Η Δεύτερη Σύζυγος

By Nina_Lia

78.6K 10.8K 3K

Σε μια μικρή χώρα, ο Νότος επιβάλλει νόμους αίματος και σκληρά έθιμα διαδοχής. Ένα από αυτά, είναι και η Δεύτ... More

Κεφάλαιο 1
Κεφάλαιο 2
Kεφάλαιο 3
Kεφάλαιο 4
Κεφάλαιο 5
Kεφάλαιο 6
Kεφάλαιο 7
Κεφάλαιο 8
Kεφάλαιο 9
Κεφάλαιο 10
Κεφάλαιο 11
Κεφάλαιο 12
Κεφάλαιο 13
Κεφάλαιο 14
Κεφάλαιο 15
Κεφάλαιο 16
Κεφάλαιο 17
Κεφάλαιο 18
Κεφάλαιο 19
Kεφάλαιο 20
Κεφάλαιο 21
Κεφάλαιο 22
Κεφάλαιο 23
Κεφάλαιο 24
Κεφάλαιο 25
Κεφάλαιο 26
Κεφάλαιο 27
Κεφάλαιο 28
Κεφάλαιο 29
Κεφάλαιο 30
Τέλος Αναμονής Και Ένα Μεγάλο Ευχαριστώ
Κεφάλαιο 31
Κεφάλαιο 32
Κεφάλαιο 33
Κεφάλαιο 34
Κεφάλαιο 36
Κεφάλαιο 37
Κεφάλαιο 38
Γενεαλογικό Δέντρο
Κεφάλαιο 39
Κεφάλαιο 40
Κεφάλαιο 41
Κεφάλαιο 42
Κεφάλαιο 43
Κεφάλαιο 44
Κεφάλαιο 45
Κεφάλαιο 46
Κεφάλαιο 47
Κεφάλαιο 48
Κεφάλαιο 49 (Τέλος)
Μύθος και Πραγματικότητα
New Story!

Κεφάλαιο 35

1K 165 41
By Nina_Lia


Αν είχαμε πάρει το αεροπλάνο, θα είχαμε φτάσει στο μοναδικό αεροδρόμιο που ενώνει τα νησιά του Νότου με την υπόλοιπη χώρα και από εκεί θα παίρναμε το καραβάκι για το πιο νότιο κομμάτι ξηράς αυτού του συγκροτήματος νησιών. Και τώρα με το πλοίο, αυτή η αλλαγή μεταφορικού μέσου ήταν απαραίτητη. Και συμβολική. Όπως ο Οδυσσέας και η Ευτυχία έφυγαν κυνηγημένοι σχεδόν από το Νότο, έτσι και γυρνούσαν τώρα, θριαμβευτές θα λέγαμε, με τους καρπούς της οικογένειας και της αγάπης που γέμιζε τα χρόνια και την ψυχή τους. Θριαμβευτές μεν, βρεγμένες γάτες δε.

Λογικό. Δεν ήξεραν τι θα αντικρύσουν, τι θα αντιμετωπίσουν. Ο Σπύρος τους επισκεπτόταν συχνά, το ίδιο και ο Ιάσονας, αν και ο δεύτερος πραγματοποιούσε ταξίδια στο Βορρά, σπανιότερα. Ο Αλέξανδρος όμως; Αυτός ο άνθρωπος που απείλησε με θάνατο την Ευτυχία και με εξορία τον Οδυσσέα, που όπλισε το χέρι του Σέργιου, αυτός ο άνθρωπος τράβηξε ένα χι στην όποια ντροπή και πληγωμένη υπερηφάνεια κουβαλούσε;

Αμφέβαλλα τρομερά. Αλλά μέσα στο κεφάλι μου προσπαθούσα να φανταστώ τα πράγματα με μια πιο φωτεινή εκδοχή.

Απασχολημένη με τη σκέψη του Αλέξανδρου, για τον οποίο ήξερα ότι στα νιάτα του ήταν ένας μαυρομάλλης με πράσινα μάτια, ελαφρά μελαχρινός, όπως και ο πατέρας μου, και δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα είναι τώρα στη δύση του, δεν κατάλαβα πότε το καραβάκι μας έφτασε στη νοτιότερη και πιο άγονη μεριά της χώρας. Ο ήλιος, ολοφάνερα πιο δυνατός από ότι στον τόπο γέννησης μου, μας έκαιγε και χαμήλωνα το βλέμμα για να δω τις ακτίνες του να κάνουν καθρέφτη τα κύματα του πελάγους.

