The Perfect Match

Kihli12

162K 12K 12.1K

«Ντάρια δεν γίνεται να με φιλάς.»η φωνή του βγήκε περισσότερο βραχνή από όσο υπολόγιζε και είχε σχεδόν ανατρι... Еще

1. Η αποστολή
2. Το δώρο
3. Απροσδόκητη γνωριμία
4. Ένα βήμα τη φορά
5. Εξαπίνης
6. Λεπτός αέρας αυτοσυγκράτησης
7. Οριοθέτηση
8. Τα βήματα
9. Πιο κοντά
10. Είναι απλά τα λόγια της αλήθειας
11. Παράτολμες προτάσεις
12. Ξέσπασμα
13. Έκπληξη
14. Προειδοποίηση
15. Νικημένος από την αρχή
16. Μικρό σκοτάδι του κόσμου
17. Εκδίκηση
18. Κλειδωμένη υπόσχεση
19. Ένα μυστικό
20. Απόπειρα
22. Η αυλαία
23. Ανατολή
24. O λόγος να γιορτάσεις
25. Συναιτιότητα
26. Σε όλα τα μέτωπα
27. Αποκάλυψη
28. Καινούρια αρχή
29. Κοντά στην επίγνωση
30. Ώρα μηδέν
31. Λευκές μέρες
32. Προς το απόλυτο
33. Επίλογος

21. Αλλαγή σχεδίων

5.9K 359 357
Kihli12

Επικρατούσε ήδη από το προηγούμενο βράδυ μια αναμπουμπούλα. Ο Κωνσταντίνος δεν έμεινε στο σπίτι και διάφοροι άντρες που τα κορίτσια δεν γνώριζαν το είχαν περικυκλώσει. Δεν ήταν κάτι ανησυχητικό, μόνο για την προστασία τους, όπως τις ενημέρωσε.

Το απόγευμα πλησίαζε και δεν είχαν βγει καθόλου, δεν είχαν νέα και δεν ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν γεγονός που τις κρατούσε σε εγρήγορση.

Το στομάχι της Ντάρια είχε δεθεί κόμπος και μάταια προσπαθούσε να απασχολήσει το μυαλό της με κάτι άλλο. Γύριζε μόνιμα σε αυτόν. Την σκότωνε που δεν μπορούσε να του στείλει μήνυμα για να επιβεβαιώσει πως όλα ήταν καλά, μιας και τα δύο που έστειλε στον Κωνσταντίνο είχαν μείνει αναπάντητα.

Ο Μαξ παρόλα αυτά ενημέρωσε την Στέλλα πως ήταν όλοι καλά και έπρεπε να φροντίσουν κάποια θέματα και φυσικά τις συμβούλεψε να μην το κουνήσουν. Θέματα για τα οποία οι ίδιες δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν πληροφορίες από το τηλέφωνο καθώς ο Μαξ τόνισε πως λέγονταν μόνο από κοντά.

Η υπομονή της έμοιαζε με ποτάμι έτοιμο να στερέψει από στιγμή σε στιγμή. Δεν είχε όρεξη να φάει, ήθελε απλώς κάποιο νέο, κάποιον να τους ενημερώσει.

Καθόντουσαν με την Στέλλα στο δωμάτιο της, η Ντάρια ξάπλωνε στο κρεβάτι από την μια πλευρά και η Στέλλα είχε καταλάβει τη γωνία με τα πόδια της να στηρίζονται στον τοίχο και τα χέρια σταυρωμένα στην κοιλιά της.

«Πιστεύεις στη ζωή γίνονται όλα για κάποιον λόγο;»ρώτησε σε κάποια φάση η Ντάρια σπάζοντας τη σιωπή που είχε εγκαθιδρυθεί δυναμικά ανάμεσα τους τις τελευταίες ώρες.

Ήταν και οι δύο ανήσυχες, χαμένες σε αέναες σκέψεις και ενώ η Στέλλα που ήταν αυτή που συνήθως θα φρόντιζε να ανεβάσει το ηθικό σήμερα ήταν απόλυτα σιωπηλή και κακόκεφη.

«Πως σου ήρθε;»ρώτησε γέρνοντας το καστανόξανθο κεφάλι της προς τα πίσω για να την αντικρίσει.

