The Perfect Match

By Kihli12

162K 12K 12.1K

«Ντάρια δεν γίνεται να με φιλάς.»η φωνή του βγήκε περισσότερο βραχνή από όσο υπολόγιζε και είχε σχεδόν ανατρι... More

1. Η αποστολή
2. Το δώρο
3. Απροσδόκητη γνωριμία
4. Ένα βήμα τη φορά
5. Εξαπίνης
6. Λεπτός αέρας αυτοσυγκράτησης
7. Οριοθέτηση
8. Τα βήματα
9. Πιο κοντά
10. Είναι απλά τα λόγια της αλήθειας
11. Παράτολμες προτάσεις
12. Ξέσπασμα
13. Έκπληξη
14. Προειδοποίηση
15. Νικημένος από την αρχή
16. Μικρό σκοτάδι του κόσμου
17. Εκδίκηση
18. Κλειδωμένη υπόσχεση
19. Ένα μυστικό
20. Απόπειρα
21. Αλλαγή σχεδίων
22. Η αυλαία
23. Ανατολή
24. O λόγος να γιορτάσεις
25. Συναιτιότητα
26. Σε όλα τα μέτωπα
27. Αποκάλυψη
28. Καινούρια αρχή
29. Κοντά στην επίγνωση
30. Ώρα μηδέν
32. Προς το απόλυτο
33. Επίλογος

31. Λευκές μέρες

5.9K 389 711
By Kihli12

H Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα της Βαλκανικής χερσονήσου που ελάχιστα είχε επισκεφθεί σε μερικές δουλειές με τον Κωνσταντίνο.

Το κλίμα ήταν καλό, αν και προτιμούσε περισσότερο το κρύο. Δεν θυμάται να είδε πολλά εκτός από τα σύνορα με την Αλβανία και λίγο από την πρωτεύουσα οπότε προφανώς δεν ήταν ποτέ στα σχέδια και στις σκέψεις του να ζήσει εκεί.

Ήταν γέννημα θρέμμα Ρώσος, δε μιλούσε γρι τη γλώσσα της μεσογειακής χώρας κι όμως είχε προσγειωθεί στην Αθήνα και είχε αδειάσει δυο βαλίτσες με τα υπάρχοντά του σε ένα σπίτι στο οποίο θα έμενε στα νότια προάστια και μάλιστα έβλεπε θάλασσα. Ούτε η θάλασσα τον τρέλαινε.

Ο εξοπλισμός του θα έφτανε σε δύο μέρες προσεκτικά με μεταφορική και ο ίδιος ένιωθε τα χέρια του δεμένα και κάπνιζε στο μπαλκόνι με το κοντομάνικο. Ήταν Δεκέμβρης, πλησίαζαν Χριστούγεννα και η θερμοκρασία ήταν ακραία υψηλή. Και αυτό τον ενοχλούσε.

Εστίασε το βλέμμα του στον ορίζοντα. Είχε κάνει ξανά καινούρια αρχή σε ένα μεταίχμιο που άλλαξε τα πάντα την ημέρα που γνώρισε τον Άλεξ Ιωάννου και πλήρωσε για να τον βγάλει από τη φυλακή. Τότε ήταν ένα παιδάκι που η ζωή του θα άλλαζε τελείως και θα έμπλεκε σε έναν κόσμο που είχε ακούσει μα ποτέ δεν είχε πράγματι αντικρίσει.

Τώρα δεν ήταν πια παιδί. Τώρα ήταν άντρας με ένα όνομα πλέον στον χώρο, με λεφτά που δε φανταζόταν ποτέ πως θα έβγαζε, με το σπίτι των ονείρων του στη Ρωσία, τις μηχανές και τα αμάξια που πάντα ήθελε, τον πιο ακριβό εξοπλισμό και μια νέα οικογένεια.

Κι όλα αυτά για να μετακομίσει για πάντα στην Ελλάδα;

Ήξερε πως οι δουλειές του εδώ δε θα αποτελούν τόσο μεγάλη πρόκληση όπως αυτές στη Ρωσία, πως η καθημερινότητα που είχε συνηθίσει δε θα είναι πια η ίδια, πως ίσως να μην ένιωθε ποτέ απόλυτα σπίτι του αυτή τη χώρα κι όμως ήταν εδώ.

Γιατί ήθελε να είναι στο πλευρό του Κωνσταντίνου που του είχε φερθεί καλύτερα από αδερφός, αλλά κυρίως γιατί ήθελε να το προσπαθήσει και δεν μπορούσε να το βγάλει από το μυαλό του. Και αυτή δεν το ήξερε καν ακόμα.

Μόλις άκουσε το κουδούνι να χτυπάει έσβησε το τσιγάρο του και άνοιξε την πόρτα στον Κωνσταντίνο που τον περίμενε και έφτασε κλασικά αργοπορημένος. Η Ντάρια δεν είχε έρθει μαζί τους, καθώς θα τελείωνε πρώτα εκκρεμότητες με το ίδρυμα και θα επισκεπτόταν και τη Ρωσία συχνά μέχρι να βρει τρόπο να συμβάλλει κάπως από απόσταση.

«Τι σπιταρόνα σου βρήκα ρε! Τέτοια θέα δεν έχω ούτε εγώ.»είπε ο Κωνσταντίνος περνώντας μέσα και πηγαίνοντας καρφί στο μπαλκόνι για να πιάσει τα κάγκελα και να πάρει μια μεγάλη ανάσα σαν να απολαμβάνει διαφορετικά το οξυγόνο στην περιοχή.

Ο Λεβίνσκι τον ακολούθησε και άναψε ακόμα ένα τσιγάρο. Δεν ήθελε να το παραδεχτεί αλλά σήμερα είχε ακατάσχετο άγχος. Ένα έντονο ζιζάνιο που δεν τον άφηνε να κοιμηθεί, τον έκανε νευρικό και ανυπόμονο και σε συνδυασμό με την απουσία καθηκόντων του ακόμη, δεν είχε καν που να το διοχετεύσει.

Με τον Κωνσταντίνο είχαν κάνει μια συζήτηση. Το θεώρησε τίμιο να του πει τις σκέψεις του, ειδικά μετά από όσα έγιναν. Θα το προσπαθούσε με την Στέλλα και δεν τον ένοιαζε η γνώμη κανενός. Ήταν ψύχραιμος, ο χαλαρός Κωνσταντίνος που πάντα ήξερε αλλά του είπε ότι ο νονός του, ο πατέρας της, δεν θα πετούσε και την σκούφια του με την ιδέα.