Και έφτασε η ώρα. Η γιαγιά και ο παππούς μου επέστρεφαν στον τόπο τους ενώ εγώ, ο πατέρας και ο αδερφός μου, ερχόμασταν για πρώτη φορά σε επαφή με τις ρίζες μας.

Δεν ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που το πόδι μου πάτησε το χώμα του Νότου. Ξερό, κατάξερο χώμα, ανοιχτό καστανό στο χρώμα του, σκόνη κανονική. Δεν μπορούσα να σηκώσω τα μάτια μου από τον έντονο ήλιο και ένας αφόρητα ζεστός αέρας με χτυπούσε στο πρόσωπο. «Τι στο καλό; Η κόλαση είναι εδώ πέρα;» Άκουσα τον αδερφό μου να λέει.

Που να ήξερε μόνο, πόσο μέσα είχε πέσει.

Η Βάσω που είχε γυρίσει νωρίτερα για να κάνει τις ετοιμασίες, πρακτικές και ψυχολογικές φαντάζομαι, μας περίμενε στο λιμάνι. Έτρεξε κοντά μας και μας φίλησε σταυρωτά. Μαζί της ήταν ένας μελαχρινός άντρας, συνομήλικος της, και ένα νεαρό αγόρι που της έμοιαζε πολύ και παρατήρησα ότι είχαν ακριβώς τα ίδια μάτια. Αμυγδαλωτό σχήμα και στο ανοιχτό χρώμα του μελιού, όπως όταν πέφτει από την κερήθρα.

Δεν χρειάστηκε και πολύ για να καταλάβω ότι ο μελαχρινός είναι ο άντρας της ο Δημήτρης και το αγόρι ο γιος της ο Νεκτάριος, τους οποίους δεν είχε τύχει να γνωρίσω μέχρι τότε.

Μετά τις απαραίτητες συστάσεις, μπήκαμε στο λεωφορείο, γιατί δεν χωρούσαμε όλοι σε αυτοκίνητο, στο κέντρο του νησιού. Συναντήσαμε πολλά πλίθινα παλιά σπίτια, λίγα καινούρια φρεσκοασβεστωμένα και έναν Πύργο να φαίνεται στην κορυφή ενός λόφου.

«Έφη, Οδυσσέα, βλέπετε τον Πύργο; Ήταν του παππού μου του Στέφανου. Εκεί μένουμε, οι γονείς μου και εγώ» Ο Νεκτάριος μιλούσε με κέφι, χαμογελαστός και άνετος, παρά το γεγονός ότι μας έβλεπε πρώτη φορά.

«Εσύ είσαι ο διάδοχος του Πύργου, σωστά;» τον ρώτησα για να συνεχίσω την κουβέντα. Το παιδί ήταν δεκαέξι χρονών και τον αντιμετώπιζα, μέχρι ενός σημείου, όπως τον μικρό μου αδερφό.

«Ναι, όπως εσύ. Αν και σε εμένα είναι λίγο πιο πολύπλοκο το ζήτημα.»

«Δηλαδή;»

«Μπαμπά, θες να το εξηγήσεις; Δεν ξέρω αν οι υπόλοιποι γνωρίζουν την ιστορία.» Με ένα αεράτο χαχανητό, ο Νεκτάριος έδωσε τον λόγο στον Δημήτρη.

«Χμ... πόσοι ξέρετε την ιστορία του τρίτου Πύργου;»

«Νομίζω όλοι μας.» Ένα μισό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου, ενώ θυμήθηκα την σκηνή που μου είχε περιγράψει ο παππούς μου. Την ιστορία του Παύλου , για τον τελευταίο πόλεμο που ξέσπασε στους Πύργους.

