχησε η Δέσποινα χθες βράδυ... μετά που έφυγες συνέχισε τον μονόλογο... είπε ότι θα το πάνε πολύ γρήγορα... και ότι θα συγκατοικήσουν... σε σημείο που φοβήθηκα ότι έλεγε αλήθεια... και δεν με πήρες καθόλου τηλέφωνο και λέω κάπου κρύφτηκε και κλαίει» της είπε τώρα. Η Κάλλια την άκουγε προσεκτικά.

«Έλι, αν συγκατοικήσει μαζί της... Λες να το σκέφτεται; Δεν ξέρω αν θα το αντέξω... αν θα καταφέρω να τον ξαναντικρύσω... Κι εκείνος ήθελε να μου μιλήσει, ίσως ήθελε να μου πει αυτό...» είπε τώρα ανήσυχη η Κάλλια.

«Τώρα δεν είναι ώρα για ξεκαθαρίσματα...» πρόσθεσε η Ελισάβετ.

«Τώρα χρειάζεται χρόνο και χώρο να πενθήσει... Κι εγώ θα είμαι κοντά να του κρατώ το χέρι όπως χρόνια μου το κρατούσε εκείνος» είπε άψυχα η Κάλλια. Ακολούθησε μία σιωπή ανάμεσα στις δύο κοπέλες.

«Κάλλια, τι σκέφτεσαι;» τη ρώτησε τώρα.

«Ας ζούσα μία βραδιά... ας τον ζούσα για μία βραδιά κι ας τον έχανα μετά Έλι... αρκεί να πω ότι το έζησα... και θα είμαι ευτυχισμένη για όλη την υπόλοιπη ζωή μου... το ορκίζομαι... ας περάσω μια βραδιά μαζί του και μετά ας ανήκει στη Δέσποινα και σε κάθε Δέσποινα» είπε η Κάλλια.

Η Ελισάβετ κούνησε το κεφάλι με κατανόηση.

«Καλά, δεν ξέρουμε κι αν είναι αλήθεια όλα όσα έλεγε αυτή... αλλά σε καταλαβαίνω... κι εγώ σ' αυτήν την περίπτωση αυτό θα ήθελα» είπε λυπημένη η φίλη της.

«Ακούω θόρυβο. Πρέπει να ήρθε ή να ξύπνησε η μητέρα του. Θα μιλήσουμε μετά» της είπε.

«Καλά, εσύ είσαι σπίτι του;» αναρωτήθηκε η Ελισάβετ.

«Ναι, πού να πάω! Στο σπίτι μου που με μισούν; Ο Ορέστης και η μητέρα του έχουν μόνο εμένα!» δικαιολογήθηκε η Κάλλια και το έκλεισαν βιαστικά. Σηκώθηκε και προχώρησε στον διάδρομο. Η μητέρα του Ορέστη είχε σηκωθεί και ερχόταν προς το μέρος της.

«Τι κάνεις κοπέλα μου; Μόνη σου είσαι;» τη ρώτησε τρυφερά.

«Κοιμήθηκες; Ξεκουράστηκες λίγο;» τη ρώτησε με αγωνία η Κάλλια που την αγκάλιασε και τη στήριξε για να έρθουν μαζί στο σαλόνι.

«Σ' ευχαριστώ που είσαι εδώ γλυκιά μου. Και εγώ και κυρίως ο Ορέστης σε χρειαζόμαστε. Τον άφησα μοναχογιό... Εσύ ήσουν πάντα η μικρότερη αδερφή που δεν είχε. Σ' ευχαριστώ που τον αγαπάς τόσο» της είπε με ευγνωμοσύνη η μητέρα του και τα λόγια της ήταν σαν μαχαιριά στο στήθος της. Μικρότερη αδερφή; Τα αισθήματά της δεν ήταν καθόλου αδερφικά!

«Νύχτωσε έξω... Πού να είναι άραγε» είπε ανήσυχα τώρα.

«Μήπως θέλετε να πάω να τον βρω;» τη ρώτησε η Κάλλια.

«Εσείς έχετε τις κρυψώνες σας... εσύ ξέρεις πού να τον βρεις... και νομίζω τώρα σε χρειάζεται περισσότερο από ποτέ» την προέτρεψε. Η κοπέλα σηκώθηκε.

«Πάω να τον βρω να μιλήσουμε» την καθησύχασε.

«Την ευχή μου κορίτσι μου...» είπε η μητέρα του κι ακούμπησε καλύτερα στην πλάτη της πολυθρόνας.

Η Κάλλια περπάτησε στο τέλος του δρόμου όπου ήταν η αποθήκη που κρύβονταν παλιά. Το αυτοκίνητό του ήταν παρκαρισμένο έξω από το σπίτι του οπότε δεν ήταν στο καταφύγιο στο βουνό...

Άνοιξε απαλά την πόρτα της αποθήκης και κοίταξε στο βάθος όπου είχαν οριοθετήσει την κρυψώνα τους. Ο Ορέστης ήταν καθισμένος με πεσμένο το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα γύρω από τα οποία είχε τυλίξει τα χέρια του και είχε απομείνει σκεφτικός.