Ο Βίκτωρ δεν νοιαζόταν για αυτό. Είχε φτάσει μέχρι εδώ και δεν τον φόβιζε κανένας. Σήμερα θα πήγαινε από το σπίτι της γιατί αν δεν τον απέρριπτε η ίδια δεν θα προχωρούσε και δεν γούσταρε τίποτα να τον κάνει αδύναμο και να τον κολλάει σε μία κατάσταση που μήνες τώρα προσπαθούσε να αρνηθεί πως του συμβαίνει.

«Θα πάμε;»ρώτησε ανυπόμονα ο Λεβίνσκι και τον άκουσε να ξεφυσάει. Ο Κωνσταντίνος προτιμούσε να το αποφύγει από την άλλη δεν ήθελε να τον αφήσει να πάει και μόνος του.

«Τι θα της πεις;»

«Ότι την γουστάρω κι αν θέλει κι αυτή...»άφησε μετέωρη την φράση. Δεν είχε σκεφτεί μετά από αυτό. Απλά την ήθελε στη ζωή του με ο,τι αυτό συνεπαγόταν. Δε θα της έκανε πρόταση γάμου ή συμβίωσης. Μόνο αν θέλει να προσπαθήσουν κάτι πιο μόνιμο; Σταθερό; Ούτε ο ίδιος είχε ακριβή εικόνα. Το ήθελε ο,τι ήταν κι όπου πήγαινε.

«Και επειδή αυτό το πίσω από την πλάτη δεν το γουστάρω και δεν βγαίνει σε καλό ποτέ, θα μιλήσω στον πατέρα της.»

Ο Κωνσταντίνος τον κοίταξε αστραπιαία και τα φρύδια του υψώθηκαν.«Στον πατέρα της; Κάτσε να τσεκάρω το ημερολόγιο γιατί νομίζω ότι ξύπνησα στη δεκαετία του πενήντα.»

«Άντε γαμήσου ρε, εσύ δεν είπες ότι φρικάρει με την μικρή;»

«Ναι και δε θα το πάρει καλά. Ξέρει ποιος είσαι και γενικά δεν ήθελε η μικρή να μπλέξει με τύπο σαν εμάς. Θέλει κάποιον να μπορεί να την προστατέψει. Δηλαδή καλύτερα να μην το μάθει κιόλας.»

Ο Βίκτωρ έσφιξε τα δόντια του και φύσηξε τον καπνό προς τα πάνω. «Αν μπορούσα θα έμενα μακριά της, αλλά δεν ψήνω και επίσης κανείς δεν θα την προστατέψει καλύτερα από εμένα.»

Δεν θα έλεγε άλλη μια φορά ψέματα, ούτε ήθελε να κρύβεται για κάτι που ήταν επιλογή του. Δεν του ταίριαζε, προτιμούσε να είναι ξεκάθαρος.

«Γαμώ την τρέλα μου, σίγουρα ξύπνησα σε άλλη διάσταση σήμερα. Πρώτη φορά σε ακούω καψούρη. Με την μικρή μαλάκα! Που όταν πήγαινε δημοτικό έτρωγε σκουλήκια από το χώμα.»

«Τι μαλακίες λες ρε;»

«Την έχω δει να το κάνει.»

Ο Λεβίνσκι έσβησε το τσιγάρο αγνοώντας τον και σηκώθηκε χώνοντας το κινητό στην τσέπη του. «Σήκω, πάμε.»

Μια ρυτίδα δισταγμού ζάρωσε το πρόσωπο του. «Δεν μιλάς σε αυτήν πρώτα; Άμα φας άκυρο;»

«Στ' αρχίδια μου αν είναι ας το φάω από αυτήν, όχι από τον μπαμπάκα της μετά. Σήκω ρε να τελειώνουμε.»

Δεν μπορούσε να του πάει κόντρα και να το αναβάλει άλλο και το ήξερε. Μπήκαν στο αυτοκίνητο και οδήγησαν μέχρι το σπίτι του νονού του που δεν απείχε και πολύ από αυτό του Βίκτωρ.

Ήταν μια από τις λίγες μονοκατοικίες, με ψηλούς φράχτες και σιδερένια πύλη που άνοιξε μόλις πέρασαν με το αυτοκίνητο. Είχε μερικούς άντρες της φύλαξης να περιφέρονται στον μεγάλο, περιποιημένο κήπο και χωρίς να χάνουν χρόνο πάρκαραν από έξω και πέρασαν στο σπίτι αφού ο Κωνσταντίνος χαιρέτησε κάποιους γνωστούς.

Κατάλαβε σχεδόν αμέσως ποιος είναι, είχε μια περίεργη, ηγετική αύρα και σίγουρα νεύρα εκείνη τη στιγμή καθώς συνομιλούσε έντονα με έναν άντρα μικρότερο από τον Λεβίνσκι. Ήταν μυώδης, όχι πιο ψηλός από τον Βίκτωρ και μπορούσε να κατανοήσει γιατί θα μπορούσε κάποιος να τον φοβάται σαν παρουσία, ωστόσο ο ίδιος δεν ήταν αυτός ο κάποιος.

«Αυτός είναι;»ρώτησε τον Κωνσταντίνο.

«Ναι.»

«Γαμώ το κέρατό γαμώ. Τι εννοείς χάθηκαν;»φώναξε ο Άρης σε έναν από τους άντρες του. Είχαν να παραδώσουν εμπόρευμα και τα είχαν κάνει σκατά, που σήμαινε έξτρα δουλειά από μέρος του για να διορθωθούν όλα.

«Δε ξέρω, τα είχε αναλάβει ο Αχιλλέας.»η τρεμάμενη φωνή του άντρα απέναντι του έκανε ξεκάθαρο το γεγονός πως δεν πίστευε ότι θα περνούσε ατιμώρητη η απερισκεψία τους.

«Μέχρι το απόγευμα να τα έχετε βρει αλλιώς είστε τελειωμένοι και οι δύο. Δεν χάνονται έτσι τόσα κιλά κόκας.»

Ο άντρας ένευσε θετικά και απομακρύνθηκε γρήγορα ενώ ο Άρης άφησε μια συγχορδία από βρισιές.

«Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή τώρα.»είπε ο Κωνσταντίνος στον Λεβίνσκι, αλλά δεν είχε κάνει τόσο δρόμο για να κάνει πίσω τώρα.

Τον αγνόησε και πλησίασε προς το μέρος του. Ο χώρος ήταν τεράστιος και ανοιχτός, ένας προθάλαμος με σαλόνι, μια σκάλα που οδηγούσε σε επάνω όροφο και μεγάλα παράθυρα από τα οποία έμπαινε άπλετο φυσικό φως.

