Εκείνος ο Λάσκαρης

Por MoonStarsandLove

3.8K 165 12

Ο Αντρέι είναι Λάσκαρης από την αρχή της ιστορίας. Más

Part 1
Part 2
Part 3
Part 4
Part 5
Part 6
Part 7
Part 8
Part 9
Part 10
Part 11
Part 12
Part 13
Part 14
Part 16 - The End

Part 15

168 9 0
Por MoonStarsandLove

Η ανάσα που πήρε μέσα στο καινούριο της φόρεμα ήταν βαθιά. Το χέρι της κύλησε στο βαθυκόκκινο ύφασμα του καινούριου της φορέματος και ένα χαμόγελο της ξέφυγε όσο η παλάμη της δρόσιζε με τη φρέσκια επιφάνεια.

Είχε δυό βδομάδες εκεί, όσες ακριβώς χρειάστηκαν όλα εκείνα τα ρούχα που της είχε παραγγείλει ο Διογένης να ραφτούν και ήταν η πρώτη μέρα που θα ξεκινούσε με άλλη φορεσιά, άλλον αέρα.

Τα πράγματα ήταν ήσυχα και όμορφα, ακριβώς όπως ο Αντρέι της είχε υποσχεθεί πριν φύγουν πως θα ήταν. Το σπίτι τους ήταν ζεστό και ο Τζανέτος έδειχνε να είναι άνετος στον οντά του, ακριβώς τον απέναντι από τον δικό τους. Η Θεοφανώ μάθαινε σιγά σιγά τη γλώσσα από την κοπέλα που ερχόταν δυό φορές την εβδομάδα να την βοηθήσει με την επιμονή του Αντρέι και τα βρίσκε σκούρα, μα δεν θα τα παρατούσε.

Ο Μπακού θα έφτανε μερικούς μήνες αργότερα τους είχε μηνύσει και ο Αντρέι της είχε φανερώσει ήδη τα σχέδια του να τον στείλει πίσω στην πατρίδα του με ένα γερό κομπόδεμα. «Πρέπει να βρει κι εκείνος την οικογένεια του, Θεοφανώ.» της είχε εξηγήσει.

«Αντρέι!» φώναξε όταν δεν τον βρήκε μήτε στην κουζίνα.

Έστρεψε το βλέμμα της στην πόρτα και τους είδε μέσα από το τζάμι της πόρτας μαζί, πατέρας και γιος να βολτάρουν στον μικρό κήπο. Το παιδί είχε σηκώσει τα χεράκια του ψηλά να πιάσει ένα κίτρινο άνθος μέσα από την αγκαλιά του Αντρέι και γέλασε μόλις κατάφερε και το 'φτασε. 

«Это маленький цветок. Желтый цветок...» έλεγε αργά-αργά ο Αντρέι. «Желтый цветоκ.» επανέλαβε ακόμη πιο αργά. [Ένα μικρό λουλούδι. Κίτρινο λουλούδι.]

«Καρδούλα μου, θα μπερδευτεί το παιδί με τόσες γλώσσες που του αραδιάζεις συνεχώς.» είπε περιπαικτικά ανοίγοντας την πόρτα.

Ο Αντρέι γύρισε να την κοιτάξει, μα κοκάλωσε. Τα χείλη του άνοιξαν διάπλατα και τα μάτια του έγιναν τόσο μεγάλα, τόσο ζωντανά. Τόσο που έτρεξαν από πάνω μέχρι κάτω, σ'όλη την φιγούρα της μέχρι να επιστρέψουν πίσω.

«Боже мой. Я раньше не видел ничего подобного тебе.» ψιθύρισε και εκείνη μόνο ότι επικαλέστηκε τον Θεό κατάλαβε και τίποτα άλλο.

[Θεέ μου. Δεν έχω ξαναδεί τίποτα σαν εσένα.]

«Αντρέι;» γέλασε.

«Θέλεις να χάσω εντελώς τα μυαλά μου;» την  ρώτησε. «Το παιδί δεν το σκέφτεσαι που το κρατάω;» την πλησίασε.

«Σταματα τις υπερβολές, Αντρέι. Απλά άλλο ένα φόρεμα είναι.» είπε, παίρνοντας τον Τζανέτο στην αγκαλιά της.

