Τα Καλοκαίρια της καρδιάς μου...

By Ellen_Nel

207K 14.5K 866

Η Νεφέλη, μετά από χρόνια μακριά του, συναντά και πάλι τον Αλέξη, τον εφηβικό και ανεκπλήρωτό της έρωτα. Ενήλ... More

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Κεφάλαιο 4
Κεφάλαιο 5
Κεφάλαιο 7
Kεφάλαιο 8
Κεφάλαιο 9
Κεφάλαιο 10
Κεφάλαιο 11
Κεφάλαιο 12
Κεφάλαιο 13
Κεφάλαιο 14
Κεφάλαιο 15
Κεφάλαιο 16
Κεφάλαιο 17
Κεφάλαιο 18
Κεφάλαιο 19
Κεφάλαιο 20
Κεφάλαιο 21
Κεφάλαιο 22
Κεφάλαιο 23
Κεφάλαιο 24
Κεφάλαιο 25
Κεφάλαιο 26
Κεφάλαιο 27
Τέλος (Μέρος α΄)
Τέλος (Μέρος β΄)

Κεφάλαιο 6

6.7K 533 24
By Ellen_Nel

« Ώρα να πηγαίνουμε λοιπόν....» ψέλλισε με κόπο τώρα η Νεφέλη και βούτηξε βιαστικά στα καταπράσινα νερά θέλοντας πια να φύγει μακριά του, πριν πει ή κάνει κάτι που την προδώσει. Γιατί εκείνη, σε αντίθεση με τον Αλέξη, ένιωθε ακόμη βαθιά μέχρι το μεδούλι τα ίδια συναισθήματα να την κατακλύζουν όπως εκείνη την εποχή και αυτό ήταν κάτι που δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση εκείνος να ξέρει...


Μα δεν πρόλαβε να κάνει δυο βήματα, όταν ένιωσε δυο ατσάλινα χέρια να τυλίγονται γύρω της και να την γυρίζουν απότομα προς το μέρος της.

"Είσαι καλά;" η βραχνή αντρική φωνή του αντήχησε τώρα σαν καμπάνα στο ζαλισμένο μυαλό της καθώς η υγρή επαφή με το κορμί του για πρώτη φορά εδώ και χρόνια ήταν πάνω απ'όσο μπορούσε ν'αντέξει. Ένιωθε τους μυς του σφιγμένους κάτω από τα δάχτυλά της, το κορμί του, βουτηγμένο μέχρι τη μέση στο νερό, ν'αγγίζει το δικό της χαμηλά, τρελλαίνοντάς την, το βλέμμα του καρφωμένο πάνω της έντονο να παρατηρεί κάθε λεπτομέρεια και έγλειψε αμήχανα τα χείλη της αναστενάζοντας σιγανά, μην μπορώντας να τιθασεύσει την λάβα που έπιανε και πάλι γοργά το κορμί της....

Τον είδε να τεντώνεται, ν'απομακρύνεται απότομα βάζοντας μια αισθητή απόσταση ανάμεσά τους, μα το βλέμμα του δεν έφυγε λεπτό από τα χείλη της που συνέχιζε να τα γλείφει βουτηγμένη σε μια περίεργη, γλυκιά αμηχανία.

"Νεφέλη...." ψιθύρισε σχεδόν δίπλα της...."αν.... αν εκείνη η νύχτα συνέβαινε τώρα, που είσαι 25, στ'αλήθεια δεν ξέρω τί θα γινόταν...." έκοψε την φράση του απότομα και κάρφωσε το βλέμμα του στα μάτια της  έντονο, διφορούμενο μπερδεύοντάς την μια και το θολωμένο της μυαλό,για άλλη μια φορά δυσκολευόταν ν'αποκωδικοποιήσει αυτή του τη φράση και να φτάσει σ'ένα συμπέρασμα...Δεν ήξερε τί θα γινόταν; Δηλαδή τί;  Αν θα συνέχιζε μαζί της;  Να κάνει τι;;; Μίλα πιο καθαρά που να πάρει!!! ξεφύσηξε μέσα από τα δόντια της μα εκείνος ήταν ήδη αρκετά μακριά, φεύγοντας σαν δελφίνι μες το νερό με γρήγορες απλωτές θαρρείς και άξαφνα λάμβαναν μέρος σε διαγωνισμό για το ποιος θα έφτανε πρώτος στην παρέα!