Μόλις έφτασε μπροστά του του μίλησε τραβώντας του την προσοχή από το κινητό που είχε πιάσει και πληκτρολογούσε σε έντονους ρυθμούς. «Εσύ είσαι ο Άρης;»

Ο Άρης γύρισε προς τον νεοφερμένο και το βλέμμα του έτρεξε επάνω του σαν να τον ζυγίζει. Αυτός ήταν ο καινούριος ο Ρώσος που έφερε μαζί το ο Κωνσταντίνος;

Ήταν μυώδης και ψηλός και η κόκκινη ουλή στο μάτι τον έκανε απειλητικό, μα ο Άρης είχε άπειρους τέτοιους άντρες υπό του. Τι ήθελε τώρα κι αυτός;

«Ναι.»απάντησε αδιάφορα.

Είδε τον Κωνσταντίνο να πλησιάζει και σκούντηξε τον άντρα στο μπράτσο.«Καλύτερα όχι τώρα.»είπε ξανά ο Κωνσταντίνος αλλά ο Λεβίνσκι είχε το βλέμμα του καρφωμένο στον πατέρα της Στέλλας σαν να μην αντιλήφθηκε καν την παρουσία του.

Ο Άρης κοίταξε τον Κωνσταντίνο και έπειτα ξανά τον νεοφερμένο. «Έγινε κάτι;»

«Ναι έγινε. Είμαι ερωτευμένος με την κόρη σου.»η πρόταση βγήκε κοφτή, σίγουρη και ακολούθησε την νεκρική σιγή εκτός από την κοφτή ανάσα του Κωνσταντίνου που έκανε την ατμόσφαιρα κρύσταλλο.

Ο Άρης αναρωτήθηκε για μια στιγμή αν άκουσε καλά, σταμάτησε να πληκτρολογεί, κέρδισε την αμέριστη προσοχή του και το μυαλό του άρχισε να δουλεύει πυρετωδώς. Είπε αυτό που φαντάστηκε;

Ποιος ήταν αυτός ο τύπος και τι δουλειά είχε με την κόρη του; Ποια κόρη του από τις τρεις; Είχε το θράσος και τον κοίταζε ευθεία στα μάτια, το μυαλό του έκανε κάποιες συνδέσεις μα ήλπιζε να μην είναι αλήθεια.

Έσυρε το βλέμμα του από πάνω μέχρι κάτω παρατηρώντας τα δερμάτινα λουριά της θήκης του όπλου του, μερικές επουλωμένες πληγές κάτω από τα τατουάζ, το απειλητικό παρουσιαστικό του. Τίποτα από αυτά τα χαρακτηριστικά δεν ήθελε να έχει όποιος έμπλεκε με τις κόρες του.

Οι δίδυμες είχαν φέρει σχέσεις τους στο σπίτι. Η μία χώρισε πρόσφατα με έναν λογιστή και η άλλη είχε μακροχρόνια σχέση με έναν δικηγόρο που ο Άρης είχε ψάξει διεξοδικά. Νόμιμοι, τις φέρνονταν καλά, δεν τις έβαζαν σε κίνδυνο και τους χάριζαν μια φυσιολογική ζωή πάνω από όλα. Δεν είχε ψευδαισθήσεις, ήξερε πως θα είχαν σχέσεις, αλλά όχι με τύπους σαν αυτόν.

«Ποια κόρη μου;»ρώτησε μέσα από τα σφιγμένα δόντια του.

«Την Στέλλα.»η σιγουριά με την οποία απαντούσε του την έδινε στα νεύρα. Σαν να του ανήκε ο χώρος, σαν να του έλεγε κάτι τελεσίδικα.

Ο Άρης ένωσε τα μάτια του με τα δικά του. «Έχεις πολύ θράσος αλλά θα το προσπεράσω για πρώτη φορά επειδή μόλις ήρθες και δεν ξέρεις λογικά την φάση εδώ.»η φωνή του χαμήλωσε και νέκρωσε από οποιοδήποτε συναίσθημα, σχεδόν σαν να τον απειλούσε. «Άκου φίλε, αν απλώσεις το γαμώχερο σου πάνω στην μικρή δε θα έχεις ούτε χέρια ούτε αρχίδια.»

Την Στέλλα; Την μικρή του Στέλλα; Την πιο ατίθαση από τις τρεις και αυτήν που έπρεπε οπωσδήποτε να προστατέψει γιατί ήταν επιρρεπείς στις επιπόλαιες αποφάσεις. Έριξε μια πλάγια ματιά στον Κωνσταντίνο ο οποίος παρακολουθούσε τη σκηνή και φαινόταν να θέλει να ανοίξει η γη να την καταπιεί. Θα τα άκουγε και αυτός. Είχε την ευθύνη της, υποτίθεται θα την πρόσεχε. Είχε μπλέξει; Ίσως όχι.

«Το έχω απλώσει ήδη και δε στο λέω για να σου πάρω την άδεια. Στο λέω για να το μάθεις από 'μένα.»

Ο Άρης ένιωσε το αίμα να βράζει στις φλέβες του. Τον είχε πραγματικά εκνευρίσει. Αυτό δεν ήταν θράσος, ο τυπάς ήταν εντελώς προκλητικός και δεν του άρεσαν τύποι σαν αυτόν. Ήξερε ακριβώς πως να βγάλει αυτό το υφάκι από τη μούρη του. Ποιος νομίζει ότι είναι;

Τον έπιασε από την λαιμόκοψη της μπλούζας του σφιχτά. Ο Λεβίνσκι σιχαινόταν να τον ακουμπάνε και πήρε μια κοφτή ανάσα. Δεν ήθελε να είναι βίαιος αλλά θα τον ανάγκαζε.«Τι να μάθω ρε; Πόσο χρονών είσαι; Η Στέλλα είναι μωρό ακόμα γαμώ το κέρατο μου.»

«Αν μου πει αυτή ναι, τον γράφω όλον τον κόσμο αρκεί να με θέλει δίπλα της.»έσπρωξε τα χέρια από πάνω του μα η ανάσα του είχε βαρύνει και το αίμα ήδη ανάβλυζε στο κεφάλι του.

«Τι να σε κάνει ρε δίπλα της; Τι έχεις να της προσφέρεις; Φράγκα; Έχει όσα θέλει. Καλή ζωή; Είσαι βουτηγμένος στα σκατά σαν εμένα και η Στέλλα δεν είναι για τα σκατά. Τι να σε κάνει;»ο τόνος του ανέβηκε και οι φλέβες φούσκωναν στον λαιμό του.

Ο Λεβίνσκι έσφιξε τις γροθιές του. Τι ζόρι τραβούσε; Γιατί δεν είχε τίποτα να προσφέρει στη Στέλλα; Ναι δεν ήταν το καλύτερο παιδί αλλά στην τελική ήταν της ίδιας πάστας οπότε δε γούσταρε το κόλλημα του και που του μιλούσε σαν να μην άξιζε να αναπνέει στον ίδιο χώρο μαζί της.

