Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων

By WilliamTear

351 60 63

Στον κόσμο της Έρεμορ ο πόλεμος μεταξύ καλού και κακού δεν είναι μόνο θέμα συνειδήσεως, είναι ένας κανονικός... More

Κεφάλαιο Πρώτο
Κεφάλαιο Πρώτο (συνέχεια)
Κεφάλαιο Δεύτερο
Κεφάλαιο Δεύτερο (συνέχεια)
Κεφάλαιο Τρίτο
Κεφάλαιο Τρίτο (συνέχεια)
Κεφάλαιο Τρίτο (συνέχεια)
Κεφάλαιο Τέταρτο
Κεφάλαιο Τέταρτο (συνέχεια)
Κεφάλαιο Πέμπτο
Κεφάλαιο Πέμπτο (συνέχεια)
Κεφάλαιο Πέμπτο (συνέχεια)
Κεφάλαιο Πέμπτο (συνέχεια)

Κεφάλαιο Τέταρτο (συνέχεια)

14 3 3
By WilliamTear

Η Λίζα προχώρησε διστακτικά στον κήπο της μικρής μονοκατοικίας. Στο μονοπάτι μπροστά της, ανάμεσα στα παρτέρια με τις βοκαμβίλιες ήταν πεσμένο ένα ανθρώπινο σώμα. Η Λίζα πλησίασε με φόβο. Στις πλάκες ήταν σωριασμένη μια κοπέλα όχι μεγαλύτερη από την ίδια με μακριά ξανθά μαλλιά και ένα κουρελιασμένο λευκό φόρεμα. Γονάτισε δίπλα της και εκείνη κινήθηκε, ήταν ζωντανή ακόμα. Έκανε να την ανασηκώσει και μια τρομαγμένη κραυγή ξέφυγε από τα χείλη της. Η κοπέλα είχε στρέψει το βλέμμα της προς αυτή. Είχε δυο υπέροχα σκουρογάλανα μάτια αλλά το βλέμμα της ήταν απλανές, στερημένο από την όραση και από τα μάτια της έτρεχε αίμα.

"Τυφλή να ζήσεις και τυφλή να υποφέρεις." Τα λόγια του παρολίγον δολοφόνου της επέστρεψαν ζωντανά στη μνήμη της. Άραγε αναφερόταν σε αυτήν την κοπέλα; Τι έπρεπε να κάνει;

Θα την βοηθούσε δεν υπήρχε περίπτωση να μην το κάνει, αλλά δεν ήξερε το πως. Δεν μπορούσε να την μεταφέρει καν μέσα στο σπίτι.

-Βοήθεια, ψέλλισε η κοπέλα με μια απαλή πονεμένη φωνή. Έρχονται, πρόσθεσε με τρόμο.


Η Κάτκα κλαψούρισε και η Γιαρμίλα πήγε κοντά της. Κάποιο όνειρο βασάνιζε το κοριτσάκι που στον ύπνο του είχε ξεσκεπαστεί. Η Γιαρμίλα την σκέπασε και της χάιδεψε τα μαλλιά ως που ησύχασε. Σηκώθηκε και έτριψε τα μπράτσα της.

-Κρυώνεις; ρώτησε ο Ραμίρ.

Η Γιαρμίλα στράφηκε και τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Την τελευταία περίπου ώρα ο Ραμίρ είχε κλειστά τα μάτια του και η κοπέλα είχε υποθέσει πως κοιμόταν.

-Ναι κάνει κρύο, είπε, και πήρα μια κουβέρτα μόνο για την Κάτκα.

-Μπορείς να πάρεις τον μανδύα μου, πρότεινε ο Ραμίρ και έκανε να τον μαζέψει από πάνω του όπως τον είχε σκεπαστεί.

-Εσύ τι θα κάνεις; Θα πιάσει πιο πολύ κρύο τη νύχτα.

-Κάτι μου λέει πως έχω περάσει και χειρότερα.