«Πολύ ωραία. Λοιπόν, όπως όλοι φαίνεται να ξέρετε, μετά τον πόλεμο ανάμεσα στους Πύργους των Αρχόντων, ο τρίτος Πύργος ερημώθηκε. Αρκετές δεκαετίες μετά, ο πατέρας μου γύρισε στο νησί, ως ο μόνος κληρονόμος. Είχα γεννηθεί και με πήρε μαζί του για να συνθηκολογήσει με τον συγχωρεμένο τον πεθερό μου. Και έτσι όπως μπήκαμε στον Πύργο, έτσι είδα και την Βάσω. Ο πατέρας μου, αφού μου παραχώρησε τον Πύργο, έφυγε για την Ανατολή όπου ζούσε η οικογένεια του τόσα χρόνια. Ζήτησε να ριζώσω εδώ και δέχτηκα. Αυτός ήθελε να μείνω για να έχει Αφέντη ο Πύργος και εγώ για να μπορέσω να έχω τη Βάσω από κοντά. Ούτε ο Στέφανος ούτε και ο πατέρας μου περίμενε ότι οι Πύργοι θα ενωθούν με τέτοια ευκολία, παρά μόνο όταν εγώ και η Βασούλα παντρευτήκαμε. Ήταν έκπληξη για όλους.»

«Δηλαδή.. Νεκτάριε, είσαι διάδοχος δύο Πύργων;»

«Ω ναι! Και μπορώ να πω ότι στον προπάππο σου τον Αλέξανδρο, δεν άρεσε καθόλου αυτό. Έχει μείνει σε άλλες εποχές, νομίζει ότι με ένα πέτρινο σπίτι και κτήματα μπορείς πια να κατακτήσεις τον κόσμο όλο, αλλά μπα!»

Φτάσαμε στο κέντρο του νησιού. Περισσότερα σπίτια, στην πλειοψηφία τους παμπάλαια και κτισμένα με πλίθο και ασβέστη. Και ενώ οι «μεγάλοι» συζητούσαν, εγώ και ο Οδυσσέας είχαμε πάρει μονότερμα τον Νεκτάριο και του κάναμε ερωτήσεις.

«Καλά, ο πατέρας σου ήρθε μια ωραία πρωία και ζήτησε τη μητέρα σου;» ρώτησα απορημένη.

«Όχι, απ' όσο ξέρω, συναντιούνταν κρυφά. Και ευτυχώς που δεν τους πήρε κάνα μάτι γιατί πάλι πόλεμο στους Πύργους θα είχαμε. Πριν είκοσι χρόνια αυτά δεν ήταν και τόσο επιτρεπτά.»

«Και μετά ήρθε ο πατέρας σου και τη ζήτησε από τον θείο Στέφανο;» ρώτησε ο αδερφός μου

«Πάλι όχι. Ο πατέρας μου ζήτησε κατευθείαν από τη μάνα μου να τον παντρευτεί. Οπότε, την ίδια μέρα, παντρεύτηκαν στα κρυφά και γύρισαν στο χωριό ζευγάρι και με τη βούλα! Απ' όσο ξέρω, έγινε της κακομοίρας. Κρίμα που δεν ήμουν από μια μεριά να τα 'βλεπα. Ήταν και το πρόβλημα που και οι δύο τους ήταν διάδοχοι Πύργου, αλλά τι να γίνει, οι παππούδες μου βρέθηκαν προ τετελεσμένου. »

«Καλά και πως και δεν έχεις άλλα αδέρφια; Θα ήταν και πιο βολικό για τη διαδοχή των Πύργων.»

«Αυτό Έφη, είναι μεγάλη ιστορία. Κάποια στιγμή θα σας την πω.»

Είδαμε τους συγγενείς μας να σηκώνονται από τις θέσεις τους και να περπατούν προς έναν από τους χειρότερους ασφαλτοστρωμένους δρόμους που έχω αντικρύσει στην μέχρι τώρα ζωή μου. Είδα στο τέλος του δρόμου, μια αυλή με Πικροδάφνες απ' έξω.

Και μέσα έναν διώροφο Πύργο, από πέτρα και ξύλο.

Εισέπνευσα βαθιά και αργά. Τώρα αρχίζει.