«Θες να το ακούσεις.»

Η ανάσα του Άρη βγήκε βίαια από τα ρουθούνια του. Θα τον έσπαγε στο ξύλο. Δεν γούσταρε αυτή τη στάση κι αυτός είχε έρθει στο σπίτι του λες και ο χώρος του ανήκε για να του πουλήσει και πνεύμα και να τον ενημερώσει ότι έχει απλώσει το χέρι του στην κόρη του. Πόσο χρονών ήταν και με ποιο δικαίωμα;

Τον έσπρωξε με δύναμη και ο Λεβίνσκι έκανε ένα βήμα πίσω. «Για πες ρε να το ακούσω.»

«Μια χαρά με γουστάρει η κορούλα σου οπότε γιατί δεν την αφήνουμε να αποφασίσει αυτή;»

Ο Βίκτωρ έφτασε μια ανάσα μακριά του. «Κι αν με ξανά ακουμπήσεις θα αντιδράσω, δεν είμαι και ο πιο υπομονετικός.»

Αυτό ήταν.

«Ρε άντε γαμήσου που θα με απειλήσεις και στο σπίτι μου.»η γροθιά του Άρη προσγειώθηκε στο σαγόνι του Λεβίνσκι και τον έκανε να παραπατήσει. Τερμάτισε, τα είδε όλα κόκκινα. Όρμησε πάνω στον άντρα και συγκρούστηκαν με φόρα στον πίσω τοίχο.

«Ρε!»άκουσε τον Κωνσταντίνο να φωνάζει και ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του αλλά τον έσπρωξε μακριά.

Τα χέρια του έκλεισαν γύρω από τον λαιμό του Άρη και τον κράτησε σφιχτά στον τοίχο. «Τι ζόρι τραβάς; Στο λέω να το ξέρεις, αν η Στέλλα πει ναι εγώ αυτήν θα ακούσω.»

«Που στον πούτσο το βρήκες αυτό το θράσος; Κανένας που δουλεύει για 'μενα-»

«Δε δουλεύω για 'σενα, δουλεύω για τον Κωνσταντίνο. Και στη δουλειά μου σέβομαι και ακούω. Και τώρα ήρθα γιατί ήθελα να το πάω κομπλέ και να το μάθεις από εμένα.»

Τον έσπρωξε από πάνω του. Ο Κωνσταντίνος μπήκε μπροστά και τράβηξε τον Βίκτωρ μερικά βήματα μακριά.

«Να πας από εκεί που ήρθες γιατί θα σε στείλω στον διάολο.» έκανε ξανά να του ορμήσει αλλά ο Κωνσταντίνος τον έσπρωξε με την παλάμη στο στήθος του.

«Κόφ' τε το ρε. Νονέ ξεκόλλα.»

Η Στέλλα ακούγοντας τη φασαρία βγήκε από το δωμάτιο της και κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες όμως αυτό που αντίκρισε ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε. Άνοιξε τα μάτια της διάπλατα και κατέβηκε βιαστικά, δεν πρόλαβε καν να επεξεργαστεί αυτό που συνέβαινε. Κάποιος της έκανε πλάκα, δεν εξηγείται!

Έτρεξε επάνω τους την ώρα που ο Κωνσταντίνος κατάφερε να χωρίσει για άλλη μια φορά.

«Μπαμπά τι κάνετε; Πάτε καλά, τι είναι αυτά;»τρία ζευγάρια μάτια στράφηκαν επάνω της. Όλοι βαριανάσαιναν, ο Βίκτωρ ήταν χτυπημένος και το βλέμμα του κόλλησε επάνω της σαν να μην πίστευε ότι την βλέπει.

«Στέλλα τρέχει κάτι με αυτόν τον τύπο;»η αυστηρή ερώτηση του πατέρα της την έκανε να δαγκώσει τη γλώσσα της δυνατά.

Η Στέλλα τον κοίταξε δολοφονικά και δεν απάντησε μα αυτή ήταν αρκετή απάντηση για τον Άρη. Δεν ήταν ποτέ αυστηρός μαζί της στους υπόλοιπους τομείς της ζωής της, πάντα στήριζε της επιλογές της αλλά το να μπλέξει με αυτόν τον κόσμο και η ασφάλεια της ήταν κάτι που διακαώς ήθελε να αποφύγει και της είχε κάνει πολλές συζητήσεις για αυτό.

Η απογοήτευση στο βλέμμα του την τσίμπησε σαν αγκάθι. «Ειλικρινά έκανα τα πάντα για να μείνεις μακριά από αυτόν τον κόσμο και εσύ πας και μπλέκεις με Ρώσο δολοφόνο; Ξέρεις πόσους έχει σκοτώσει με αυτά τα χέρια;»

«Όσους κι εσύ;»

«Ναι, αλλά εσύ-»

«Εγώ τι μπαμπά; Πως περιμένεις να ζω σε έναν κόσμο και να είμαι εντελώς εκτός αυτού;»

Ο Άρης ξεφύσησε. Έβλεπε το μέλλον του παιδιού του όπως ακριβώς δεν ήθελε να το δει. Δε γούσταρε να έχει μπλεξίματα, να την δει κάποιος αντίπαλος σαν ευκαιρία να εκμεταλλευτεί ίσως κάποια στιγμή αυτόν τον άντρα, να κινδυνεύει όταν κυκλοφορεί μαζί του, να πληγωθεί σε περίπτωση που τον χάσει. Άπειροι είχαν χάσει τη ζωή τους.

«Και τι θέλεις; Να τον γηροκομήσεις;»

Η Στέλλα δεν ήξερε αν ήθελε να γελάσει ή να τους δείρει και τους δύο. «Είσαι με τα καλά σου; Τριανταενός είναι. Έλεος.»στράφηκε στον Βίκτωρ. Τα μάτια της πετούσαν θυμωμένες φωτιές. «Κι εσύ δεν μπορείς να μιλήσεις σε 'μένα πρώτα;»

Δεν απάντησε. Η κοφτή του ανάσα ανεβοκατέβαζε το στήθος του και έτρεχε αίμα από μια οπή στο κάτω χείλος του. Δεν ήξερε από που να το πιάσει, τι να πει.

Κατ' αρχάς σίγουρα έπρεπε να φύγει από εκεί μέσα. «Πάμε.»του είπε.

«Δε θα πας μαζί του-»

«Δεν είμαι μωρό, δεν έχει κανένας λόγο στη ζωή μου. Εμείς θα μιλήσουμε μετά.»δήλωσε αυστηρά κάνοντας τον να σωπάσει και έπειτα στράφηκε στον Βίκτωρ. «Εσύ προχώρα.»