-Δεν μπορώ να τον πάρω και να αφήσω εσένα να τα βγάλεις πέρα με το κρύο, αντέτεινε η κοπέλα, και σταμάτησε. Θα μπορούσαμε να τον μοιραστούμε, πρότεινε διστακτικά και κοίταξε τον Ιππότη. Εκείνος δεν έδειξε να προβληματίζεται.

-Φυσικά, είπε και της έκανε νόημα να πάει δίπλα του.

Ο μανδύας του Ραμίρ έφτανε να τους σκεπάσει και τους δυο και ήταν ήδη ζεστός από το σώμα του, η Γιαρμίλα δέχθηκε με χαρά αυτήν την θαλπωρή. Τώρα μπορούσε να αγνοήσει τον αέρα που είχε δυναμώσει.

Ένιωσε το χέρι του Ραμίρ να αγγίζει το γοφό της και τινάχθηκε, είχε πέσει τόσο έξω στην κρίση της γι' αυτόν; Δεν διέφερε από τους άλλους άνδρες τελικά;

-Συγνώμη, απολογήθηκε ο Ιππότης, ξάπλωσες από την πλευρά που έχω το όπλο μου, έπρεπε να το μεταφέρω από την άλλη να το έχω εύκαιρο αν παρουσιαστεί ανάγκη.

Η Γιαρμίλα κοκκίνησε για τη σκέψη που είχε κάνει, κοίταξε τον Ραμίρ για να δει αν είχε αντιληφθεί τι σκεπτόταν αλλά είχε κλείσει τα μάτια του και πάλι.

-Τι σκέφτεσαι; ρώτησε.

-Υπάρχει κάτι, μια σκέψη, μια αίσθηση, που προσπαθεί να έρθει στην επιφάνεια του μυαλού μου αλλά δεν μπορεί. Προσπαθώ να καταλάβω τι είναι.

-Ξεκουράσου τώρα, είπε η κοπέλα και το πρωί ίσως να καταλάβεις που θα είσαι λιγότερο κουρασμένος.

-Μπορεί, απάντησε ο Ραμίρ.

Έμειναν σιωπηλοί, χαμένοι και οι δυο στις σκέψεις τους με τον αέρα έξω να ουρλιάζει σαν κάποιο τεράστιο θηρίο που έψαχνε για το θήραμά του.


Η Λίζα δεν αντιλαμβανόταν τον παγωμένο αέρα που μαστίγωνε το σώμα της. Προσπαθούσε να σηκώσει από τις πλάκες που σχημάτιζαν το μονοπάτι του κήπου την κοπέλα με το λευκό φόρεμα. Τα γεμάτα τρόμο λόγια της είχαν μεταφέρει έναν έντονο καθηλωτικό φόβο στην ψυχή της Λίζας που δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτό που φοβόταν η άλλη κοπέλα αλλά καταλάβαινε πως έπρεπε να βρουν γρήγορα ένα καταφύγιο. Κατάφερε να στήσει την τραυματισμένη κοπέλα στα πόδια της και με το χέρι περασμένο γύρω από τη μέση της να την βοηθήσει να κάνει μερικά βήματα. Η κοπέλα την είχε αγκαλιάσει από τους ώμους.

Προχωρούσαν όμως αργά και τώρα είχε αρχίσει να νιώθει και η Λίζα πως κάτι απειλητικό, και φρικτό ταυτόχρονα κινείτο προς το μέρος τους, κρύος ιδρώτας φάνηκε σε χονδρές σταγόνες στο μέτωπό της. Ένιωθε άρρωστη ξαφνκά.

Ο Ροβέρτος στάθηκε ανήσυχος, είχε διαισθανθεί κάτι που δεν είχε καμία θέση να το νιώθει εδώ. Αποτραβήκτηκε σε μια γωνιά στη σκιά ενός ψηλού κτιρίου και προσπάθησε να διερευνήσει αυτό που είχε νιώσει. Δεν ήταν τόσο αναπάντεχο αν το καλοσκεφτόταν, ήξερε ήδη ότι υπήρχαν Ψυχές του Δαίμονα στον κόσμο αυτό. Άρα μπορούσαν να υπάρχουν και Σκλάβοι. Ενστικτωδώς έπιασε τις λαβές των σπαθιών του. Θα απάλλασε τον κόσμο από το βδέλυγμα των όντων αυτών του Σκότους.