«Να μπορούσες μια στιγμή να σε δεις μέσα από τα μάτια μου...» της είπε και έσκυψε να αφήσει ένα φιλί στα χείλη της. «Δώσε στη μαμά το λουλούδι, ψυχούλα μου.» είπε ύστερα στο παιδί, το οποίο και το έκανε.

Ήταν εκείνοι οι τρεις κι άλλος κανείς. Κάποια πρωινά τους επισκεπτόταν ο Διογένης με την σύζυγο του και μερικά απογεύματα άλλοι φίλοι του Αντρέι από την ελληνική κοινότητα. Παράπονο δεν είχε, αλλά δεν έκρυβε στον εαυτό της ότι οι πιο ευτυχισμένες στιγμές της ήταν μονάχα με 'κείνον στο πλάι της. Ένα χάδι, ένα βλέμμα, μια όμορφη λέξη· σε ποιον κόσμο της άξιζε τούτη η ευτυχία, ακόμη δεν ήξερε.

«Ξέρεις σκεφτόμουν,» τη βρήκε μέσα στην κάμαρη τους να συγυρίζει τα ρούχα του. «Ότι μόνο ένα πλάσμα σαν κι εσένα θα μπορούσε να κουβαλά τέτοιαν ομορφιά.» πέρασε τα χέρια του στη μέση της, αγκαλιάζοντας την από πίσω και χαμήλωσε το κεφάλι του στον ώμο της.

«Τι πλάσμα δηλαδή;» τον ρώτησε μέσα από ένα σμιχτό χαμόγελο.

«Ένα πλάσμα που έχει γευτεί το εγκόσμιο και απόκοσμο μαζί. Γιατί για τέτοιαν ομορφιά μιλάμε, μάτια μου.»

Η Θεοφανώ κούνησε το κεφάλι της αποδοκιμαστικά στα λόγια του, υπερβολικά και πανέμορφα.

«Τόσες κολακείες,» του ψιθύρισε. «Λες και δεν είμαι απόλυτα δίκη σου ήδη.»

«*Люблю тебя, бессмертная душа,
Люблю тебя, свободный красный дух.»

«Люблю тебя.» επανέλαβε εκείνη όπως όπως, γνωρίζοντας την φράση που της έλεγε συχνά, από την πρώτη φορά που έγινε δίκη του.

Ένιωσε το χέρι του να λύνει τις κορδέλες του κορσέ της και με ευλαβική προσοχή να κατεβάζει τα μανίκια της. Άνοιξε τα μάτια της αφού είχε βυθιστεί σε 'κείνου την αίσθηση και τον χάζεψε στον καθρέπτη καθώς την ξεγύμνωνε. Χάζεψε τα δικά του μάτια που κοιτούσαν όπου ταξίδευαν τα χέρια του επάνω στο δέρμα της, έντονα και φλογισμένα.

Κοίταξε κι εκείνος τον καθρέπτη ύστερα, καθώς το χέρι του χαίδευε τον μηρό της, πολύ κοντά με εκεί που τον ήθελε. Έριξε το κεφάλι της πίσω με το πρώτο χάδι εκεί κάτω και έβγαλε μιαν ανάσα έξω για να μην φωνάξει.

«Κοίτα, Θεοφανώ μου.» την πρόσταξε και εκείνη αμέσως άνοιξε τα μάτια της. «Μάτια μου απόκοσμα.» της είπε και πράγματι, τα μάτια της είχαν χρώμα σαν φουρτούνα θαλασσί αλλά όχι 'κείνη του Αιγαίου, μήτε 'κείνη της Μαύρης Θάλασσας, μα μιά που δεν είχε δει ξανά.

Γύρισε ολόκληρη προς εκείνον και με γρήγορες κινήσεις τον ελευθέρωσε απ'όλα του τα υφάσματα και γαντζωθηκε πάνω του μέχρι να πέσουν μαζί στην κλίνη τους και να χαθούν στον κόσμο που είχαν φτιάξει μονάχα γι'αυτούς.

Ο Μπακού έφτασε περίπου τέσσερεις μήνες αργότερα και ενώ στην αρχή αρνήθηκε την προσφορά του Αντρέι, μετά από πολλά μερόνυχτα συζήτησης κι άλλης συζήτησης, πείστηκε. Ο αποχαιρετισμός ήταν ταυτόχρονα πικρός και γλυκός με άλλη μιαν υπόσχεση για αντάμωση σε ένα άγνωστο μέλλον.