Δεν ήξερε τι να κάνει... να μείνει ή να φύγει... να τον αφήσει στην ησυχία του ή να καθίσει μήπως ήθελε να της μιλήσει...

«Έλα» της είπε εκείνος χωρίς να σηκώσει το κεφάλι. Ήξερε ότι η Κάλλια μόνο θα μπορούσε να ξέρει πού βρίσκεται.

Η Κάλλια πλησίασε και κάθισε δίπλα του. Εκείνος έσκυψε το κεφάλι του και ακούμπησε στον ώμο της. Εκείνη τύλιξε το χέρι της γύρω του και με το άλλο χέρι χάιδεψε τα αξύριστο μάγουλό του.

«Είναι πολύ περίεργο το αίσθημα της απώλειας... του οριστικού αντίο... ότι δεν πρόλαβες να πεις όλα όσα ήθελες... και δεν θα τα πεις ποτέ... πόσα πήρε μαζί του και πόσα δεν ειπώθηκαν ποτέ...» ψέλλισε ο Ορέστης κοιτώντας το κενό.

Η Κάλλια πονούσε τόσο που τον έβλεπε να υποφέρει έτσι... και ο μόνος τρόπος να τον βοηθήσει ήταν με το να τον ακούει. Ήταν σαν μικρό αγόρι πονεμένο και χαμένο μέσα στην αγκαλιά της.

«Κάλλια... σε χρειάζομαι» ψέλλισε και ξαφνικά σήκωσε το κεφάλι του και έφερε το πρόσωπό του απέναντι από το δικό της.

«Εδώ είμαι» του είπε τρυφερά. Το βλέμμα του μαρτυρούσε όλο τον πόνο και την οδύνη που βίωνε.

«Δεν ξέρω τι θα έκανα αν θα σε έχανα... αν εσύ δεν ήσουν στη ζωή μου...» ψέλλισε τώρα κοιτώντας τη με μάτια που έκαιγαν. Εκείνη σάστισε.

«Δεν θα είχα ζωή...» του είπε.

«Δεν έχω ζωή» της είπε και έφερε τα χείλη του φιλώντας τα μάτια της. Εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω από τους ώμους του χαϊδεύοντάς τον παρηγορητικά.

«Κάλλια» ψιθύρισε εκείνος. Η ανάσα του χάιδεψε τα μάγουλά της. Εκείνη άνοιξε τα μάτια και τον κοίταξε.

«Μείνε μαζί μου... απόψε... σε έχω ανάγκη...» της είπε με διφορούμενη έννοια. Η Κάλλια του χαμογέλασε καθησυχαστικά.

«Μαζί σου είμαι... εδώ...»

«Δική μου Κάλλια... γίνε δική μου... για απόψε... σε έχω ανάγκη...» επανέλαβε νιώθοντας τον φόβο να τη χάσει για πάντα να τον συμπαρασύρει στο χάος.

Ένιωσε την καρδιά της να σπάει από αδημονία, αγωνία, ερωτική προσμονή...

Δεν υπήρχε λογική... Της ζητούσε να γίνει ερωτικά δική του... να τον παρηγορήσει; Η ευχή της έβγαινε αληθινή;

«Δική σου...» τόλμησε να πει αφήνοντάς του την πρωτοβουλία. Εκείνος πλησίασε τα χείλη του στα δικά της κι εκείνη του τα προσέφερε.

Ο Ορέστης αναστέναξε καθώς τα χείλη του την άγγιζαν τρυφερά. Η Κάλλια ένιωθε ότι θα δακρύσει από λαχτάρα. Έφερε τα δάχτυλα στα γένια του και χάιδεψε τα μάγουλά του καθώς τα χείλη του εξερευνούσαν τα δικά της και μετά τα έχωσε στα μεταξένια του μαλλιά. Ο Ορέστης ανασηκώθηκε και την τράβηξε ολόκληρη να καθίσει στην αγκαλιά του καθώς η γλώσσα του χωνόταν στη γλυκιά κοιλότητα του στόματός της και τα δάχτυλά του άνοιγαν το φερμουάρ του φορέματός της. Ένιωθε την επιδερμίδα της να ριγεί κάτω από το άγγιγμά του και τρελαινόταν ακόμη περισσότερο. Της τράβηξε το φόρεμα να κατέβει από τους γοφούς της και το πέταξε στην άκρη. Ανασήκωσε το κεφάλι για να αντικρίσει το ημίγυμνο κορμί της κι ένιωσε την καρδιά του να χτυπά σαν τρελή. Η στιγμή που ονειρευόταν από τη στιγμή που συνειδητοποίησε τον έρωτά του για εκείνη είχε έρθει. Και ας ήταν μόνο μία βραδιά που του την αφιέρωνε για να του γιατρέψει τον πόνο. Δεν ήθελε να σκέφτεται το αύριο... μόνο το τώρα... Ο φόβος της απώλειας τον είχε συγκλονίσει. Ένιωθε τόσο ευάλωτος... και η δική της αγκαλιά και παράδοση του καταπράυνε τον πόνο. Τη σήκωσε και έφερε το σακάκι του για να την ξαπλώσει επάνω. Τα μακριά της μαλλιά έπεφταν χείμαρρος γύρω από το όμορφο πρόσωπό της ενώ από τα γεμάτα χείλη της έβγαινε με δυσκολία η ανάσα. Η Κάλλια τον κοιτούσε να στέκεται απέναντί της καθώς άρχισε να ξεκουμπώνει το πουκάμισό του και μετά να βγάζει το παντελόνι του. Από τη στιγμή που ήθελε να γίνει γυναίκα αυτόν τον άνδρα είχε ποθήσει... και είχαν περάσει τόσα χρόνια ποθώντας τον, που τώρα που το όνειρό της γινόταν πραγματικότητα ένιωθε να συγκλονίζεται. Ξάπλωσε πάνω της κολλώντας τα χείλη του στα δικά της ενώ τα δάχτυλά του έπαιζαν παιχνίδια ερωτικά στο κορμί της. Έχωσε τα δάχτυλά του μέσα στο εσώρουχό της και την έτριψε απαλά ενώ ανασήκωσε το κεφάλι κοιτώντας την απορημένος.