Η Ντάρια σήκωσε απαλά τους ώμους της. «Το διάβασα. Και προσπαθούσα να καταλάβω για ποιον λόγο εγώ είχα αυτό το παρελθόν, για ποιον λόγο γίνονται όλα αυτά.»

Η Στέλλα άφησε την ανάσα της να βγει από τα πνευμόνια της αργά. «Πιστεύω ότι η ζωή δε μας χρωστάει τίποτα και ότι επειδή τρως σκατά δε θα σου δώσει κάποια στιγμή Νόμπελ ή Όσκαρ ή τιμητικό παράσημο. Είναι αυτό που είναι.»

Η Ντάρια έμεινε να την παρατηρεί. Της ακούστηκε απαισιόδοξο γιατί αυτή είχε αρχίσει να αισθάνεται πως τελευταία η ζωή την αντάμειβε έπειτα από όσα είχε περάσει και ο φόβος είχε φωλιάσει μέσα της στην περίπτωση να τα έπαιρνε όλα πίσω.

«Νιώθω ότι άλλαξα τόσο πολύ Στέλλα. Γίνεται να αλλάξει κάποιος μέσα σε τόσο λίγο;»τα συναισθήματα και οι σκέψεις της ήταν ένα κουβάρι κι όμως τα μάτια της έβλεπαν καθαρά, πιο καθαρά από κάθε άλλη φορά.

Η ψυχολόγος της έλεγε πως είχαν άπειρη δουλειά μπροστά τους και το έβλεπε σαν ένα βουνό που ακόμη βρίσκονταν στους πρόποδες. Μπορούσε να ξεχωρίσει το κακό στο παρελθόν της πλέον τόσο που την τρόμαζε.

Η παραδοχή σέρνει πίσω της ένα σωρό αγκάθια. Μερικές μέρες ήταν λες και ήταν μόνιμα τυφλή και ξαφνικά της θεράπευσαν την όραση με μυωπικά γαυλιά. Όταν τα φόραγε όλος ο κόσμος άλλαζε. Ποτέ ξανά δε θυμάται να νιώθει μπερδεμένη με την αλήθεια γιατί ποτέ πριν δεν ήξερε τι είναι.

Ήταν σίγουρη πως πριν δεν ήταν ευτυχισμένη μα όσο ανακάλυπτε τον βούρκο από τον οποίο προσπαθούσε να βγει αγωνιούσε να καταλάβει το γιατί. Γιατί αυτή; Γιατί η Νατάσα; Κι αν δεν την έβρισκε ο Κωνσταντίνος; Τι θα είχε απογίνει;

Ώρες ώρες η άγνοια έμοιαζε με βάλσαμο γιατί πλέον η γνώση την κατέτρωγε. Ανησυχούσε για άτομα, νοιαζόταν.

«Φυσικά και γίνεται. Αυτό που ζεις δεν έχει καμία σχέση με το ο,τι έχεις ζήσει Ντάρια. Είναι απόλυτα φυσιολογικό να τα αμφισβητείς όλα.»είπε η Στέλλα βγάζοντας την από τις σκέψεις της.

«Και τι θα κάνω με αυτό που ήμουν;»

«Και αυτό είναι κομμάτι του εαυτού σου.»

Η Ντάρια ξεφύσησε και βούλιαξε περισσότερο στο στρώμα. «Ξέρεις ότι σε λίγες μέρες φεύγω.»

Η Στέλλα ένευσε θετικά. «Για λίγο. Και εγώ θα γυρίσω σε λίγο Ελλάδα. Τέλη Αυγούστου ξεκινάει η εξεταστική μου.»

Ένιωθε πως ο χρόνος κυλούσε τόσο γρήγορα. Είχε αρχίσει να της αρέσει εκεί κι ας της είχαν λείψει άνθρωποι και πράγματα στην Ελλάδα. Ο αποχωρισμός θα ήταν δύσκολος και το έβλεπε να έρχεται χωρίς να μπορεί να τον αποτρέψει.

«Σου έφτιαξα κάτι.»είπε η Ντάρια με περισσότερο ενθουσιασμό να ντύνει τη φωνή της και άνοιξε το συρτάρι στο κομοδίνο, δίνοντας της το δώρο της.