"Να πάρει!" φώναξε δυνατά και πάλι χτυπώντας τα χέρια της στο νερό με τόση δύναμη και τόσες φορές που πόνεσαν οι παλάμες της. Μα δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς με αυτά που της είχαν συμβεί!Μα γιατί δεν ξεκαθαρίζει τι διάολο θέλει;;;;  Και η Ντόροθυ; Τί γίνεται με αυτούς τους δυο και γιατί την έφερε μαζί του; μια μικρή φωνούλα συμπλήρωνε τώρα μπερδεύοντάς την ακόμα πιο πολύ, ενώ απομακρυνόταν τώρα και εκείνη κολυμπώντας αργά έξω από την φυσική σπηλιά της με τις σκέψεις να εκρήγνυνται μες το μυαλό της σαν πυρομαχικά!

Για όνομα του Θεού, πού έχω μπλέξει!  μουρμούρισε απογοητευμένη μα αποφάσισε πως ήταν πια ώρα να επικεντρωθεί στο γυρισμό της αφού φυσικά δεν άξιζε να χάσει την ζωή της για χάρη του! Και έτσι όπως τα ρεύματα κάτω από τα πόδια της εναλλάσσονταν συχνά και ο δρόμος της επιστροφής αρκετά μακρύς, έπρεπε να είναι προσεκτική παρότι η θάλασσα στην επιφάνειά της ήταν ήρεμη.

«Νεφέλη! Επιτέλους! Πού ήσουν κορίτσι μου; Και ο Αλέξης; Δεν είναι μαζί σου;»

«Δεν το πιστεύω! Βρήκαμε εσένα και χάσαμε τον Αλέξη; Ε, δεν είμαστε καλά!» φώναζαν όλοι από μακριά βλέποντάς την να φτάνει με μεγάλες απλωτές, δεινή κολυμβήτρια καθώς ήταν, μα εκείνη ένιωθε ήδη αρκετά εξαντλημένη για να απαντήσει. Έφτασε μονάχα μέχρι την ακτή και έπεσε λαχανιασμένη στην άμμο μην μπορώντας να πάρει πια ούτε ανάσα, εξαντλημένη τόσο από την σωματική όσο και από την ψυχική της ταλαιπωρία....

«Ελάτε παιδιά, κάντε της χώρο! Θέλει αέρα η γυναίκα! Έτσι όπως μαζευτήκατε όλοι από πάνω της, θα την πεθάνετε!» μια φουριόζα Ρένα φώναζε τώρα, καθώς όντας σε λίγο μάνα, είχε μια παραπάνω ευαισθησία στις πρώτες βοήθειες. Και αφού την περιποιήθηκαν όσο γινόταν, αφού την άφησαν να ξεκουραστεί και να πάρει μια ανάσα, έπεσαν βροχή οι ερωτήσεις για τον άλλο.....αγνοούμενο, τον Αλέξη που πλέον δεν φαινόταν πουθενά στον ορίζοντα....

«Επιτέλους θα μας πεις αν τον είδες; Νεφέλη! Ανησυχώ!» ένας εκνευρισμένος Μάνος μιλούσε τώρα, μα εκείνη ξέχασε την ερώτηση, καθώς άξαφνα διαπίστωνε κάτι άλλο....

«Συγγνώμη ρε παιδιά μα....πού είναι η Ντόροθυ;» ρώτησε σαν αυτόματο έστω και αρκετά καθυστερημένα, κάνοντάς τους όλους να την κοιτάξουν απορημένοι.

«Η Ντόροθυ;;;; Ωχου! Πάει τα'χασε η καημένη.... Μα καλά βρε Νεφέλη μου, δεν κατάλαβες ακόμη πως δεν ήρθε σήμερα; Ο Αλέξης δεν μας είπε το πρωί πριν ξεκινήσουμε πως την κάλεσαν πίσω για μια επείγουσα δουλειά και θα λείπει και τις επόμενες δύο εβδομάδες; Δεν το άκουσες;» την κοιτούσε έκπληκτη τώρα η Μαργαρίτα λες και η Νεφέλη είχε μόλις έρθει από το υπερπέραν.

«Και τί στην ευχή σχέση έχει τώρα η Ντόροθυ! Εδώ χάνουμε τον Αλέξη και εσύ ρωτάς για'κείνη;» παρατήρησε εκνευρισμένος τώρα ο Μιχάλης μα έπειτα μια πέτρινη μάσκα απλώθηκε στο πρόσωπό του.