Η Βάσω έδωσε ένα ελαφρύ χτύπημα στην πλάτη του πατέρα μου.«Αλέξη, Πάρε τα παιδιά και πηγαίνετε. Θα είναι εκεί και ο Ιάσονας με τον Σπύρο. Ο Αλέξανδρος θέλει να δει πρώτα εσάς μαζεμένους, δεν έχω ιδέα γιατί. Ευτυχία, Οδυσσέα, έχουμε αφήσει το αμάξι εδώ, αν είναι ελάτε στο σπίτι μας μέχρι να βολευτείτε στον τρίτο Πύργο.»

Ο ήλιος και ο ζεστός αέρας σταμάτησε να με ενοχλεί. Ξαφνικά, ο θώρακας μου πάγωσε και άρχιζε να με λούζει ιδρώτας που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν κρύος, αλλά τώρα παρέμενε απλά δροσερός.

«Μπαμπά, είσαι σίγουρος για αυτό;»

«Ηρέμησε κορίτσι μου. Αν δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τον Αλέξανδρο, τότε μπορούμε να εμπιστευτούμε τον Σπύρο.»

Έκανα βαριά βήματα μέχρι την αυλή της οποίας η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Πέρασα την Πικροδάφνες και προσπαθούσα να φανταστώ τη Δεύτερη Σύζυγο, τη μία μου προγιαγιά, την Ελένη να κόβει τα κλαριά για να τα κάνει αφέψημα για την άλλη πρόγονο μου, την Μαρία. Οι δύο μου προγιαγιάδες, αντίζηλοι για τον προπάππο μου. Λοιπόν, αυτό δεν μου θυμίζει ερωτικό τρίγωνο, αλλά ερωτικό κουβάρι.

Είδα τρεις άντρες και μια γυναίκα στην πόρτα του Πύργου. Οι δύο άντρες και η γυναίκα μεσήλικοι, στην ηλικία των πενήντα περίπου. Ο τρίτος άντρας ήταν γέρος αλλά με τίποτα δεν σου έκανε για ογδόντα εννέα χρονών. Πόνταρα στο ότι είναι ο Αλέξανδρος, αλλά η εμφάνιση καθόριζε άνθρωπο στην ηλικία των εβδομήντα.

Είχα μείνει τελευταία πίσω από τον πατέρα και τον αδερφό μου. Κάτι μου έλεγε να τους πάρω και να φύγουμε από εκεί, μέχρι που ο γηραιότερος άντρας, υποβασταζόμενος από ένα μπαστούνι αλλά με το σώμα ολόισιο, χαμογέλασε προς τον πατέρα μου.
«Αλέξη, εσύ είσαι;»

«Ναι πατέρα, αυτός είναι. Η κοπέλα πίσω του είναι η κόρη του η Έφη, η διάδοχος στον Βορρά και το αγόρι είναι ο γιος του, ο Οδυσσέας.» Η φωνή του Σπύρου μαρτυρούσε χαρά, ίσως για την επανένωση, για την αποκατάσταση των οικογενειακών δεσμών.

«Ιωάννα, φέρε τα ποτά.» Άκουσα τον Αλέξανδρο να λέει στη γυναίκα που, προφανώς, ήταν η τωρινή υπηρέτρια του Πύργου. Μόλις φτάσαμε κοντά μας έκανε χαμογελαστός, ένα ελαφρύ και κάπως στοργικό νόημα να μπούμε μέσα, κοιτάζοντας επίμονα μία τον πατέρα μου και μία τον αδερφό μου.

Ο Σπύρος και ο Ιάσονας μπήκαν μαζί μας στο εσωτερικό του Πύργου, ενώ ο πατέρας τους περπατούσε δίπλα στον Αλέξη.

«Ήταν κουραστικό το ταξίδι; Τα παιδιά πρέπει να είναι εξαντλημένα.»

«Όχι εντάξει είμαστε, ευχαριστώ.» Ο πατέρας μιλούσε με αβεβαιότητα και τον δικαιολογώ. Όπως και εγώ είχε προετοιμαστεί πρώτον για τα χειρότερα και δεύτερον για την περίπτωση που όλοι μαζί θα αντιμετωπίζαμε τον Άρχοντα, όχι οι μισοί.