Η Στέλλα το έπιασε στα χέρια της. Ήταν ένα πλεκτό βραχιόλι με χρωματιστές κλωστές που τελείωνε σε ένα μικρό, κεντητό, περίτεχνο κούμπωμα σε κομπάκι.

«Ήθελα να σου πω ευχαριστώ και να ξέρεις ότι θα σε σκέφτομαι.»της είπε και εννοούσε κάθε λέξη.

Η Στέλλα για αυτήν ήταν η πιο ευχάριστη έκπληξη. Οι ταινίες που βλέπανε, οι συζητήσεις του, ο τρόπος που ποτέ δεν παρεξηγούσε τις απορίες της και η αμέριστη υπομονή που έδειχνε μαζί της.

Θα ήταν αιώνια ευγνώμων που μπορούσε να την αποκαλεί φίλη της. Ένιωθε σαν να την βοήθησε να ανέβει ατελείωτες σκάλες ενώ ακόμη η ίδια μάθαινε να κάνει τα πρώτα της βήματα.

Η Στέλλα ένιωσε την υγρασία στα μάτια της να μαζεύεται επίμονα. Ρούφηξε τη μύτη της και έδεσε το χρωματιστό βραχιόλι στον καρπό της.

«Είναι πανέμορφο. Αλήθεια είναι τιμή μου να είσαι φίλη μου Ντάρια.»

Δεν της έβγαιναν εύκολα τα λόγια, προτιμούσε να μιλάει με τις πράξεις της μα εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε καν να διανοηθεί το πόσο τυχερή είναι, το πως κάποιοι άνθρωποι τυχαία μπαίνουν στη ζωή σου και σε αλλάζουν, σου αφήνουν το αποτύπωμα τους.

Κατέβασε τα πόδια της από τον τοίχο και σύρθηκε δίπλα της όπου τύλιξε τα χέρια της γύρω της. Έμεινε στην αγκαλιά της και ξεκίνησαν να συζητούν για την Αμερική όπου θα πήγαινε. Η Στέλλα είχε πάει και γέμιζε τη Ντάρια με εικόνες και θάρρος που χρειαζόταν κι ας ήξερε ότι αυτές οι οικείες στιγμές θα της έλειπαν αφόρητα.

Ήταν εκεί για να την καθησυχάζει.

Στην άλλη μεριά της πόλης ο Κωνσταντίνος έπαιζε νευρικά στο χέρι του με τα κλειδιά του. Βρίσκονταν στο μαγαζί με τον αδερφό του από την προηγούμενη και η ατμόσφαιρα ήταν πιο ηλεκτρισμένη από ποτέ.

Ο Λεβίνσκι είχε αναλάβει να μαζέψει υλικό από κάμερες για τα αυτοκίνητα και το ατύχημα και να τους ενημερώσει και δυστυχώς είχε προλάβει να φτάσει και η αστυνομία στο συμβάν. Το αυτοκίνητο ήταν στο όνομα του Κωνσταντίνου που σημαίνει πως είχαν και αυτό να τακτοποιήσουν κάτι που ανέλαβε να κάνει ο Φεντόροφ και τον περίμεναν από στιγμή σε στιγμή.

«Η Ντάρια πρέπει να βγει μέχρι αύριο από τη χώρα.»είπε ο Μαξ το προφανές. Ήξερε πλέον πως γνώριζαν την αλήθεια.

Η επίθεση δεν πίστεψαν στιγμή πως ήταν τυχαία. Είχαν ξεκάθαρο στόχο και ο Κωνσταντίνος γλίτωσε από καθαρή τύχη.

Ο αδερφός του καθόταν στην άκρη του γραφείου του και κάπνιζε. Σε λίγες μέρες περίμεναν να γεννήσει η Λίζα και δεν του άρεσε καθόλου που δεν βρίσκονταν σπίτι μαζί της. Οι τελευταίες εξελίξεις ήταν απροσδόκητες, δεν πίστευαν πως είχαν υποψιαστεί τον δικό τους και τώρα οι συζητήσεις και οι δεύτερες σκέψεις είχαν πέσει κι αυτές στο τραπέζι.