«Νεφέλη, δεν πιστεύω ο Αλέξης να έπαθε τίποτε;» ρώτησε με αγωνία και εκείνη κατάλαβε επιτέλους πόσο ανησυχούσαν.

«Όχι, όχι, είναι μια χαρά! Απλά βρήκαμε ένα πολύ όμορφο μέρος και εκείνος θέλησε να μείνει λίγο παραπάνω να το.....εξερευνήσει!» πέταξε το πρώτο που της ήρθε στο μυαλό αν και η ανησυχία είχε ήδη αρχίσει να τρυπώνει και στο δικό της μυαλό. Μα πού ήταν επιτέλους; Ήταν δεινός κολυμβητής, το ήξερε και αν ήθελε θα την είχε μάλιστα προσπεράσει...Πού στην ευχή ήταν;

«Εντάξει παιδιά, μην ανησυχείτε, έρχεται και μάλιστα κάτι κρατάει!» φώναξε τώρα ο Γιώργος βάζοντας το χέρι του στα μάτια για προστατευτεί από τον ήλιο και να βλέπει καλύτερα.

«Παιδιά, μου φαίνεται πως κρατάει ένα χταπόδι και μάλιστα..... ολοζώντανο!»

«Τίιιιιι; Ελα, πλάκα κάνεις! Αποκλείεται!»

«Ω, ναι, κοίτα!» πανηγύριζαν όλοι μα εκείνη ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται για άλλη μια φορά. Χαιρόταν που ήταν εντάξει, μα από την άλλη, δεν ήταν έτοιμη να τον αντικρίσει τόσο σύντομα...

«Αλέξη! Πού στην ευχή πέτυχες αυτό το .....θεριό;» τον ρώτησαν όλοι σχεδόν με μια φωνή, παρατηρώντας την ίδια στιγμή το χταπόδι που κειτόταν ανήμπορο στα πόδια του.

«Αφήστε τα λόγια και πιάστε να ετοιμάσετε φωτιά. Άλλωστε, έχει πάει πια δύο η ώρα....» απάντησε χαμογελώντας και τίναξε αγέρωχα τα νερά από πάνω του αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα το καλοσχηματισμένο του σώμα και κάνοντας εκτάσεις για να αποφορτίσει τους μυς του μετά το κολύμπι. Σαν να μην συνέβαινε τίποτε....σκέφτηκε η Νεφέλη με πίκρα, ζηλεύοντάς τον για την άνεσή του.

Άρχισε μετά να κατευθύνεται προς το μέρος της μ' ένα βλέμμα ανεξιχνίαστο κάνοντας την καρδιά της και πάλι να χτυπά ξέφρενα.

«Έλα...Είναι ώρα να ετοιμάσουμε το τραπέζι για όλους αυτούς που ανησύχησαν για μας σήμερα.....» παρατήρησε σιγανά πλησιάζοντάς την και λύνοντάς της ταυτόχρονα την απορία.

«Ναι, έχεις δίκιο....» συμφώνησε και εκείνη μια και η υπόλοιπη παρέα δεν χρωστούσε τίποτα να πληρώσει την δική τους σιωπηλή διαμάχη.

Έτσι, σε λίγη ώρα, τα πάντα ήταν έτοιμα, εκτός από το χταπόδι που οι άντρες της παρέας είχαν αναλάβει να  το....χτυπήσουν πρώτα και έπειτα να το ψήσουν. Και εκεί έγινε το μεγάλο πανηγύρι, αφού κανείς τους δεν είχε την όρεξη -για να μην πούμε την μπόρεση- να κάτσει μέσα στον ήλιο και να το χτυπάει στα βράχια!

Φαίνεται, πως ήταν πολύ μακριά η εποχή που ήταν φαντάροι και έτρεχαν στις πορείες αγωνιζόμενοι να μάθουν κατιτίς για την ζωή στην φύση....Τους κορόιδεψαν η Ρένα με την Έφη και αμέσως άρχισαν να διαμαρτύρονται πως έφταιγε το χταπόδι που ήταν μεγάλο, πως εκείνοι τα είχαν κάνει όλα σωστά, πως η φωτιά δεν ήταν καλή και χίλιες δυο δικαιολογίες.