Έριξε μια πλάγια ματιά στον Άρη που έσφιγγε τα χείλη του και τις γροθιές του σαν να κρατιέται να μην του επιτεθεί και ακολούθησε τη Στέλλα έξω μέχρι το γκαράζ.

Μπήκαν στο αυτοκίνητο της και έβαλε το κλειδί στη μίζα βρίζοντας. Ήταν θυμωμένη. Απίστευτα θυμωμένη και δεν την είχε ξανά δει έτσι.

«Που μένεις;»τον ρώτησε κοφτά και ο Λεβίνσκι της απάντησε.

Έβαλε τη διεύθυνση στο GPS και οδήγησε δέκα λεπτά μέχρι το σπίτι του. Πέρασαν μέσα και δεν κοίταξε καν τον χώρο γύρω της. Ανέπνεε ήρεμα μα οι έντονες γραμμές στο πρόσωπο της μαρτυρούσαν τον εκνευρισμό της.

Δεν μίλησαν καθόλου πέρα από του να του δώσει δύο κοφτές διαταγές να κάτσει, έφερε πάγο και μπεταντίν ψαχουλεύοντας τα συρτάρια και αφού καθάρισε τη μικρή σχισμή ακούμπησε τον πάγο που τύλιξε σε μια πετσέτα στο πρησμένο σημείο.

«Δηλαδή μετά από αυτό πιστεύεις θα σε συμπαθήσει ποτέ;»είπε σε κάποια φάση έξαλλη. Η ατμόσφαιρα ήταν κρύσταλλο μεταξύ τους. Δεν πίστευε ότι τον είχε μπροστά της και της ερχόταν να τον σπάσει στο ξύλο αντί να κάνουν οτιδήποτε άλλο τόσους μήνες μετά.

«Στον πούτσο μου ρε Στέλλα.»

Πίεσε τον πάγο επίτηδες περισσότερο στο σκισμένο χείλος του κάνοντας τον να μορφάσει. Έπιασε τον καρπό της και της έριξε μια προειδοποιητική ματιά. Η κοπέλα χαλάρωσε την πίεση.

«Αν ήθελα θα τον είχα σπάσει στο ξύλο. Κρατήθηκα πάρα πολύ.»

«Συγχαρητήρια. Κερδίζεις βραβείο τεστοστερόνης.»του απάντησε ειρωνικά.

Το βλέμμα του έπεσε επάνω της. Ήταν ντυμένη με μια φόρμα και μια κοντομάνικη μπλούζα που κολυμπούσαν επάνω της. «Αδυνάτισες.»

«Και;»

«Γιατί;»

«Γιατί έτσι. Γιατί ήρθες;»

Έσπρωξε την πετσέτα με τον πάγο από μπροστά του. «Πάρε αυτή τη μαλακία από πάνω μου να σε βλέπω.»η Στέλλα κοπάνησε τον πάγο στο τραπέζι και έβαλε τα χέρια στη μέση της. Ναι, είχε άπειρα νεύρα. Που έγινε όλο αυτό με τον πατέρα της, που ερχόταν ξαφνικά χωρίς να μιλήσει πρώτα με αυτήν, που δεν είχε ιδέα τι ήθελε κι όμως τον είχε εδώ μπροστά της και την τρέλαινε, που δεν της μίλησε τόσους μήνες και τώρα ξαφνικά τι; Τι ήθελε από αυτήν;

«Θα δουλέψω με τον Κωνσταντίνο στην Ελλάδα τώρα που ανέλαβε.»

Ξαφνιάστηκε μα δεν το έδειξε. «Θα φύγεις από τη Ρωσία;»

«Έφυγα.»

Ένευσε θετικά. «Καλή αρχή.»

Ο κοφτός και απότομος τόνος της του την έδινε. Έσφιξε τα χείλη του. «Στέλλα ήταν μόνο πήδημα για 'σένα; Αν μου πεις ναι θα σε αφήσω.»

«Έχουν περάσει τόσοι μήνες Βίκτωρ. Γιατί τώρα;»

Γιατί τώρα; Γιατί ήθελε χρόνο να συνειδητοποιήσει ότι του έλειψε, ότι την ήθελε, ότι δεν του έβγαινε με κάποια άλλη, ότι πρώτη φορά ένιωθε έτσι με γυναίκα. Όλα αυτά ήταν απανωτά χαστούκια για τον κόσμο του που μέχρι τώρα προτιμούσε αποκλειστικά η μοναξιά του. Ήταν άνθρωπος της συνήθειας ενώ η Στέλλα όχι, αλλά δεν τον ενδιέφερε γιατί δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο.

«Είναι αργά τώρα;»

Τα μάτια της βρήκαν τα δικά του αβέβαια. Δεν τον περίμενε, δεν είχε προετοιμαστεί και τα συναισθήματά της μεταβάλλονταν σε δευτερόλεπτα. Θυμός, αβεβαιότητα, νοσταλγία, φόβος.

Ήταν εδώ μπροστά της και τον ήθελε, ξυπνούσε αντάρα μέσα της αλλά δεν είχε χρόνο να το επεξεργαστεί. Ενώ ήταν πάντοτε αυθόρμητη, δεν ήξερε αν μπορεί να αλλάξει τώρα.

Μα δεν γνώριζαν ο ένας τον άλλον καλά που στο καλό πήγαινε όλο αυτό; Τι ακριβώς της ζητούσε;

«Δεν είμαι εύκολος άνθρωπος Βίτκα. Μερικές μέρες δε θέλω να δω κανέναν άλλες θέλω να δω όλον τον κόσμο. Βαριέμαι εύκολα και συνέχεια, θέλω να κάνω όλη την ώρα καινούρια πράγματα.»

Δεν τον ένοιαζε, ήταν έτοιμος να τα ανακαλύψει όλα αυτά. Δεν ήθελε μια λίστα με τα ελαττώματα της, ήθελε να τα ζήσει.

«Άφησα τα πάντα κι ήρθα εδώ.»

Η καρδιά της αύξησε παλμούς. Την έκανε να λιώνει την ίδια στιγμή που την τρόμαζε. «Μου δίνεις μεγάλη ευθύνη με αυτό που μου λες.»

«Δε στο λέω για να σου δώσω ευθύνη Στέλλα. Αν δεν θέλεις, όλα κομπλέ και πάλι. Το να φύγω ήταν δική μου επιλογή, τα κίνητρα ήταν επίσης επιλογή μου. Δε το λέω για να εκβιάσω την απόφαση σου. Κάνε ο,τι στον διάολο θες. Εγώ έχω σκεφτεί τις συνέπειές τους για αυτά που σου λέω.»