Ποιες πληροφορίες ήταν πραγματικές; Πότε το κατάλαβαν;

Ο Κωνσταντίνος ένευσε θετικά. «Θα γίνει σε δύο φάσεις. Θα αλλάξουμε οχήματα.»είπε κοιτάζοντας επίμονα και αφηρημένα τον τοίχο απέναντι.

Κανείς δεν είχε κοιμηθεί από χθες, είχαν άπειρα θέματα να λύσουν. Ο Λεμπέτεβ φυσικά δεν επικοινώνησε αλλά ούτε και ο Κωνσταντίνος έκανε κάποια απόπειρα.

Περίμεναν τα αποτελέσματα από τον Λεβίνσκι και όλες τις τρύπες που έπρεπε να καλυφθούν πριν κάνουν κίνηση. Η δολοφονία ήταν σχεδιασμένη για αυτόν, αυτό ήταν το σίγουρο.

Δεν ένιωθε τίποτα. Στον κόσμο τους πάντοτε είχαν εχθρούς μα η σκέψη πως θα μπορούσε εκείνη τη στιγμή να είχε στο αμάξι του τη Ντάρια ή την Στέλλα τον εξόργιζε. Να πάρει ένα αθώο άτομο στον λαιμό του έτσι απλά.

«Πρέπει να μάθει την ώρα που θα μεταφέρουμε τη Ντάρια. Θα φύγει από Domodedovo αλλά θα ξέρει ότι φεύγει από το Διεθνές Αεροδρόμιο.»είπε και ο Μαξ συμφώνησε.

Είχαν κανονίσει τη μεταφορά για αύριο, υποτίθεται μυστικά αλλά δεν πίστευε πως θα περάσουν έτσι ανώδυνα την Ντάρια από τα σύνορα. Τώρα που ο Γκριγκόρι γνώριζε, θα ήταν ασταμάτητος και πιθανό θα έκανε τα πάντα για να τελειώσει όλο αυτό.

Πλέον δεν υπήρχε κάτι να κρύψει, η υπομονή είχε εξαντληθεί και το μόνο που έμενε να κάνουν ήταν κινήσεις σαν αντίπαλοι. Τα μέτωπα ήταν ανοιχτά και τα επόμενα εικοσιτετράωρα απόλυτα κρίσιμα.

Ένιωσε το κινητό του να δονείται στην τσέπη του και το έβγαλε περιμένοντας να ακούσει νέα από τον Λεβίνσκι, μα το όνομα στην οθόνη τον ξάφνιασε.

«Είναι ο Λεμπέτεβ.» είπε δύσπιστα. Επικράτησε σιωπή δευτερολέπτων, το κινητό δονούνταν επίμονα με την οθόνη να αναβοσβήνει την ταυτότητα του ανθρώπου που ήταν ο τελευταίος που περίμεναν να καλέσει.

Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. «Τι φάση;»

«Σήκωσε το.»είπε ο Μαξ βιαστικά πριν σταματήσει η κλήση.

Ο Κωνσταντίνος το έκανε.«Ναι;»έβαλε το τηλέφωνο ανοιχτή ακρόαση.

Το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς. Δεν μπορούσε να σκεφτεί γιατί τον έπαιρνε, τι θα του έλεγε. Δεν είχαν στοιχεία να τον ενοχοποιήσουν μα παρόλα αυτά ήταν φως φανάρι και περίμεναν από ώρα σε ώρα να αναμετρηθούν. Τα σενάρια ήταν άπειρα στο μυαλό του και περίμενε με αγωνία να ακούσει τι είχε να του πει.

«Έμαθα για την επίθεση. Χαίρομαι που είσαι καλά.»ο Κωνσταντίνος έσμιξε τα φρύδια του και ο Μαξ ψιθύρισε μια βρισιά. Το θράσος αυτού του ανθρώπου και το πόσο πίστευε πως μπορούσε να τους κοροϊδέψει όλους ήταν αδιανόητο. «Έχω πληροφορίες.»

Ο Κωνσταντίνος αναδεύτηκε. Ο θυμός άρχισε να τον καίει σαν να βούτηξε σε καζάνι με βραστό νερό. Προσπαθούσε να του ρίξει στάχτη στα μάτια, να το ρίξει αλλού επειδή ήταν αποτυχημένη η απόπειρα. Έσφιξε τα δόντια του,«Ακούω.»είπε κοφτά.