«Αντρέι;» φώναξε βαρυανασαίνοντας.

Ήταν σκοτάδι γύρω της με τα κεριά να έχουν σβήσει κι ακόμη ο ήλιος να μην έχει κάνει την εμφάνιση του. Θα ήταν αργά φαίνεται μες τη νύχτα.

«Κορίτσι μου,» ένιωσε τα δάχτυλα του στο πρόσωπο της. «Τι έγινε;» την άφησε μονάχα για λίγο αφού τον άκουσε να ψαχουλεύει για το αναφτηρι του και το κερί.

Επέστρεψε σε εκείνη όταν η κάμαρη φωτίστηκε ίσα που, τόσο για να ξέρει πως δεν είναι μόνη της σε κανένα ενδιάμεσο, σε κανένα κενό· στην πραγματικότητα της με εκείνον.

«Τι είδες;» την ρώτησε απευθείας, γνωρίζοντας πως απλό όνειρο δεν ήτανε.

Ξεροκαταπιε. «Πόλεμο, Αντρέι, πόλεμο είδα.» του απάντησε. «Ατσάλι, φωτιά και άθος.» του είπε με τρεμάμενη φωνή.

Εκείνος έσμιξε τα φρύδια του και την πήρε στην αγκαλιά του μέχρι να καταφέρει να κλείσει ξανά τα μάτια της και να βυθιστεί σε νηνεμία. 

Ήξερε πως έρχεται η ώρα που θα γυρνούσε στη μάχη. Όχι όμως γιατί δεν είχε τίποτα να χάσει, μα γιατί είχε να χάσει τα πάντα. Η Θεοφανώ το ήξερε από την πρώτη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στην Οδησσό και δεν είχε προσπαθήσει στιγμή να του αλλάξει γνώμη. Θυμόταν ακόμα την ημέρα στο δάσος που της είχε φανερώσει τον σκοπό του τον αληθή και πόσο είχε τρομάξει μα πιστέψει η  κοπέλα από την πρώτη στιγμή. Σε εκείνον, στην ελευθερία.

«Τι λέμε στη μαμά;» μπήκε η Θεοφανώ στην σάλα ύστερα από την μικρή της βόλτα στην αγορά. 

«Μαμά είσαι πολύ όμορφή.» προσπάθησε ο μικρός όσο καλύτερα μπορούσε.

«Θα σας φάω και τους δυο!» έτρεξε κοντά τους και κάθησε στα γόνατα πάνω στη λευκή φλοκάτη. «Τι του μαθαίνεις του παιδιού;» ρώτησε τον Αντρέι αφού άφησε χίλια φιλιά στο γιο της.

«Την αλήθεια μόνο.» απάντησε εκείνος.

Είχαν λιγοστέψει οι μέρες και σε λίγο θα 'φεύγε μαζί με τον Διογένη για τις άκρες του Μοριά. Δεν το είχε πιστέψει ακόμα γιατί σαν χτες της φαινόταν που είχε φτάσει στην Οδησσό. Δεν είχε μάθει τα Ρωσικά άπταιστα, δεν είχε κάνει πολλούς φίλους. Δεν είχε προλάβει ο Τζανέτος να μιλήσει καθαρά στον πατέρα του· δεν είχε πιάσει την κόρη που τόσο ήθελε ο άντρας της. Δεν, δεν, δεν. Δυο χρόνια και οκτώ μήνες δεν ήταν η αιωνιότητα που ονειρευόταν μαζί του. Δεν ήταν καν δείγμα της.

«Σε παρακαλώ, γυρνά κοντά μου.» του είπε γιομάτη πικρά δάκρυα.

Ο Αντρέι κρατούσε τον μικρό για ώρα και του μιλούσε για χίλια δυό πράγματα, ώσπου εκείνη δεν άντεξε από την θέση της δίπλα στο παραθύρι και έπρεπε να μιλήσει για να μην χάσει το μυαλό της.