Καθίσαμε στο σαλόνι και είδα το εσωτερικό του οικήματος. Είδα την ξύλινη σκάλα, την είσοδο προς την κουζίνα. Ότι μου είχε διηγηθεί η Ευτυχία, ήταν εκεί. Παρατήρησα τον Αλέξανδρο. Τα μαλλιά του δεν ήταν άσπρα αλλά ψαρά, τα μάτια του παρέμεναν σε αυτό το έντονο πράσινο χρώμα του σμαραγδιού με τη βασική διαφορά ότι το ένα ήταν πιο θολό, μάλλον λόγω καταρράκτη. Διασκέδασα στη σκέψη ότι τα μάτια του είναι δίχρωμα πλέον, άρα ίσως στο νησί να θεωρείται και αυτός γρουσούζης.

«Λοιπόν Αλέξη, χαίρομαι πάρα πολύ παιδί μου που είσαι ζωντανός. Όταν ρώτησα τον Παύλο ποια ήταν η τύχη σου, μου απάντησε ότι δεν υπάρχεις πια, όπως και η μητέρα σου. Ευτυχώς που η Μαρία μου είπε τελικά την αλήθεια. Ξέρεις, οι γυναίκες στο Νότο είναι διαφορετικές, νιώθουν υποχρέωση στους άντρες τους, νιώθουν ότι έστω πριν το τέλος, πρέπει να είναι σωστές απέναντι τους.»

Τον είδα λυπημένο στη θύμηση της Μαρίας, αλλά τα λεγόμενα του είχαν χτυπήσει ένα περίεργο νεύρο στο κεφάλι μου. Αν ήταν να ακούω φαλλοκρατικές ανοησίες για υποχρεώσεις γυναικών, τότε μάλλον τσάμπα έκανα μισή μέρα ταξίδι.

«Λυπάμαι πολύ για την απώλεια.» απάντησε ο πατέρας μου σε αμήχανο τόνο, μαγκωμένος όπως ήταν.

«Ο χρόνος τελειώνει κάποια στιγμή,για όλους μας... Άκουσε με, Αλέξη. Σε ήθελα εδώ, ήθελα να μεγαλώσεις με τους γιους μου, ένα ακόμα παιδί, ένα ακόμα αγόρι, ένας Άρχοντας. Η Ευτυχία έκανε την επιλογή της, αλλά εσύ άνηκες εδώ, με τους Άρχοντες της οικογένειας σου. Το παρελθόν δεν αλλάζει, αλλά το μέλλον μπορεί να ρυθμιστεί.»

Ο γηραιός Άρχοντας σταμάτησε τον λόγο του, βλέποντας προφανώς ότι ο πατέρας μου δεν καταλάβαινε τίποτα και απ΄ ότι παρατήρησα από τις εκφράσεις των συνδαιτυμόνων, μάλλον κανείς δεν κατανοούσε τους γρίφους του.

Ο Αλέξανδρος γύρισε και κοίταξε τους δύο γιους του.

«Ιάσονα, είσαι ο πρώτος γιος αλλά όχι ο νόμιμος. Όσο υπάρχει νόμιμος και απόγονοι αυτού, δεν γίνεται να πάρεις τον Πύργο. Και εσύ Σπύρο, τα έχεις όλα εκτός από το πιο σημαντικό. Ένα γιο. Σκεφτόμουν εδώ και καιρό τι θα κάνω με την κληρονομιά και όταν η γυναίκα μου, να είναι καλά εκεί που βρίσκεται, μου είπε ότι η κόρη και ο εγγονός μου είναι ζωντανοί, εκτός της ανακούφισης που μου έδωσε από ένα βάρος που κουβαλούσα χρόνια, αυτό του θανάτου δύο ανθρώπων του αίματος μου, μου έδωσε και τη λύση σε αυτό το πρόβλημα.»

Σιγά-σιγά, άρχισα να καταλαβαίνω που το πήγαινε ο Αλέξανδρος. Ένιωθα τους ασκούς του Αιόλου να ανοίγουν και οι πρώτοι ήρεμοι άνεμοι να γλιστρούν απαλά. Απελευθερώθηκα από τη σκέψεις μου όταν ξαναάκουσα τον προπάππο μου να μιλάει.

«Αλέξη μου, θα σου δώσω μια ευκαιρία να γίνεις Άρχοντας, να γίνεις ίσος με τη γυναίκα και τα παιδιά σου. Είσαι γιος, έχεις γιο που θα κληρονομήσει τον Πύργο μετά από εσένα. Σου ζητάω να με διαδεχτείς, να πάρεις τον Πύργο και την περιουσία που θα μοιραστεί ανάμεσα σε εσένα και τους γιους μου. Να πάρεις αυτό που σου ανήκει.»