«Πρέπει να συναντηθούμε. Ξέρω ποιος είναι από πίσω.»

Ο Κωνσταντίνος αντάλλαξε ένα βλέμμα με τον Μαξ. Του ένευσε θετικά. «Τι ξέρεις;»

«Αύριο μεσημέρι στο γραφείο μου. Δεν λέγονται από το τηλέφωνο.»είπε και τερμάτισε την κλήση σαν να ήταν ένα τηλεφώνημα με απόλυτα δικούς του όρους.

Επικράτησε σιωπή δευτερολέπτων πριν ο Μαξ βρίσει πάλι δυνατά.

«Τον πούστη. Είναι σίγουρα παγίδα.»

«Τι στον διάολο; Είναι τόσο ηλίθιος;»

«Δεν είναι, αυτό είναι το θέμα.»είπε ο Μαξ. «Δεν ξέρουμε όντως ποιος το έκανε παρόλο που κατά ενενηνταεννιά τις εκατό είναι αυτός. Εκεί βασίζεται. Στο ότι στο παίζει σύμμαχος. Πήρε να σε βοηθήσει και να κρυφτεί μπροστά στα μούτρα σου ο γαμημένος.»

Ο Κωνσταντίνος πέρασε την παλάμη του τρίβοντας το πρόσωπό του έντονα. Είχε τόσο θράσος που του την έδινε. Όλα πήγαιναν με το μέρος του και το εκμεταλλευόταν. Δεν είχε γνωρίσει ξανά άνθρωπο να αψηφά τα πάντα όπως αυτός και παρόλα αυτά να παραμένει ζωντανός και άθικτος τόσο καιρό. Για να τον αντιμετωπίσεις έπρεπε να μιμηθείς την τακτική του.

Εκείνη τη στιγμή άκουσαν την πόρτα να ανοίγει και έστρεψαν και οι δύο το βλέμμα τους.

Ο Φεντόροφ πέρασε μέσα βιαστικά. «Όλα εντάξει με τους μπάτσους. Επίσης ο Λεβίνσκι βρήκε ότι τα αυτοκίνητα που έκαναν την επίθεση ήταν κλεμμένα. Αποτελέσματα βαλιστικής πάλι με κλεμμένα όπλα , σε ονόματα μπάτσων κιόλας που έχουν κλαπεί πριν από πενταετία τουλάχιστον.»

Ο Μαξ κατέβασε δυνατά την παλάμη του στο γραφείο. «Πως γίνεται αυτό το αρχίδι να είναι μονίμως ένα βήμα μπροστά;»

«Με τον Έρικ;»ρώτησε ο Κωνσταντίνος.

«Θα πληρώσουμε την κηδεία, έβαλα να το αναλάβουν και να ειδοποιήσουν την οικογένεια του.»

Ο Μαξ κοίταξε την ώρα. Έκλειναν πάνω από εικοσιτετράωρο στο πόδι και όλο το σώμα του άρχισε να πονάει. Δεν μπορούσε ούτε να σταυρώσει καθαρή σκέψη πλέον. «Πηγαίνετε σπίτι για κανένα τρίωρο ύπνο. Να είμαστε κομπλέ για να μπορέσουμε να λειτουργήσουμε και συναντιόμαστε ξημερώματα. Πρωί κανονίσαμε να φύγει η Ντάρια. Μεσημέρι είναι η συνάντηση και πρέπει πριν να συζητήσουμε πως θα το κάνουμε.»

Ο Φεντόροφ τους κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια ερωτηματικά. «Ο Λεμπέτεβ κανόνισε να συναντηθούμε αύριο το μεσημέρι.»εξήγησε ο Κωνσταντίνος.

«Τι πράγμα;»

«Λέει ότι έχει πληροφορίες για την επίθεση. Δεν ξέρω που στον πούτσο θέλει να την φορτώσει και τι σκέφτηκε πάλι.»

Ο Φεντόροφ τον κοίταξε σκεπτικός. «Υπάρχει ππερίπτωση να μην το έκανε όντως αυτός;

Ο Μαξ ρουθούνισε εκνευρισμένα. «Αυτό ακριβώς ήθελε να πιστέψουμε. Αυτός το έκανε, δε θα ξεφύγει πάλι το αρχίδι. Και να μην το έκανε έχει κάνει άλλα τόσα και του αξίζει να πάρει πούλο επιτέλους.»