«Δεν μπορώ να-να υπάρχω εδώ χωρίς εσένα.» περπάτησε προς το μέρος του. Δεν θα τα έλεγε αυτά μπροστά στο παιδί, μα δεν σκεφτόταν καθαρά. «Ούτε πουθενά αλλου.»

Ο Αντρέι έκλεισε για λίγα δευτερόλεπτα τα μάτια του και άφησε τον μικρό με τα παιχνίδια του για λίγο. Σηκώθηκε να την ανταμωσει μεμιάς και της έδωσε ένα μικρό φιλί.

«Δεν θέλεις να πάω.»

«Φυσικά και δεν θέλω.» του απάντησε. «Ξέρω όμως πως το κανείς και για εμάς, για τον τόπο του πατέρα σου και του παιδιού σου και για το μέσα σου.»

«Αν δεν θέλεις να πάω, δεν θα πάω. Κανένα καθήκον δεν θα με-»

«Ξέρω επίσης, πως θα τους είσαι πολύτιμος. Ο πιο πολύτιμος.» τον διέκοψε.

Ο Αντρέι πήρε μια βαθιά ανάσα και κατάπιε ξερά, στεγνά, στερεμμενος από λόγια πια.

«Απλά πρέπει να γυρίσεις. Να μου δείξεις κι άλλο από τον κόσμο αυτόν. Μου το υποσχέθηκες.» του θύμισε.





Δυό μήνες και δεκατέσσερεις ημέρες. Τόσοι είχαν περάσει από το τελευταίο βλεμμα του.

Η καθημερινότητα προχωρούσε κανονικά για εκείνη μαζί με τον Τζανέτο και την Άνια που περνούσε σχεδόν καθημερινά και της έκανε παρέα ώρες. Μάλιστα, είχε αρχίσει και της έφερνε υφάσματα και γρήγορα είχε μάθει την τέχνη. Η Άνια έλεγε πως είχε χάρισμα· που να 'ξέρε η δόλια τι πάει να πει χάρισμα για 'κείνη.


Τρεις μήνες και τέσσερεις ημέρες. Τόσοι είχαν περάσει από το τελευταίο χάδι του.

Η πόρτα της χτύπησε και έτρεξε να ανοίξει μπας και ήταν ο ταχυδρόμος με κάποια, όποια μαντάτα.

«Γερακίνα;» τραύλισε έκπληκτη μόλις την είδε να στέκεται στο κατώφλι της με το παιδί της στην αγκάλη της. «Πως-τί-»

«Ο-Ο Αντρέι με βρήκε να κρύβομαι σε μιαν σπηλιά που λέει ήταν δίκη σου-» καθάρισε τον λαιμό της και προσπάθησε ξανά. «Με έδιωξε από 'κει και μου είπε να έρθω εδώ.» η φωνή της μεμιάς έγινα ξανά σταθερή και δυναμική, γνώριμη.

«Πέρασε.» της άνοιξε την πόρτα περισσότερο.

Την άφησε να κάνει γνώριμο το περιβάλλον γύρω της για λίγα λεπτά και τράβηξε για την κουζίνα να γεμίσει νερό και για τους δυο τους.

«Πολύ διαφορετικά είναι εδώ.» σχολίασε.

«Ναι, μου πήρε πολύ καιρό να συνηθίσω.» της απάντησε η Θεοφανώ. «Η Μεταξία;» την ρώτησε.

«Κάπου με τον μικρό Λάσκαρη, δεν ξέρω.» απάντησε γρήγορα. «Θεοφανώ, θα μείνω όσες μέρες πάρει να βρω μια δουλειά-»

«Δουλειά εδώ; Μα δεν ξέρεις τη γλώσσα. Έχεις δουλέψει ποτέ-»

«Δεν με τρομάζει τίποτα. Μονάχα το σπλάχνο μου να είναι ασφαλές και μακριά από πολέμους θέλω. Δεν έχω κάτι άλλο να με κρατήσει στη ζωή, τα έχω χάσει όλα τα υπόλοιπα.» της εξήγησε γρήγορα.

Η Θεοφανώ εγνευσε. Κοιταξε τα δυό παιδιά που έπαιζαν ήσυχα στη γωνία τους και ύστερα γύρισε ξανά να βρει το αγέρωχο βλέμμα της.