Όλο το κορμί της είχε πάρει φωτιά... κάτω από τα χείλη και τα δάχτυλά του... είχε γεννηθεί έτοιμη γι΄ αυτόν... δεν χρειαζόταν καν να προσπαθήσει για να της γεννήσει πόθο ή επιθυμία. Τώρα θα γινόταν ολοκληρωμένη γυναίκα γιατί θα είχε στο κορμί της τον μοναδικό άνδρα που είχε θελήσει να έχει στη ζωή της.

Με επιδέξιες κινήσεις της αφαίρεσε τα εσώρουχα καθώς τα χείλη του ακολουθούσαν τις κινήσεις των δαχτύλων του. Η γλώσσα του είχε ανάψει φωτιά σε κάθε μόριο του κορμιού της. Την ένιωθε να παραδίνεται και να λιώνει στο άγγιγμά του και αυτό του αύξανε την επιθυμία και του φούντωνε τον πόθο. Πρώτη φορά γυναίκα του δινόταν με αυτόν τον τρόπο... του παραδινόταν έτσι... τον ποθούσε με τόση θέρμη και δύναμη. Και μόνο όταν το κορμί του ενώθηκε με το δικό της τη στιγμή που ενώνονταν και τα βλέμματά τους επιβεβαίωσε αυτό που ήξερε χρόνια... ότι γεννήθηκε για να αγαπήσει αυτήν τη γυναίκα...

Το είχε ονειρευτεί, το είχε ευχηθεί αλλά δεν περίμενε ότι θα το ζούσε... κι όταν θα το ζούσε ότι θα ήταν τόσο ονειρικά μαγικό. Λες και ο άλλος της εαυτός βγήκε από μέσα της και παρακολουθούσε την ένωση αυτή... τόσο ξεχωριστή και μαγική... Σαν να γεννήθηκε μέσα της άλλη γυναίκα... τη στιγμή που εκείνος μπήκε μέσα της και ταυτόχρονα εισέβαλε στην ψυχή της... Γι' αυτόν είχε γεννηθεί... για τα δικά του χέρια να την αγγίζουν και το δικό του στόμα να τη φιλά... γι' αυτόν τον άνδρα προοριζόταν και μόνο αυτός την έφερε σε τόσο γλυκιά απόγνωση και κορυφαία απόλαυση... γιατί καθώς έπαιρνε το κορμί της τής έδινε αγάπη... της έδινε την ψυχή του.

Απέμειναν ξέπνοοι και ξεψυχισμένοι ο ένας μέσα στον άλλον... και έπειτα από το πρώτο ξέσπασμα ήρθε και το επόμενο... λες και σε μία νύχτα θα κάλυπταν για όλες τις χαμένες στιγμές... η κούραση και η ερωτική πληρότητα τους παρέσυρε σε έναν βαθύ ύπνο ώρες μετά... χωρίς να χρειαστεί να ανταλλάξουν λέξη... Τα είχαν πει όλα τα μάτια και τα κορμιά τους για εκείνο το βράδυ...

Đọc tiếp

Bạn Cũng Sẽ Thích

15.2K 2K 30
Αλεκατρίδες. Το αμέντι. Το τρίτο βιβλίο της σειράς.
35.7K 4.8K 27
"Ειλικρινά τι υπέροχο έχω δεσποινίς Ντέιζι? Πάντα καταλήγετε να ξεστομίζετε ανοησίες!"
12.6K 1K 45
-sweetdevileyes- Ελλάδα , Αθήνα Η Αντιγόνη Γεωργίου ,μια 25χρονη απόφοιτη ψυχολογίας και ενεργή φεμινίστρια, θα χάσει για λίγο την ισορροπία της κα...
27.2K 3K 34
- Θα σου αλλάξω την ζωή, πίστεψέ με! είπε με απόλυτη σιγουριά. - Ναι. Κάπου εδώ πρέπει να σε ενημερώσω για το ότι δεν μου αρέσουν οι αλλαγές. Καθόλο...