Βήματα ακούστηκαν πίσω του και θύμισαν πως υπήρχε και άλλο ένα θέμα που έπρεπε να τακτοποιήσει, τον άνδρα που τον παρακολουθούσε. Είχε πλησιάσει τώρα και έτρεχε έχοντας χάσει τον Ροβέρτο από τα μάτια του. Ο Ιππότης χαμογέλασε και ετοιμάστηκε για μια αιφνιδιαστική επίθεση. Άφησε τον άνδρα να φτάσει σχεδόν στο σημείο που στεκόταν και μετά επιτέθηκε. Ο άνδρας όμως δεν αιφνιδιάσθηκε, ούτε καν ταράχθηκε. Με απρόσμενη ταχύτητα και ευελιξία έκανε μια στροφή για να αντικρίσει τον Ροβέρτο και απέκρουσε το χτύπημά του με ένα μαύρο, σιδερένιο ραβδί.

-Θακ νάλαμαν καρμν, τον καταράστηκε στη Σκοτεινή Γλώσσα και ο Ιππότης κατάλαβε πως είχε μπροστά του μια Ψυχή του Δαίμονα που είχε κυριεύσει κάποιον άνθρωπο.

Έπρεπε να τον αντιμετωπίσει και μετά να ασχοληθεί με τους άλλους, τους Σκλάβους, που βρίκονταν κάπου κοντά.


Η Λίζα έφτασε στην πόρτα του σπιτιού της, κοίταξε πίσω. Αυτά τα λίγα μέτρα από την μέση περίπου του κήπου ως την πόρτα ποτέ δεν της είχαν φανεί τόσο δύσκολα. Κράτησε την κοπέλα με την πλάτη στον τοίχο για να ψάξει στην τσάντα της για το κλειδί. Δεν το βρήκε με την πρώτη και ο φόβος την άρπαξε στην παγωμένη αγκαλιά του. Με γρήγορες κινήσεις έψαξε και πάλι ενώ η τραυματισμένη κοπέλα ψιθύριζε:

-Έρχονται.

Η Λίζα βρήκε το κλειδί, δεν κατάφερε με την πρώτη να το βάλει στην κλειδαριά με το χέρι της να τρέμει αλλά στη δεύτερη προσπάθεια πέτυχε και άνοιξε την πόρτα. Την έσπρωξε να ανοίξει διάπλατα και μετά βοήθησε την άλλη κοπέλα να μπει στο σπίτι. Την άφησε, γύρισε να κλείσει την πόρτα και κοίταξε έξω. Το σκοτάδι είχε πια πέσει για τα καλά και δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα πέρα από την μικρή πορτούλα του κήπου. Μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα του σπιτιού. Η άλλη κοπέλα παρέμενε ακουμπισμένη στον τοίχο.

Ήταν μόνες τους στο σπίτι, η μητέρα της δεν είχε επιστρέψει ακόμα από τη δουλειά. Η Λίζα οδήγησε την άλλη κοπέλα στο μικρό καθιστικο και την βοήθησε να καθίσει σε μια πολυθρόνα. Σωριάστηκε και εκείνη σε μια διπλανή.

-Πρέπει να ανάψω φώτα, είπε αφού άρχισε να της περνάει το πρώτο λαχάνιασμα της προσπάθειας που είχε καταβάλλει.

-Όχι, είπε βιαστικά η άλλη κοπέλα, βεβαιώσου πρώτα πως δεν βρίσκεται κάποιος έξω.

Η Λίζα την κοίταξε.

-Ποια είσαι; Τι συμβαίνει;


Οι γρύπες ήταν μεγάλα ζώα με σώμα λιονταριού, φτερά και κεφάλι αετού. Είχαν άγρια ένστικτα και ήταν προικισμένα με μια μοχθηρή νοημοσύνη, ταγμένα στην υπηρεσία των στρατιών του Σκότους ήταν πιστά σους αναβάτες τους και πολεμούσαν με θηριωδία. Τρέφονταν με τις σάρκες των θυμάτων τους κάτι που τους έκανε πάντα πρόθυμους να πολεμήσουν.