«Ω, ελάτε τώρα! Λίγο με ενδιαφέρει τί φταίει! Εγώ ξέρω μονάχα πως είναι ήδη τρεις η ώρα και η κοιλιά μου γουργουρίζει!» τους μάλωσε η Νεφέλη, κάνοντάς τους και πάλι να ξεσπάσουν σε δικαιολογίες. Μα εκείνη δεν άντεχε άλλο. Άνοιξε  το πρώτο τάπερ που βρήκε μπροστά της και άρχισε να τρώει λαίμαργα τους γευστικότατους ντολμάδες της Μαρίας που έτυχε οι άμοιροι να βρεθούν μπροστά στην αδυσώπητη πείνα της!

«Μμμ, αυτό είναι απόλαυση....» μουρμούρισε γλείφοντας ένα ένα τα δάχτυλά της μην θέλοντας να χάσει την παραμικρή γεύση. Μα, όταν άξαφνα είδε το βλέμμα του Αλέξη απέναντί τηςδιαπεραστικό, η όρεξή της κόπηκε απότομα. Την κοιτούσε  απόμακρος σαν να είχε κάνει κάτι μεμπτό και έπρεπε να ντρέπεται. Μα δεν την ένοιαζε πια! Δεν θα ζούσε τρέμοντας διαρκώς μην τυχόν και την επικρίνει για καθετί που κάνει! Δεκάρα δεν θα έδινε από' δω και στο εξής και αν αυτός δεν την ήθελε μια φορά, τότε εκείνη δεν θα τον ήθελε δέκα! αποφάσισε οργισμένη και ας της έλεγε κάτι βαθιά μέσα της, πως δεν θα κατάφερνε να τηρήσει την συμφωνία....

«Επιτέλους, ψήθηκε!» ένας πασίχαρος Μάνος έκανε τώρα το γύρο της παραλίας με το ψημένο χταπόδι ανά χείρας και διάφορες τελετουργικές κινήσεις που μαρτυρούσαν πως ήταν ο κυρίαρχος του ....χταποδιού!

«Άντε και καλή μας όρεξη!» φώναξε ο Νίκος και άρχισαν όλοι να παίρνουν θέσεις γύρω από το τραπέζι με τα κάθε λογής καλούδια που είχαν ετοιμάσει, όλο φασαρία. Εκείνη είχε φτιάξει μια υπέροχη αστακομακαρονάδα, που όμως, μετά από τόσες ώρες στριμωγμένη μέσα σ' ένα πλαστικό μπωλ, ήταν σίγουρη πως θα είχε χάσει την αρχική της νοστιμιά. Ωστόσο, ταίριαζε τέλεια με το χταπόδι και τον περιβάλλοντα χώρο που δεν ήταν άλλος από την θάλασσα!

«Ει! Ποιος έφαγε τα ντολμαδάκια μου!» φώναζε τώρα η Μαργαρίτα κάνοντας την Νεφέλη να στραβοκαταπιεί άθελά της. Κοίταξε τον Αλέξη να δει την αντίδρασή του και έκπληκτη τον είδε να χαμογελάει παιχνιδιάρικα κοιτάζοντάς την με νόημα.

«Ε, θες να πεις πως....δεν έχεις άλλα;» την κοίταξε με βλέμμα αθώο και όταν είδε το απελπισμένο ύφος της Μαργαρίτας, ένιωσε ένοχη όσο ποτέ. Γιατί ήταν σίγουρη πως είχε δει και άλλο μπωλ μα φαίνεται πως είχε κάνει λάθος....Ουπς! σκέφτηκε μα ήταν πλέον αργά. Και ήταν και εκείνο το απίστευτα κοροϊδευτικό βλέμμα του Αλέξη απέναντί της που την εκνεύριζε ακόμη περισσότερο!

«Ωχ όχι! Και ήταν τόσο νόστιμα!» μουρμούρισε παραπονιάρικα η φίλη της και κάθισε απογοητευμένη πάνω στα πόδια του αρραβωνιαστικού της.

«Αγάπη μου, αν αυτό σε κάνει να νιώσεις καλύτερα, ε, λοιπόν ναι, το επιβεβαιώνω, η Μαργαρίτα μου κάνει υπέροχα ντολμαδάκια!» είπε με στόμφο κάνοντας όλη την παρέα να γελάσει.

«Το επιβεβαιώνω και εγώ!» πετάχτηκε αφελέστατα πάνω όλο ενθουσιασμό η Νεφέλη.