Σταύρωσε τα χέρια της κάτω από το στήθος της. «Τι ακριβώς θες από εμένα;»

«Εσένα. Όπως θες να μου δώσεις τον εαυτό σου, για όσο θες.»

«Η μεγαλύτερη μου σχέση κράτησε έναν χρόνο.»

Την κοίταξε στα μάτια, δεν είπε κάτι. Ούτε αυτό τον ένοιαζε. Δεν είχε σκεφτεί αν ήθελε σχέση, αν ήθελε γάμο, αν ήθελε απλά να την πηδάει. Θα έλεγε ναι σε όλα γιατί η τύπισσα είχε κολλήσει μέσα στο μυαλό του και δεν έλεγε να βγει λες και οι μέρες ξημέρωναν με ασπρόμαυρο φίλτρο μακριά της.

«Και υπάρχουν μέρες που θέλω να μένω μόνη μου.»συνέχισε.

«Κι εγώ.»

Τα χείλη της έγιναν μια λεπτή γραμμή, τα μάτια της κόλλησαν στα δικά του. Ήταν τόσο όμορφη που έπρεπε να συγκρατηθεί για να μην απλώσει το χέρι του επάνω της. Ήθελε να είναι σίγουρος ότι θέλει, μα ένιωθε τις άμυνές της να πέφτουν και η επόμενη πρόταση που βγήκε από το στόμα της του το επιβεβαίωσε.

«Και μου έλειψες.»είπε σιγανά. Η λύτρωση, το απόλυτο. Ένιωσε λες και κάποιος τον επιβράβευσε με το πιο ιερό αντικείμενο. Η επιβεβαίωση πως η απόφαση του δεν πήγε στράφι τον μέθυσε.
«Κι εμένα.»παραδέχτηκε σχεδόν παγωμένα, σαν να του ήταν δύσκολο να προφέρει τις λέξεις. Έμειναν να κοιτάζονται. Η μυρωδιά της τον βασάνιζε, το δέρμα της, το πρόσωπο της, τα μαλλιά της που είχαν ελάχιστα μακρύνει.

Το βλέμμα της έπεσε στο σώμα του και ήξερε πως και αυτή σκεφτόταν ακριβώς το ίδιο με αυτόν. Η επιτακτική ανάγκη να τη φιλήσει, να μπει μέσα της κατέκλυσε το μυαλό του. Άφησε κι αυτός το βλέμμα του επάνω της, καίγοντας την, αφήνοντας ηλεκτρισμό σε κάθε μικρή ανάσα οξυγόνου γύρω τους που θρόιζε τον αέρα.

«Ανδρικό είναι αυτό;»ρώτησε απευθυνόμενος στο μπλουζάκι της που της ήταν τουλάχιστον δυο νούμερα μεγαλύτερο.

«Ναι, παλιό ενός πρώην μου. Βολεύει στον ύπνο.»

Την τράβηξε πάνω του και τα χέρια του έκλεισαν στη μέση της. «Δεν τελειώσαμε την κουβέντα για αυτό που έγινε με τον μπαμπά μου.»του είπε η Στέλλα μόλις το σώμα της βρέθηκε ανάμεσα από τα μισάνοιχτα πόδια του.

Έχωσε τα δάχτυλά του στο λάστιχο της φόρμας της και άρχισε να την κατεβάζει. «Θα την τελειώσουμε μετά.»είπε βραχνά. Τον τρέλαινε το σώμα της, του είχε λείψει, το είχε φανταστεί άπειρες φορές και τώρα επιτέλους την άγγιζε πάλι. Ήταν ήδη έτοιμος για αυτήν σε δευτερόλεπτα και μόνο από τη σκέψη του τι ήθελε να της κάνει.

Σηκώθηκε από την καρέκλα και ένωσε αμέσως τα χείλη τους για να μην την αφήσει να φέρει αντίρρηση. Πέθαινε να το κάνει επιτέλους! Τα χέρια της τυλίχτηκαν στον λαιμό του, το φιλί του έγινε επιθετικό παρόλο που πονούσε.

Η Στέλλα αφαίρεσε την μπλούζα του και αυτός την παρέσυρε προς το δωμάτιο του χωρίς να διακόπτει το φιλί τους που γινόταν όλο και πιο επιθετικό δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο.

Μόλις ένιωσε τα πόδια της να ακουμπούν την άκρη του κρεβατιού έμπλεξε τα χέρια της ανυπόμονα στη ζώνη του. Την έλυσε καθώς αυτός σκορπούσε φιλιά στον λαιμό της και την χάιδευε παντού. Οι ανάσες τους βάρυναν, η γλώσσα του την έκαιγε όπου την ακουμπούσε.

Έκανε να βγάλει την μπλούζα της μα την σταμάτησε και την έσπρωξε να πέσει πίσω στο στρώμα. «Μην το βγάλεις. Θέλω να σε πηδήξω με τη μπλούζα του πρώην σου.»

Η Στέλλα γέλασε απαλά και αφαίρεσε μόνο το εσώρουχό της κοιτάζοντας τον στα μάτια και ανοίγοντας τα πόδια της. «Ρε τον Βίτκα που ζηλεύει το ύφασμα.»

Το βλέμμα του γυάλισε στο δικό της κάτω από την πέτρινη έκφραση του. Με μια κίνηση ήρθε από πάνω της γυρίζοντας την μπρούμυτα και η παλάμη του ήρθε σε επαφή με τους γλουτούς της αφήνοντας έναν δυνατό ήχο. «Ξέρεις τι γίνεται με 'σένα Στέλλα; Με εκνευρίζεις πολύ γρήγορα και πολύ εύκολα και σήμερα έλεγα ότι θα ήμουν καλός μαζί σου.»

«Ποιος στο ζήτησε;»ρώτησε η κοπέλα ξέπνοα.

«Ωραία.»

Έφτυσε ανάμεσα από τα πόδια της και τον ένιωσε στην είσοδο της. Δεν κατάφερε να συγκρατήσει τον αναστεναγμό της. Οι παλάμες του έκλεισαν γύρω από τους γλουτούς της δυνατά και με μια κίνηση μπήκε ολόκληρος μέσα της κάνοντας και τους δύο να αναστενάξουν από την ανακούφιση της πληρότητας τους.

Έκλεισε τα μάτια του σφιχτά. Δεν κουνήθηκε ακόμα.

«Προχώρησες;»την ρώτησε γιατί ήθελε να ξέρει. Δεν είχε βρει τίποτα όλον αυτόν τον καιρό αλλά η Στέλλα ήταν πολύ διακριτική με αυτά και δεν ήξερε αν όντως θα είχε κάνει κάτι με κάποιον άντρα του πατέρα της.

«Αν σου πω ναι;»

«Θα σε γαμήσω μέχρι να ξεχάσεις ότι έχεις πηδηχτεί με οποιονδήποτε άλλον.»