Τώρα πλησίαζε ένα σμήνος με πάνω από μια ντουζίνα κτήνη που μετέφεραν δυο αναβάτες το καθένα. Οι Ιππότες σταμάτησαν τα άλογά τους και ξεπέζεψαν, τα άλογα φοβούνταν τους γρύπες και αφήνιαζαν, έτσι θα ήταν πιο εύκολο να πολεμήσουν πεζοί αν και θα βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση. Ξεθηκάρωσαν τα σπαθιά τους και ετοιμάστηκαν για μάχη. Οι γρύπες χαμήλωσαν και οι αναβάτες τους εξηκόντισαν δόρατα εναντίον τους. Οι Ιππότες τα απέκρουσαν με τα σπαθιά τους και περίμεναν για την εφόρμηση των εχθρών τους. Είχαν σχηματίσει κύκλο πλάτη με πλάτη για να μπορούν να αλληλοκαλύπτονται και να πολεμούν. Με μια βαρβαρική κραυγή οι εχθροί τους εφόρμησαν, κυρτά σπαθιά, κοφτερά δόντια και γαμψά νύχια έλαμψαν στο πρωινό φως.

Η μάχη ήταν σκληρή και με μεγάλη ένταση, οι πέντε Ιππότες και ο Ροδόλφος της Ασόν, πολεμούσαν με αποφασιστικότητα και πείσμα. Απέκρουαν χτυπήματα και ανταπέδιδαν με δικά τους. Οι γρύπες συνέχιζαν τη μάχη και μετά τον θάνατο των αναβατών τους και μέχρι να πέσουν νεκροί έχοντας δεχθεί αρκετά χτυπήματα.

Ο Ίθαν και ο Αλεξάντερ Ζίριον μάχονταν μαζί με κινήσεις συντονισμένες σαν να ήταν ένας μαχητής. Ο Γκίντεον πολεμούσε με απόλυτη ψυχραιμία ενώ ο Σάιμον του Θαλ συμπλήρωνε την πολεμική του κατάρτιση με την μυική δύναμη. Οι γροθιές του ηταν σχεδόν τόσο θανάσιμες όσο η σπάθα του. Ο Μάικ μαχόταν χρησιμοποιώντας τόσο το όπλο του όσο και τις πνευματικές του δυνάμεις.

Είχε μόλις τραυματίσει θανάσιμα έναν γρύπα, αφού είχε σκοτώσει τους αναβάτες του, όταν έγινε το κακό. Προχώρησε μπροστά και με ένα δυνατό, κοφτό χτύπημα αποκεφάλισε το κτήνος. Την ίδια στιγμή ένας από τους αναβάτες του επόμενου γρύπα έριξε πάνω του ένα δίκτυ σαν αυτά που χρησιμοποιούσαν οι μονομάχοι στην αρένα. Πριν προλάβει ο Ιππότης να αντιδράσει ο γρύπας σηκώθηκε στα πίσω του πόδια σφίγγοντας το δίκτυ γύρω από το σώμα του. Η σπάθα ξέφυγε από το χέρι του καθώς ο γρύπας απογειωνόταν και ο ίδιος βρισκόταν παγιδευμένος.

Με μια θριαμβευτική κραυγή ο γρύπας σηκώθηκε ψηλά στον ουρανό.


Η τραυματισμένη κοπέλα άπλωσε το χέρι της και βρήκε αυτό της Λίζας. Την κράτησε με μια λαβή σταθερή και δυνατή αλλά ταυτόχρονα εύθραυστη.

-Θα σου εξηγήσω όσα ξέρω, είπε, αλλά πρώτα βεβαιώσου ότι δεν υπάρχει κανείς έξω.

Η Λίζα ήταν έτοιμη να αρνηθεί να κάνει οτιδήποτε πριν μάθει τι συμβαίνει και πως ξαφνικά είχε περάσει από την καθημερινή της ζωή σε έναν παράδοξο κόσμο βίας και θανάτου, αλλά κάτι στην φωνή της κοπέλας την έπεισε. Υπήρχε μια παράκληση που την ώθησε να δεχθεί το αίτημά της.