«Και εσύ, πού το ξέρεις;» άκουσε τον Αλέξη να την ρωτάει και είδε μερικά ζευγάρια μάτια να γυρίζουν προς το πρόσωπό της ερωτηματικά, μαζί και της Μαργαρίτας....

«Ε πώς, φίλη μου είναι τόσα χρόνια, λες να μην έχω ξαναφάει;» απάντησε βιαστικά το πρώτο που της ήρθε στο νου σώζοντάς την από σκέτη καταστροφή.

«Α, έτσι το ξέρεις! Είπα και εγώ.....» συνέχισε εκείνος ρίχνοντας λάδι στην φωτιά και κάνοντάς την να γίνει κόκκινη σαν παπαρούνα.

«Χμ, εδώ που τα λέμε......φέτος έμαθα να τα φτιάχνω και μάλιστα είναι η δεύτερη φορά. Νεφέλη! Κάτι έχεις κάνει εσύ!» άκουσε τώρα την φίλη της να την κατηγορεί πάνω που νόμιζε πως είχε αποφύγει τον σκόπελο....

«Εγώ; Όχι βέβαια!»

«Α, δεν μου γλυτώνεις! Από τα χεράκια μου θα πας να μου το θυμάσαι! Είμαι σίγουρη πως αυτό, είναι δική σου δουλειά έτσι λιχούδα όπως είσαι!» την πείραξε τώρα.

«Εγώ λιχούδα! Καλέ τί μας λες; Απλά.....απλά πεινούσα σαν λύκος και εσείς δεν δίνατε σημασία! Τί να έκανα;» απάντησε μελιστάλαχτα τώρα και είδε την Μαργαρίτα να αναψοκοκκινίζει.

«Έτσι ε; Μήπως να δοκιμάσω και εγώ τώρα την ..... αστακομακαρονάδα σου ολομόναχη;»

«Όχι!» φώναξαν όλοι με μια φωνή, καθώς είχαν ήδη κρεμαστεί τρία-τέσσερα άτομα πάνω από το τάπερ.....

«Βλέπεις φιλενάδα; Δίπλα στην θάλασσα είμαστε, το πιάτο μου είναι πιο δημοφιλές, τί να κάνουμε.....»

«Εμείς οι δύο θα λογαριαστούμε άλλη φορά!» την επέπληξε τελικά χαμογελώντας και ένας άτυπος πόλεμος μαγειρικής είχε ήδη ξεκινήσει όπως φαίνεται ανάμεσά τους.

Έφαγαν, ήπιαν, διασκέδασαν, γέλασαν μέχρι που δεν άντεχαν πια άλλο. Και μετά αποφάσισαν πως λίγη χαλάρωση δεν θα τους έβλαπτε, το αντίθετο μάλιστα, επιβαλλόταν αν ήθελαν ν'αντέξουν μέχρι το ηλιοβασίλεμα που θα πρέπει να ήταν θεαματικό σ'αυτή την μαγευτική παραλία....Έτσι, μετέφεραν τις πετσέτες τους όλοι κάτω από τα δροσερά δέντρα, ψάχνοντας απεγνωσμένα ένα σκιερό καταφύγιο....

Και εκείνη, φυσικά, δεν έχασε την ευκαιρία, πήρε την μονή πετσέτα θαλάσσης και ξάπλωσε με ανακούφιση κάτω από ένα μικρό αλμυρίκι απολαμβάνοντας την απόλυτη μοναξιά της, μια και όλοι οι άλλοι είχαν ήδη ξαπλώσει σε ζευγάρια. Η Μαργαρίτα με τον Νίκο, ο Γιώργος με την Ρένα, η Έφη με την Μαρία, ο Μιχάλης με τον Μάνο....Και εκεί που έλεγε τί όμορφη που ήταν η ζωή, άξαφνα, κάτι χάλασε την ησυχία της.

«Γεια!....Φοβάμαι πως πρέπει να μοιραστούμε αυτό το αλμυρίκι.... Βλέπεις, όλοι οι άλλοι, έχουν ήδη πάρει τις θέσεις τους.....» άκουσε άξαφνα την τραχιά φωνή του Αλέξη δίπλα της και πετάχτηκε πάνω θορυβημένη.