Έπρεπε να είχα τραβήξει φωτογραφία εκείνη τη στιγμή.

Ο πατέρας μου στεκόταν με μάτια ορθάνοιχτα και στόμα μισάνοιχτο, εγώ σε μια κατάσταση όλο περιέργεια για το τι θα ακολουθήσει , τον Οδυσσέα αλαφιασμένο, τον Σπύρο χαλαρό και τον Ιάσονα σαν να τον έχει χτυπήσει κεραυνός.

«Μα... πατέρα, εγώ έχω γιο.» ο Ιάσονας μιλούσε με όση άνεση του είχε απομείνει. Δικηγόρος καθώς ήταν, γνώριζε και από διπλωματία και από ρητορική.

«Ναι, αλλά είσαι νόθος. Όσο υπάρχει ο Σπύρος, δεν δικαιούσαι τον Πύργο. Και ακόμα και αν δεν υπήρχε ο Σπύρος, υπάρχουν οι κόρες του. Και δεν πρόκειται να αφήσω μια γυναίκα στη διαδοχή.»

«Κρίμα για σένα, Άρχοντα μου. Εμένα ο παππούς μου με άφησε, όπως άφησε και την μητέρα μου.» διέκοψα τον ειρμό των συζητήσεων για να με κοιτάξει ο Αλέξανδρος έντονα στα μάτια.

«Δίχρωμα μάτια.» μουρμούρισε «Νόμιζα ότι δεν θα ξαναδώ αυτά τα μάτια... Άκουσε με, Αρχόντισσα μου, είσαι εδώ ακριβώς γιατί, κακώς βέβαια, είσαι διάδοχος. Αν θες την άποψη μου, οι γυναίκες πρέπει να ξέρουν τους ρόλους τους. Και η διαδοχή δεν είναι ένας από αυτούς. Χμ... φοράς και παντελόνια... και τι παντελόνια...» είπε κοιτώντας το ελαφρώς σκισμένο τζιν που φορούσα.

Πήρα φόρα για να του απαντήσω, αλλά με έκοψε ο Ιάσονας. «Οπότε πατέρα, η λύση σου είναι ο Αλέξης.»

«Ακριβώς.»

«Χμ... Μη χείριστον, βέλτιστον. Εγώ, πατέρα, σε βοήθησα κάπου;»

«Μα φυσικά. Χωρίς εσένα να υπάρχεις, δεν θα είχα διατηρήσει τον τίτλο.»

Το πρόσωπο του Ιάσονα πέτρωσε. Και το δικό μου επίσης.



Παιδιά, είδα θρίλερ και δεν μπορώ να κοιμηθώ, οπότε είπα να κάτσω να γράψω :P

Λοιπόν, μάθαμε και τι ήθελε ο Αλέξανδρος, θα δούμε και τι θα ακολουθήσει.

Έχουμε λίγο ακόμη!

Καλό σαββατοκύριακο και θα τα πούμε σύντομα :*

Btw, αυτό πρέπει να είναι το πιο μεγάλο κεφάλαιο που έχω γράψει, 2185 λέξεις :P

τι σου κάνουν τα θρίλερ :P

Continue Reading

You'll Also Like

7.8K 681 24
Ήταν όμορφη κοπέλα, πολύ όμορφη, η Αναστασώ, η κόρη του ταβερνιάρη Κρατερού από τη Σπάρτη. Αυτή η ομορφιά της θάμπωσε το βασιλόπουλο του Βυζαντίου, τ...
240K 10.1K 35
«Και τι έκανες μαζί του;» Με ρώτησε και τότε άρχιζα να χάνω την υπομονή μου «Δεν κατάλαβα, λογαριασμό θα σου δώσω;» Είπα ενώ η φωνή μου βγήκε πιο δυν...
24.4K 1.2K 12
Μικρές ιστοριούλες για τους αγαπημένους μας ολιγαρχικούς. Απολαύστε.
106K 3.5K 23
~Ποιος καιγεται αποψε και μυρισε ολη η πολη αγαπη?~