Άκουσε το ξέπνοο γέλιο της που τον τρέλαινε και μπήκε πιο δυνατά μέσα της κάνοντας το να σβήσει σε ένα βαθύ βογκητό.

«Αλλά αυτό θέλεις Στελλίτσα ε; Θες να γαμιέσαι.»

Την γύρισε από την άλλη για να την κοιτάζει. Ήθελε να την δει να τελειώνει, να παρακολουθεί τις εκφράσεις της. Την έβαλε να του το επιβεβαιώσει, να το φωνάξει δυνατά πόσο της αρέσει, πόσο τον θέλει, μόνο αυτόν. Η πλευρά κτητικότητας μέσα του τρεφόταν, τον τρέλαινε. Ήθελε να είναι μόνο δικιά του και κανενός άλλου. Να θέλει μόνο αυτόν, να σκέφτεται μόνο αυτόν, να τον ζητάει. Ήθελε.

Ο ρυθμό του ήταν γρήγορος, έντονος, ξεσπούσε επάνω της. Τα πόδια της ήταν τυλιγμένα χαμηλά στη μέση της και συναντούσε τις κινήσεις του με την ίδια αδιανόητη προθυμία.

«Δεν προχώρησα.»του είπε ξέπνοα στο αφτί. «Εσύ;»

«Δε σταμάτησα να σε σκέφτομαι.»

Τράβηξε προς τα πίσω το κεφάλι της και τον κοίταξε στα μάτια ξαφνιασμένη. «Με καμία; Τόσους μήνες;»ήξερε ότι δεν είχε κανέναν δικαίωμα, αλλά η ευχαρίστηση που έσκασε μέσα της από τα λόγια του ήταν ενοχλητική και συνάμα άφηνε την αίσθηση της νίκης στο σώμα της, χωρίς να ξέρει καν σε τι διαγωνίζονταν. Τον ήθελε δικό της κι αυτό το ήξερε εκείνο το δευτερόλεπτο.

«Καμία. Μόνο τον έπαιζα και σκεφτόμουν τις φορές που σε πήδηξα.»

«Τι ρομαντικό.»

Έπιασε το πρόσωπο της στρέφοντας το επάνω του. «Κοίτα με.»

Τα χείλη τους ενώθηκαν σε ένα φιλί που της τα έλεγε όλα. Αυτά που ήταν δύσκολο τα λόγια να περιγράψουν γιατί μερικά πράγματα ήταν τόσο πρωτόγνωρα για κάποιους ανθρώπους που δεν ήξεραν πως να τα διαχειριστούν αλλά ευτυχώς μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τα μάτια, με το στόμα, με το σώμα.

Ο,τι είχε της το έδινε κι αυτή δεν άφηνε τίποτα πίσω. Χτυπούσε και το δικό της κινητό και το δικό του αλλά κανένας δεν έδωσε σημασία. Μπορούσαν να ασχοληθούν με τα εγκόσμια προβλήματα μετά γιατί τώρα δεν υπήρχε χρόνος και χώρος ανάμεσα τους για τίποτα πέρα από αυτούς τους δύο.

Ξεκόλλησαν αργά το απόγευμα. Πότε ήταν απότομος μαζί της, πότε τρυφερός, πλευρά που δεν είχε συνηθίσει μα της άρεσε.

Ο Λεβίνσκι ήταν ο πρώτος που σηκώθηκε και φόρεσε το μποξεράκι του ανάβοντας ένα τσιγάρο ενώ η Στέλλα έμεινε ξαπλωμένη μπρούμυτα στα σεντόνια να τον παρακολουθεί. Την πλησίασε και έβγαλε το μπλουζάκι από επάνω της αφήνοντας το να πέσει στο πάτωμα και η κοπέλα δεν αντιστάθηκε καθόλου.

Άνοιξε τη ντουλάπα του και τράβηξε μερικά μπλουζάκια που πέταξε πάνω στο κρεβάτι.

«Πάρε αυτά να φοράς στον ύπνο.»

***

Στη Ρωσία από την άλλη η θερμοκρασία είχε πέσει αισθητά. Ο Αντρέι έλειπε δύο μέρες γιατί έπρεπε να βρεθεί στα σύνορα με Λιθουανία για δουλειές και γύρισε εκείνο το βράδυ παρκάροντας κατευθείαν έξω από το μαγαζί χωρίς να περάσει από το σπίτι του.

Οδηγούσε ώρες, ήταν αργά και περνώντας μέσα πέτυχε μόνο την Ιρίνα στο κλείσιμο όπως το περίμενε.

«Τελείωσες;»την ρώτησε καθώς έκλεινε το ταμείο.

«Ναι.»ο τόνος της ήταν κοφτός, σαν να μη χάρηκε ιδιαίτερα που τον είδε.

Δεν είχαν μιλήσει ακόμα, ήξερε πως δεν μπορούσε να το αναβάλει άλλο. Δεν έψηνε να κάνει αυτή την άβολη και δύσκολη συζήτηση την ίδια στιγμή που δεν ήξερε και ακριβώς τι έπρεπε να πει.

«Κλείσε και σε περιμένω στο αμάξι να σε πάω σπίτι.»

Πράγματι μερικές στιγμές μετά την είδε να κλειδώνει και να έρχεται προς το μέρος του σφίγγοντας το παλτό προστατευτικά γύρω από το κορμί της. Η σημερινή νύχτα ήταν ιδιαίτερα ψυχρή και είχε αρχίσει να ρίχνει ένα ψιλό χιονόνερο.

Πέρασε μέσα στο αμάξι και ο Αντρέι ξεκίνησε να οδηγεί προς το σπίτι της. Η διάθεση της ήταν στα Τάρταρα κυρίως επειδή ένιωθε πως άνοιγαν συνέχεια λογαριασμούς που κανείς από τους δύο δεν έκλεινε.

«Ο Νικίτα θα μείνει μαζί με τους φίλους του σε έναν συμμαθητή τους που έχει γενέθλια σήμερα.»του είπε.

«Το ξέρω, μου το είπε.»άφησε μερικές στιγμές σιωπής να περάσουν πριν συνεχίσει. «Το σπίτι είναι έτοιμο, από αύριο μπορείτε να μπείτε. Έχω κανονίσει τα πάντα για την μετακόμιση και λοιπά.»

Η Ιρίνα ένευσε θετικά και άφησε μια έντονη ανάσα να βγει από μέσα της. Είχε κουραστεί την ψιλοκουβεντούλα και το σκοτσέζικο ντους και δεν ήταν διατεθειμένη να το κάνει άλλη μια φορά κι ας ήταν αυτή που βρίσκονταν στη μειονεκτική θέση.