Πήγε κοντά στην πόρτα και κοίταξε έξω από το μικρό παράθυρο δίπλα της. Στην αρχή δεν είδε τίποτα, μετά διέκρινε ανθρώπινες φιγούρες που είχαν μπει ήδη στον κήπο και με δυσκολία έπνιξε μια κραυγή. Κάποιοι έψαχναν για εκείνες, ή την κοπέλα που είχε βρει στον κήπο, και βρίσκονταν εξαιρετικά κοντά.

-Κάποιοι είναι εκεί έξω, είπε η Λίζα.

-Βρήκαν τα ίχνη μου, είπε η κοπέλα. Πρέπει να φύγω, δεν πρέπει να τους οδηγήσω σε' σενα.

Η Λίζα ήταν τρομοκρατημένη αλλά αυτό δεν μπορούσε να το επιτρέψει, να βγει η τυφλωμένη κοπέλα έξω και να αντιμετωπίσει μόνη της τους εχθρούς της. Θυμήθηκε με φρίκη εκείνον που είχε δοκιμάσει να την σκοτώσει, και που θα το είχε πετύχει αν δεν είχε χτυπηθεί από... δεν ήξερε και η ίδια τι. Δεν θα άφηνε την κοπέλα αυτή να αντιμετωπίσει κάτι τέτοιο. Την σταμάτησε ενώ ψηλαφούσε τον τοίχο για να βρει το δρόμο για την έξοδο.

-Δεν θα βγεις, είπε ψιθυριστά. Θα μείνουμε μέσα, μπορούν να μπουν στο σπίτι;

-Ναι.

Η Λίζα κοίταξε έξω, οι διώκτες τους είχαν πλησιάσει και μπορούσε να τους δει κάπως καθαρότερα. Ένα ρίγος την διαπέρασε, ήταν άνθρωποι δεν υπήρχε αμφιβολία, αλλά οι κινήσεις τους αργές και βεβιασμένες σαν να τις έκαναν ακούσια υπακούοντας σε κάποια πιο ισχυρή θέληση που είχε υποτάξει τη δική τους κινώντας τους σαν μαριονέτες. Τραβήχτηκε από το παράθυρο και ακούμπησε στον τοίχο, έκλεισε τα μάτια της απελπισμένη. Τι μπορούσαν να κάνουν δυο κορίτσια ενάντια σε μια ομάδα ανδρών έστω και αν εκείνοι κινούνταν αργά και κάπως σπασμωδικά;

Έκλεισε τα μάτια της απελπισμένη.

Ριψοκινδύνευσε άλλη μια ματιά έξω και αυτή τη φορά δεν μπόρεσε να συγκρατήσει μια κραυγή. Οι διώκτες τους πλησίαζαν το σπίτι.


Σπίθες τινάζονταν από το ραβδί που κρατούσε ο εχθρός του Ροβέρτου καθώς απέκρουε τα αλλεπάλληλα χτυπήματα που του κατάφερνε ο Ιππότης και με τα δυο σπαθιά του. Τον είχε αναγκάσει να υποχωρήσει και τον έφερνε σε όλο και πιο δύσκολη θέση. Το σοκάκι αντηχούσε από τα χτυπήματα και φωτιζόταν από τις λάμψεις της μαγείας που χρησιμοποιούσε ο άλλος απέναντι στον Ροβέρτο. Η Ψυχή του Δαίμονα που κατείχε τον άνθρωπο αυτό ήταν αρκετά ισχυρή προικισμένη με δυνάμεις μαγείας αλλά ο Ροβέρτος απέκρουε με τα δυο σπαθιά τις ριπές ενέργειας που εξαπέλυε εναντίον του και αντεπιτεθόταν με επιδεξιότητα.

Ο αντίπαλός του έκανε πίσω και έβγαλε μια υψίσυχνη κραυγή.