«Αύριο θα έρθει μια φίλη. Θα της μιλήσω.» της είπε. «Γνωρίζει και από οικογένειες καλές εδώ στην πόλη και στο βορρά που είναι τα σιτηρά.» της εξήγησε. «Αλλά θα πρέπει να είσαι σίγουρη.»

«Είμαι. Και σε ευχαριστώ Θεοφανώ. Και εσένα και τον άντρα σου.» της είπε.


Επτά μήνες και είκοσι ημέρες.  Τόσοι είχαν περάσει από το τελευταίο φιλί του.

Έραβε ασταμάτητα για να απαλύνεται ο πόνος και η ανησυχία. Η Γερακίνα είχε βρει ένα σπίτι στο Βορρά και μαζί με τον Πετρουνη την επισκέπτονταν κάθε δυο Σαββατοκύριακα, τις μόνες μέρες που δεν δούλευε.

Ο Τζανέτος ζητούσε όλο και πιο συχνά τον πατέρα του και πολλά βραδιά βαλάντωνε στο κλάμα μέχρι να κουραστεί και να κοιμηθεί δίπλα της. Ύστερα, έκλαιγε κι εκείνη έξω από τον όντα να μην την ακούσει το παιδί της. Έλιωνε, πονούσε με την σκέψη πως ο Αντρέι μπορεί και να μην ξαναγυρνούσε ποτέ. Αναρωτιόταν πως μπορούσε να ζήσει χωριά εκείνον, τι τρέλα την είχε πιάσει και τον είχε αφήσει να πάει τάχα γιατί ήταν σίγουρη πως θα γυρνούσε.


Ένας χρόνος και δεκαεπτά ημέρες. Τόσο είχε περάσει από το τελευταίο αντίο του.

Πλέον ήξερε πως ήταν καταδικασμένοι.

«Θα τα καταφέρεις.» της είπε η Γερακίνα σφίγγοντας το χέρι της μέσα στο δικό της. «Δεν είσαι γούδελο.»

«Είμαι μισή χωρίς εκείνον όμως.» της αποκρίθηκε με σιγουριά που ούτε η ίδια Γερακίνα Γερακάρη δεν μπορούσε να αμφισβητήσει. 

Κοίταξαν και οι δυο προς το τζάκι που έκανε ο,τι μπορούσε να ζεστάνει τον παγωμένο χώρο. Τις φλόγες που πάλευαν να κάνουν κι εκείνες τη δουλειά τους.

«Δεν είσαι όμως καλά, Θεοφανώ μου. Το χέρι σου είναι ζεστό.» παρατήρησε. «Πόσον καιρό είσαι άρρωστη;» την ρώτησε.

«Καλά είμαι, μην νοιάζεσαι. Από το κρύο είναι.» της απάντησε και της άφησε το χέρι. «Πάω να σου φέρω λίγο από την πίτα που έφτιαξα. Είναι η αγαπημένη του και είπα πως θα έφερνε τύχη-τέλος πάντων.» σηκώθηκε βαστάζοντας το πίσω μέρος της καρέκλας.

Τα 'χασε όλα. Όραση, αφή, ακοή. Δεν υπήρχε πια στην πραγματικότητα. Αλλά είχε ξαναυπάρξει εκεί. Αυτό το τίποτα. Πως ήταν δυνατόν αυτό το τίποτα να ήταν γνώριμο;

«Θεοφανώ μου!»

«Αντρέι;» ρώτησε 'κεινο το τίποτα. «Που είσαι;»

Ξάφνου ήταν μπροστά της. Λαβωμένος, ματωμένος παντού. Έτρεξε, μα δεν έπεσε πάνω του.

«Καρδιά μου...» του είπε. «Όχι, τι κανείς εσύ εδώ;» ακούμπησε μοναχά το μάγουλο του.

«Με-με βρήκες κι εσύ.» της είπε μέσα από ένα πονεμένο χαμόγελο και άνοιξε τα χέρια του για εκείνη.

«Όχι, όχι, εσύ δεν θα πας πουθενά. Πρέπει να γυρίσεις, ήρθε η ώρα να γυρίσεις, καρδιά μου.» του είπε μέσα στην αγκαλιά της. «Εσύ σίγουρα ξέρεις πως να γυρίσεις. Καλύτερα από 'μένα.»