«Θα προτιμούσα τον Μάνο αν δεν σε πειράζει!» απάντησε αποφασιστικά κάνοντάς τον να συνοφρυωθεί περίεργα.

«Χμ, λίγο δύσκολο μιας και έχει ήδη βρει ....παρέα. Άλλωστε, αν το κάνεις θέμα, τότε όλοι θα νομίζουν πως έχουμε τσακωθεί. Δεν θέλουμε να πιστέψουν κάτι τέτοιο, έτσι δεν είναι;» της χαμογέλασε μειλίχια και ήξερε πως είχε πια εγκλωβιστεί! Γιατί εκείνοι-πέραν της Μαργαρίτας- δεν είχαν ιδέα πως οι σχέσεις των δυο τους ήταν τεταμένες και θα ήταν άστοχο να δημιουργούσε τώρα πια εντυπώσεις.....σκεφτόταν ενοχλημένη και του έκανε χώρο να ξαπλώσει, ωστόσο αρκετά μακριά της. Πάει ο ήσυχος ύπνος μου! αναστέναξε απογοητευμένη, καθώς ήξερε πως δεν θα χαλάρωνε ποτέ της, με το βλέμμα του πάνω στην πλάτη της. Και μόνο στην σκέψη ανατρίχιαζε, μα από την άλλη, καλύτερα να έβλεπε την πλάτη της παρά την ίδια! ξεφύσηξε απογοητευμένη και έκλεισε τα μάτια αποφασιστικά....

Όταν όμως το κορμί είναι κουρασμένο, όταν έχει διανύσει χιλιόμετρα κολυμπώντας μες την καταγάλανη θάλασσα, όταν έχει βουτήξει μες τα δροσερά νερά της και έχει γνωρίσει μέρη εξωτικά, ολότελα παραδεισένια, όταν τέλος έχει χορτάσει και ευχαριστηθεί από τα άφθονα και γευστικά φαγητά...άθελά του γέρνει και αφήνει τον ύπνο να το κυριεύσει.

Και ο ύπνος είναι βαθύς, ήσυχος, γεμάτος όμορφα συναισθήματα και εικόνες.....Όπως τώρα, που εκείνη έτρεχε σε τούτη την αμμουδιά χαρούμενη όσο ποτέ, βουτούσε στα καθάρια νερά και ήταν ικανή ακόμη και να πετάξει σαν πουλί πάνω από θάλασσες και καταπράσινα τοπία, φεύγοντας ολότελα από το φθαρτό αυτό σώμα που κουβαλούσε. Και δίπλα της, πετώντας και εκείνος, ήταν ο Αλέξης παρασέρνοντάς την σε μέρη μαγικά, όπου και οι δυο βουτούσαν ελεύθεροι πια στον αέρα απελευθερωμένοι από εφιάλτες και εικόνες του κοινού παρελθόντος....

Μμμμ, τί όμορφα που ήταν! σκεφτόταν και τεντώθηκε ναζιάρικα, καθώς έβλεπε πως εκτελούσε άριστα άλλο ένα μακροβούτι στον αέρα. Και έπειτα, στριφογύριζε γύρω από τον εαυτό της σαν γεράκι έτοιμο για επίθεση, μέχρι που έπεσε πάνω σ' ένα βράχο -ευτυχώς αρκετά μαλακό- ώστε να μην χτυπήσει. Και έμεινε πάνω εκεί αρκετή ώρα να ξαποστάσει, νιώθοντας την ζέστη του και παίρνοντας μια δεύτερη ανάσα πριν ξεκινήσει και πάλι την πτήση της πάνω από τα τοπία!

Μμμμ......! μουρμούρισε και πάλι ικανοποιημένη και έκανε να σηκωθεί να πετάξει μα κάτι κουνήθηκε άξαφνα κάτω από τα πόδια της....Τί ήταν αυτό άραγε; Να ήταν ο βράχος; Μα πώς γίνεται; Πώς γίνεται ο βράχος να κινείται; σκεφτόταν απορημένη στο όνειρό της, όταν ένα ρεύμα ψυχρό μπήκε ανάμεσά τους...

«Επιτέλους Νεφέλη! Θα σταματήσεις;» άκουσε σαν από το υπερπέραν μια φωνή να ψιθυρίζει δίπλα της και άνοιξε τα μάτια της με μεγάλο κόπο. Δίπλα της βρισκόταν τώρα ο Αλέξης και εκείνη, είχε απλώσει πάνω του το ένα της πόδι και ....κοιμόταν! Χριστέ μου! Τόση ώρα λοιπόν ονειρευόμουν! πετάχτηκε πάνω ταραγμένη, καθώς μόλις άρχιζε να καταλαβαίνει ποιος ήταν αυτός ο βράχος!