Ο Φεντόροφ έστρεψε το βλέμμα του στον Κωνσταντίνο. «Δεν είναι καλή ιδέα να πας.»

«Αν έχει βγει η Ντάρια από την χώρα θα πάω. Δε με νοιάζει.»

Αν κάποιος ήθελε περισσότερο να τον εξαφανίσει ήταν αυτός και δε θα έχανε την ευκαιρία του. Ήξερε να προστατεύει τον εαυτό του και θα το έκανε πάλι.

Ο Μαξ άρπαξε το κινητό και τα κλειδιά του. «Έλα να σε πάω σπίτι.»είπε στον Κωνσταντίνο.

«Θα μείνω για ένα ποτό και θα την κάνω. Αν έχω κάτι νεότερο θα σας ειδοποιήσω.»είπε ο Φεντόροφ που ήθελε να διώξει λίγη ένταση από πάνω του. Η μέρα ήταν ατέλειωτη.

Ο Μαξ άφησε τον αδερφό του σπίτι και ο Κωνσταντίνος αισθανόταν εξαντλημένος αλλά ήταν σίγουρος πως δε θα του κολλούσε ύπνος. Το στομάχι του ήταν δεμένο κόμπος για την αυριανή μέρα και η υπερένταση δεν θα τον άφηνε.

Είχε αρχίσει να νυχτώνει και τα φώτα ήταν ήδη ανοιχτά. Στο σαλόνι δεν βρήκε τα κορίτσια και ανέβηκε στον επάνω όροφο για να περάσει στο δωμάτιο της Ντάρια.

Καθόταν με τη Στέλλα στο κρεβάτι συζητώντας χαλαρά και έστρεψαν και οι δύο τα μάτια τους σε αυτόν μόλις μπήκε στον χώρο.

«Στέλλα την κάνεις μία;»

«Ναι.»είπε η Στέλλα κατευθείαν γεγονός που ξάφνιασε τον Κωνσταντίνο αλλά δεν το σχολίασε. Ήθελε να τους αφήσει μόνους λογικά και σηκώθηκε κλείνοντας πίσω την πόρτα της απαλά.

Ο Κωνσταντίνος κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι και αυτή του χαμογέλασε παίρνοντας ένα βάρος από τους ώμους του μόνο με μια τόσο απλή κίνηση.

Την τράβηξε στην αγκαλιά του. Άφησε το πρόσωπο του στα μαλλιά της και εισέπνευσε την μυρωδιά της. Η καρδιά του αύξησε παλμούς και την ίδια στιγμή ένιωσε να ηρεμεί. Παρά την κούραση του επιτέλους ήταν σπίτι και το να την έχει στην αγκαλιά του ήταν αυτό ακριβώς που τον καθησύχαζε.

Δεν είχε ιδέα τι μπορεί να σημαίνει για κάποιον η λέξη καταφύγιο, αλλά η Ντάρια για αυτόν ήταν το απόλυτο συνώνυμο. Ένιωθε πως δεν της άξιζε γιατί αυτός έπαιρνε από την ίδια κάτι φωτεινό και την μόλυνε με τη μαυρίλα του κόσμου του.

Ένας φάρος που τον τραβούσε από τα σκοτάδια, το μόνο που ήθελε ήταν να της το ανταποδώσει αλλά αυτός σκεφτόταν συνέχεια εγωιστικά πόσο δεν γούσταρε να την αφήσει να φύγει έστω για μια μέρα ενώ έπρεπε.

Δε θα της έλεγε για την αυριανή συνάντηση, δεν ήθελε να την ανησυχήσει κι αν ήταν η τελευταία φορά που θα την έβλεπε ήθελε να αξίζει.

«Θα φύγεις αύριο.»είπε ήρεμα.

Την ένιωσε να τσιτώνεται. Περίμενε να έχει τουλάχιστον τρεις μέρες ακόμα. Γύρισε τα μάτια της στα δικά του, γεμάτα αβεβαιότητα και τρόμο.