Την έσφιξε, το ένιωσε. Τον ένιωσε γύρω της παντού, ότι εκείνο το τίποτα τώρα τους ανήκε.

«Έλα, αγάπη μου. Γυρνά κοντά μου.» ψιθύρισε.

Σηκώθηκε στις μύτες να τον φτάσει. Κοίταξε τα μάτια του και βεβαιώθηκε για τη ζωή που είχαν μέσα τους και ύστερα τον φίλησε. Βαθιά, δυνατά με όσο πάθος είχε για 'κείνον και ήταν μπόλικο· μπορούσε να θεωρηθεί και ατέρμονο.


«Έλα κοπέλα μου!» ένιωσε ένα, αρκετά, δυνατό χτύπημα στο πρόσωπο της. «Θεοφανώ!»

Μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο και η Γερακίνα σταμάτησα να χτυπά το μάγουλο της.

«Τι έπαθες; Στο 'πα, είσαι άρρωστη. Έχεις δει πως έχεις γίνει; Σαν κλαράκι είσαι, κοτζαμ γυναίκα κάνεις κόνξες και τρως λιγότερο από τον Τζανετ-»

«Γερακίνα!» σταμάτησε τον μονόλογο της γυναίκας. «Τον είδα. Είδα τον Αντρέι.» της φανέρωσε.

Εκείνη μονάχα βλεφαρισε και πήρε κάνα δυό βαθιές ανάσες. «Τι-τι είδες;» την ρώτησε σιγανά.

«Δεν ήταν καλά.» ένιωσε τα μάτια της να τσούζουν και τα έκλεισε να ελευθερώσει μερικά δάκρυα, να ανακουφιστεί. «Γερακίνα, νομίζω πως-πως πεθαίνει.»

Έπεσε στην αγκαλιά της και έκλαψε μέχρις και να στερέψει. Μέχρι να μην είναι ικανή να βγάλει άλλα δάκρυα. Μέχρι να παραδοθεί στην κούραση και να πλαγιάσει. Μόνη. Άδεια.


Ένας χρόνος και δέκα μήνες. Τόσο είχε περάσει από την τελευταία λέξη του.

Ο Τζανέτος είχε κοιμηθεί ώρα και ακόμη πιο λίγη είχε περάσει απ' όταν είχε βάλει ένα πιάτο φαΐ το οποίο δεν είχε ακουμπήσει. Είχε βάλει και λίγο βότκα να την συντροφεύσει μπας κι ένιωθε λίγο κάψιμο, λίγη φλόγα κάπου.

Έσμιξε τα φρύδια της και κοιταξε προς την εξώπορτα. Οι φλόγες τρεμόπαιζαν ξαφνικά ολουθε. Το φως χόρευε στους τοίχους λες και κάποιο παραθύρι της είχε ξεφύγει. Κοίταξε ξανά στην πόρτα.

Σηκώθηκε.

Παρέμεινε στο ίδιο σημείο να κρατιέται από το τραπέζι. Ναι, κι όμως ήταν χτύπος.

Περπάτησε αργά προς τα εκεί και άπλωσε το χέρι της στο χερούλι.

Χτύπος. Ήταν χτύπος.



*I love you, immortal soul,
I love you, free crimson spirit

Seguir leyendo

También te gustarán

1.1K 70 7
Μάνη, 1818 Ένας ξένος πατάει τα χώματα του τόπου του για πρώτη φορά. Αναζητά μια πατρίδα, ένα σπίτι και τις ρίζες του . Μια γυναίκα, που τα μάτια της...
11.1K 624 44
Για όλα υπάρχει μία αιτία. Όλα λένε για κάποιο λόγο γίνονται. Υπάρχουν όμως πολλές αδικίες. Πολλά προβλήματα. Αλλά και η ομορφιά πάντα βγαίνει στην ε...
460K 25.5K 64
«Με ποιο δικαίωμα το έκανες αυτό, δεν σου είμαι τίποτα», φώναξα δυνατά για να μπει στον ανύπαρκτο εγκέφαλο του. «Κάνεις λάθος, είσαι δικιά μου. Μου α...
1.4K 97 12
Η αγάπη μας μια θάλασσα φορτούνα στην ψυχή, αγάπη μύρια κύματα και όλα απ'την αρχή