«Αλέξη; Τί.....συμβαίνει;» μουρμούρισε μπερδεμένη και τον κοίταξε ακόμη μισοκοιμισμένη.

«Τι να συμβαίνει Νεφέλη! Ξαφνικά, κόντεψες ν' ανέβεις πάνω μου και......»

«Όχι βέβαια! Δεν έκανα κάτι τέτοιο!» ψιθύρισε έξαλλη δίπλα του προσπαθώντας ταυτόχρονα να μην ξυπνήσει και τους υπόλοιπους στην παρέα!

«Και βέβαια το έκανες! Μην ξεχνάς πως ήμουν εκεί! Ξύπνιος! Ενώ εσύ κοιμόσουν του καλού καιρού και μάλιστα παραμιλούσες κιόλας! Και ευτυχώς που είσαι γυναίκα και δεν έχεις ιδέα πώς είναι να σε.....χαϊδεύουν σε κάποια συγκεκριμένα σημεία, και μάλιστα την ώρα που προσπαθείς να χαλαρώσεις! Τί στην ευχή ονειρευόσουν και έκανες έτσι δεν μπορώ να καταλάβω! Ή μάλλον....δεν θέλω να ξέρω!» της πέταξε έξαλλος τώρα, μα εκείνη ήξερε πως δεν έπρεπε να νιώθει καμιά ντροπή. 

"Αμάν βρε Αλέξη! Στο κάτω κάτω όνειρο ήταν!" του απάντησε αγανακτισμένη και δεν πρόσεξε την απελπισμένη έκφραση στο πρόσωπό του. 

"Αυτό να το πεις στο.... κάτω μέρος του κορμιού μου!" σφύριξε μέσα απ'τα δόντια του και πετώντας την πετσέτα πίσω του, σηκώθηκε απότομα και με δυο κινήσεις βούτηξε στην θάλασσα φεύγοντας μακριά χωρίς να της ρίξει ούτε μία ματιά....

"Μα, τί έγινε τώρα;;;" μουρμούρισε αποσβολωμένη παρατηρώντας τον να χάνεται σαν δελφίνι στα γαλήνια νερά....


Λοιπόν;;;; Αχνοφαίνεται στον ......ορίζοντα κάτι ή μήπως κάνω λάθος;;;;  Ο κ. Αλέξης δεν είναι και τόσο ατσάλινος όπως φαίνεται ή μήπως πάλι.....την κάνει μ'ελαφρά.....Δεν ξέρω αν είναι δειλός, εγωιστής, νάρκισσος ή απλά αδιάφορος για όλα, μα σίγουρα όλοι έχουμε συναντήσει στη ζωή μας έναν τέτοιο που δεν ξεκαθαρίζει την θέση του! 

Επόμενο πολύ σύντομα αφού έχω λιγάκι χρόνο αυτές τις μέρες!

Αν σας άρεσε please, please δείξτε το μ'ένα αστεράκι! Φιλιά!

Continue Reading

You'll Also Like

298K 15.5K 41
O Baris και η Ερατώ, δύο νεαροί εκπρόσωποι της πιο διάσημης Αρχιτεκτοκινής εταιρείας στην Ελλάδα, πρέπει να μετακομίσουν στην Τουρκία ώστε να εργαστο...
68.8K 3.1K 58
Τι θα γίνει όταν η μικρή άβγαλτη απουσιολόγος αναγκαστεί να κάνει μια συμφωνία με το πιο διάσημο παιδί του σχολείου?
5.3K 442 23
Λοιπόν από ότι βλέπετε αρχίζουμε. Θέλω να πω ένα ΜΕΓΑΛΟ ευχαριστώ στα παιδιά τα οποία μου έδειξαν τεράστια υποστηρίξει σχετικά με το βιβλίο αυτό! Κα...
748K 28.2K 45
- Λοιπόν;! ρώτησα με σταυρωμένα χέρια. - Είσαι σίγουρη ρε Αννούλα; ήρθε και στάθηκε απέναντί μου. - Πόσες φορές ακόμη πρέπει να στο πω για να σ...