«Θες να μου εξηγήσεις τι ήταν το φιλί;»δεν άντεχε άλλο να προσποιείται, ούτε να είναι μια καλά, μια άσχημα, να μην έχει ιδέα τι νιώθει. Να βλέπει τον θυμό στο βλέμμα του και την άλλη στιγμή να την φιλάει και να την αγγίζει.

«Αυτό που ήθελα να κάνω.»

«Στον Νικίτα τι είπες;»

«Ότι ήθελα να φιλήσω την μάνα του και το έκανα. Τι θέλεις να του πω;»

Ο αδιάφορος τόνος στη φωνή του την τρέλαινε. Ήξερε άραγε πόσο έπαιζε με τα συναισθήματα της κι ότι η ίδια θα έμενε ξάγρυπνη να σκέφτεται αυτές τις πράξεις; «Θέλω να ξέρω τι τρέχει Αντρέι. Θέλω να μην τρελαθώ.»

«Και εγώ θα ήθελα πολύ να μπορώ να σε εμπιστευτώ.»

Ξεφύσησε κουρασμένη. «Το καταλαβαίνω. Αλήθεια. Δεν ήταν ούτε λίγο εντάξει αυτό που έκανα αλλά είχα φρικάρει Αντρέι. Είχαμε χωρίσει άσχημα, θεώρησα ότι θα το έβλεπες ως κάτι που θέλω απλά να σου φορτώσω και δεν ήθελα να είμαι βάρος σε κανέναν.»

«Είναι παιδί Ιρίνα. Σου έδειξα ποτέ εγώ ότι θα φερόμουν τόσο μαλακισμένα;»

«Μου είπες ότι δεν πήγαινε άλλο το μεταξύ μας.»

«Γιατί δεν έπαιρνες γαμημένη απόφαση. Ναι, δεν μπορούσα άλλο, μπούχτισα με το ότι έπρεπε να σε αφήνω στον επόμενο ενώ σε ήθελα μόνο για μένα αλλά δε σου είπα ή αυτό ή εγώ.»

«Δεν είχα καν δουλειά εξαιτίας σου.»

Έβρισε και χτύπησε το χέρι του στο τιμόνι. «Δε με νοιάζει. Αυτό ήθελα να σου πω. Ότι δε με νοιάζει αν το συνέχιζες, αν έκανες ο,τι ήθελες γιατί ήθελα να είμαι μαζί σου. Αλλά είχες φύγει και δεν άφησες τίποτα για να επικοινωνήσω. Σκέφτηκα άπειρες φορές να βάλω τον Λεβίνσκι να σε βρει αλλά έλεγα ασ'την ρε μαλάκα αφού ήθελε αν φύγει μακριά σου.»

Η παραδοχή του ήταν λες και στριφογύριζε ένα μαχαίρι επίμονα στην πληγή της. Πως στον διάολο να το ξέρει; Πως να το φανταστεί; Δεν της είχε μιλήσει ποτέ ανοιχτά, υπήρχαν μέρες που νόμιζε πως όλα ήταν μονόπλευρα και άλλες που έδειχνε να την λατρεύει. Στον κόσμο τους δεν χωρούσαν αυτά, δεν μπορούσε να το ξέρει.

Έσφιξε τα χέρια της «Δεν το ήξερα Αντρέι. Πανικοβλήθηκα. Ήθελα να αφήσω τα πάντα πίσω. Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω. Αλλά δεν μπορώ.»

«Θα σου πω ειλικρινά τι σκέφτομαι όλες αυτές τις μέρες. Δε θέλω να μείνω μακριά σου. Αλλά θα μου πάρει χρόνο. Το ξέρω ότι θα μου πάρει χρόνο γιατί όταν το σκέφτομαι θυμώνω Ιρίνα. Κι όμως δεν μπορώ να σου το κρατήσω ρε πούστη γιατί βλέπω πως είσαι με τον μικρό, τι έχεις κάνει για αυτόν και γιατί και εγώ έκανα λάθη μαζί σου.»

Πάρκαρε μπροστά από το σπίτι της. Το χιονόνερο δυνάμωνε δημιουργώντας θολή ατμόσφαιρα έτσι όπως κοίταζε την απέναντι λάμπα. Στον δρόμο δεν κυκλοφορούσε ψυχή.

«Εντάξει.»είπε ήσυχα. Το ήξερε πως θα του έπαιρνε χρόνο. Ήταν εντάξει με αυτό αν κάποια στιγμή κατάφερνε να την συγχωρέσει.

Ρίσκαρε μια ματιά προς το μέρος του. Την κοιτούσε ήδη. Τα μάτια τους έμειναν κολλημένα και το χέρι της στο χερούλι μετέωρο.

Καθάρισε τον λαιμό της. «Θες...θες μήπως να έρθεις επάνω;»

Η καρδιά της αύξησε παλμούς. Ήθελε χρόνο. Ήλπιζε να μην το πάρει κάπως, να μην την παρεξηγήσει πάλι. Τον ήθελε και ήξερε πως την θέλει κι αυτός και μερικές φορές οι πράξεις μιλούν τόσο δυνατότερα, τόσο καθαρότερα από τις άπειρες συζητήσεις τους. Κλείνουν πληγές και ενίοτε ανοίγουν καινούριες.

Είχαν τόσα να πουν και τόσα να ζήσουν.

«Ναι.»

Το χιονόνερο έγινε χιόνι και μέχρι την άλλη μέρα η πόλη θα ντύνονταν στα λευκά και θα ξημέρωνε μια φωτεινή, άσπρη μέρα. 

Continue Reading

You'll Also Like

153K 12.9K 24
"Ρε μωρακι μου... Είχαμε ραντεβού γιατι δεν ηρθες? 😢" "Ρε Μαρια απαντα μου!😤😤" "Ποια Μαρια ρε ανώμαλε?😤😤" "Ωχ.. Μαλλον σε μπέρδεψα! 😨Αλλα δεν π...
576K 27.5K 69
Τι γίνεται όταν η γονείς σου, σου ετοιμάζουν έναν γάμο, πίσω από την πλάτη σου? Τι γίνεται όταν φτάνεις στα σκαλιά της εκκλησιάς και δεν έχεις δει ού...
1M 87.3K 91
70 κεφάλαια + Ανακοινώσεις Αρης και Ελπιδα.... Δυο διαφορετικα ονοματα και δυο διαφορετικες βαθια κρυμμενες και πονεμενες ιστοριες... Αυτη....Α...
65.7K 4.4K 36
"Μπορεί να μην είμαι έμπειρη αλλά.."η πλάτη της αποχωρίστηκε την πόρτα, με μικρά βήματα πλησίαζε τον άνδρα απέναντι της που πλέον ένιωθε εκείνος πως...