Ο Ίθαν του Ζίριον κοίταξε γύρω του το πεδίο της μάχης, οι γρύπες και οι αναβάτες τους κοίτονταν νεκροί. Ο Σάιμον επέδενε το χέρι του, είχε ένα βαθύ κόψιμο στο μπράτσο από το ράμφος ενός γρύπα. Ο Γκίντεον Νεμίνιον είχε απομακρυνθεί από το πεδίο της μάχης και είχε καθίσει στη ρίζα ενός δέντρου. Είχε μαζέψει τα πόδια του κάτω από το σώμα του και είχε κλείσει τα μάτια του. Φαινόταν βυθισμένος σε σκέψεις. Ο Ροδόλφος της Ασόν έψαχνε να βρει ένα σπαθί μιας και το δικό του είχε σπάσει στον αλυσιδωτό θώρακα ενός από τους αναβάτες των γρυπών.

Ο Σάιμον τελείωσε με το τραύμα του και έκανε μερικές κινήσεις να δει κατά πόσο επηρέαζε τη μαχητική ικανότητά του. Πήγε προς το άλογό του και έδεσε στη σέλα το μικρό σακίδιό του.

-Μπορούμε να ξεκινήσουμε;

-Ναι, είπε ο Ίθαν.

Ο Ροδόλφος κούνησε το κεφάλι του σε μια άηχη κατάφαση καθώς κοίταζε το εύρημά του. ένα μακρύ σπαθί σε πολύ καλή κατάσταση.

-Γκίντεον;

-Ναι πάμε, είπε εκείνος ενώ σηκωνόταν από το έδαφος. Πρέπει να βιαστούμε. Ο Μάικ βρίσκεται στα χέρια του Μπαγκράς.

-Πως το ξέρεις; ρώτησε ο Αλεξάντερ που βρισκόταν ήδη στη σέλα.

-Επικοινώνησα με τους δικούς μας στη Νύλια. Κανένας γρύπας δεν πλησίασε τα εχθρικά στρατεύματα άρα αυτός που κουβαλάει τον Μάικ μπορεί να πήγε σε ένα μόνο μέρος. Το Αλκιμάρ.

-Στο κάστρο του Μπαγκράς, είπε ο Σάιμον βλοσυρά. Δεν θέλω να φανταστώ τι θα του κάνει αυτό το κάθαρμα ο μάγος.

-Πάμε, είπε ο Αλεξάντερ, δεν σταματάμε ως που να φτάσουμε στο Λόου Κόουβ.

Ξεκίνησαν με γρήγορο καλπασμό οι πέντε τους παίρνοντας μαζί και το άλογο του Μάικ.


-Κεράφ Γκναχ! πρόφερε στη Σκοτεινή Γλώσσα ο αντίπαλος του Ροβέρτου και η άκρη του σιδερένιου ραβδιού του μεταμορφώθηκε σε ένα απαίσιο κεφάλι ερπετού με πύρινα μάτια και ορθάνοιχτα σαγόνια γεμάτα δόντια που έσταζαν δηλητήριο. Ο Ιππότης τραβήκτηκε πίσω αποφεύγοντας το θανάσιμο τραυματισμό και μετά χτύπησε με δύναμη και με τα δυο όπλα του. Το κεφάλι του ερπετού έπεσε τσακισμένο στο δάπεδο και ο άλλος άνδρας έκανε πίσω τρομοκρατημένος. Έβγαλε ακόμα μια υψίσυχνη κραυγή.


Η Λίζα κοίταξε την τραυματισμένη κοπέλα, είχε αρχίσει να τρέμει σαν να την διαπερνούσαν ρίγη. Πήγε κοντά της, την στήριξε και ρώτησε χαμηλόφωνα.

-Είσαι άρρωστη;

-Είναι αυτοί, είπε η κοπέλα, έρχονται για' σενα αλλά θέλουν και' μενα. Είμαι σαν... ρίγησε πριν συνεχίσει. Είμαι σαν εκλεκτή τροφή γι' αυτούς.

-Να φύγουμε, είπε η Λίζα, έλα θα πάμε από την πόρτα της κουζίνας.

Πέρασε το χέρι της γύρω από τη μέση της κοπέλας που την αγκάλιασε από τους ώμους και στηρίκτηκε πάνω της. Έκανε να κινηθεί προς τον διάδρομο που οδηγούσε στην κουζίνα αλλά την σταμάτησε μια οιμωγή που δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο. Οι διώκτες τους είχαν περικυκλώσει το σπίτι.

Η Λίζα σταμάτησε και μετά άφησε την άλλη κοπέλα απαλά να στηρικτεί στον τοίχο. Μια σκέψη, από εκείνες που η απελπισία φέρνει στο μυαλό των ανθρώπων, μια τελευταία ελπίδα εκεί που δεν υπάρχει καμία στην πραγματικότητα, είχε έρθει να καθοδηγήσει τις επόμενες κινήσεις της. Ίσως οι διώκτες τους περιμένοντας την κίνησή της είχαν μεταφερθεί στην πίσω πλευρά του σπιτιού. Πλησίασε εξώπορτα και κοίταξε έξω πολύ προσεκτικά. Τραβήκτηκε πίσω ουρλιάζοντας, σε απόσταση μερικών εκατοστών από το τζάμι βρισκόταν το πρόσωπο ενός από τους διώκτες τους. Το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο από κάποιον ανείπωτο πόνο και στα μάτια του φώλιαζε το πιο βαθύ σκοτάδι. Εκείνος έβγαλε μια κραυγή καλώντας τους συντρόφους του.

-Μας ανακάλυψαν, είπε η άλλη κοπέλα.

-Εγώ φταίω, θρήνησε η Λίζα.

Οι διώκτες τους άρχισαν να χτυπούν την πόρτα για να την ανοίξουν.


-Δεν θέλω να σκέφτομαι τι θα του κάνει ο μάγος μόλις τον πάρει στα χέρια του το φίλο σας, είπε ο Ροδόλφος της Ασόν και κούνησε το κεφάλι του.

-Δεν θα τον σκοτώσει, όχι όλο αυτό έγινε για να τον πάρει αιχμάλωτο, είπε ο Γκίντεον. Δεν ξέρω το γιατί βέβαια.

-Πως ξέρεις ότι δεν είναι νεκρός;

-Θα το είχα αισθανθεί, είπε ο Ιππότης. Κάτι άλλο τον θέλει. Ο Μάικ είναι δυνατός αλλά ο Μπαγκράς είναι κτήνος, όσο πιο γρήγορα τον ελευθερώσουμε τόσο καλύτερα.

Συνέχισαν να καλπάζουν ενώ έπεφτε άλλη μια φορά η νύχτα.


Η πόρτα κλονίστηκε και μετά οι διώκτες τους σταμάτησαν την προσπάθεια, σταμάτησαν να κάνουν οτιδήποτε. Δεν ακούγονταν καν. Η Λίζα διακινδύνευσε να κοιτάξει έξω, οι διώκτες τους είχαν παραμείνει ακίνητοι και έδειχναν να ακούν κάτι.

-Τι συμβαίνει; αναρωτήθηκε η κοπέλα.

Continue Reading

You'll Also Like

389 80 6
"Με εξόρισες, δολοφόνησες την μητέρα μου και μου έκλεψες τους τίτλους μου... Όμως όπως θα λένε όλα τα basic τραγούδια στο μέλλον, what doesn't kill y...
46.7K 1.7K 39
> πλησίασε το χέρι του στα χείλη της αγνοώντας τελείως τα λόγια της και άρχιζε να χαϊδεύει το σημείο, ενώ με το άλλο του χέρι κρατούσε σφιχτα τα χέρι...
43.7K 1.5K 31
Ο Άλεξ και η Νάντια...... Η Νάντια και ο Άλεξ....... 2 τελείως διαφορετική άνθρωποι....... Ο Άλεξ το συνηθισμένο "bad boy" του σχολείου θα χρειαστεί...
780K 24.2K 33
Την ένιωσα να σφίγγεται και ένα κλαψουρισμα βγήκε από τα χείλη της τα οποία τόσο θέλω να φιλήσω αυτή την στιγμή αλλά προτρέχει η ιδέα μου Όσο κατέβα...