«Αύριο;»ρώτησε ξαφνιασμένη. Οι ώμοι της αμέσως έπεσαν μπροστά με απογοήτευση. Ήξερε πως δεν έπρεπε να φέρει αντίρρηση δεν είχε νόημα αλλά τα νέα αυτά ήταν τόσο δυσάρεστα που έπρεπε να πιέσει τον εαυτό της να σιωπήσει.

Ο Κωνσταντίνος το αντιλήφθηκε. «Δε θα είναι για πολύ. Θα πας Αμερική, θα σε περιμένει η αδερφή μου και εννοείται θα έχεις προστασία. Θα τα τακτοποιήσω όλα και θα έρθω να σε βρω.»

«Θέλεις να έρθεις να με βρεις;»

«Θέλω.»της είπε με σιγουριά. «Έχω να σου πω πράγματα που πρέπει να ξέρεις, πράγματα που βρήκαμε για 'σένα. Έχω κάποιες πληροφορίες, θα σου τις δώσω να τις δεις με την ησυχία σου στο ταξίδι.»

Εκείνη τη στιγμή δεν την ενδιέφερε να μάθει για το παρελθόν της. Το αύριο σχεδόν είχε φτάσει και το παρόν μαζί του ήταν ο,τι πιο πολύτιμο είχε. Ευχήθηκε να ξέρανε οι άνθρωποι πόσο χρόνο τους απομένει με κάποιον που αγαπούν για να έχουν την ευκαιρία να κάνουν κάθε δευτερόλεπτο να αξίζει.

Τώρα ένιωθε πως τον έχανε και ήθελε να θρηνήσει μια απουσία που δεν ήρθε ακόμη το ίδιο λεπτό που δεν έπρεπε να περάσει τις τελευταίες στιγμές μαζί του έτσι. Θα τον ξανά έβλεπε. Τώρα που τον βρήκε έπρεπε να τον ξανά δει.

«Αυτό που ξέρω Κωνσταντίνε είναι ότι δεν είμαι ο ίδιος άνθρωπος με μερικούς μήνες πριν. Νιώθω άλλη. Και το οφείλω σε 'σενα.»

Οι παλάμες του έκλεισαν γύρω από το πρόσωπο της. Η γλυκιά και αθώα του Ντάρια. Τα μάτια της τον κοίταζαν βαθιά, με πείσμα. Τόσο όμορφα που δε θα τα συνήθιζε ποτέ ακόμη κι αν τα χάζευε για μήνες ολόκληρους χωρίς σταματημό. «Δεν οφείλεις τίποτα σε κανέναν. Μόνο στον εαυτό σου.»

Χώθηκε περισσότερο στην αγκαλιά του. Τα χείλη του άγγιξαν απαλά τον λαιμό της και έγειρε πίσω για να του δώσει καλύτερη πρόσβαση. Τόσο αποκριτική πάντα στο άγγιγμα του. 

Ήθελε τόσα να της πει αλλά το σώμα της ξυπνούσε τελείως διαφορετικές ανάγκες μέσα του. Δε σταμάτησε να την φιλάει και τα χάδια του έγιναν πιο τολμηρά, κατεβαίνοντας από τη μέση της και χαϊδεύοντας την μαλακά. Το σώμα της ταίριαζε στο δικό του σαν κάποιο κομμάτι που έλειπε και ήξερε πως το μόνο που χρειαζόταν ήταν αυτή. Την τράβηξε να κολλήσει πάνω του.

«Σε θέλω απίστευτα πολύ τώρα ρε φίλε.»ανταποκρίθηκε στα χάδια του και βολεύτηκε περισσότερο πάνω του.

Τα χείλη της ενώθηκαν σε ένα φιλί που την κατανάλωνε ολόκληρη. «Σε πειράζει να συζητήσουμε μετά; Αν δεν μπω μέσα σου στα επόμενα δευτερόλεπτα θα τα παίξω.»μουρμούρισε πάνω στα χείλη της και η ανάγκη που άκουγε στον τόνο του την έκανε να ανατριχιάσει σύγκορμη.

Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και τράβηξε το μπλουζάκι του πετώντας το δίπλα της στο κρεβάτι. Ανταπέδωσε το φιλί του με το ίδιο πάθος και την ίδια αστείρευτη ένταση που της έδινε.

Ήταν δική του ακόμη κι αν θα βρίσκονταν στην άκρη του κόσμου και αύριο δε θα πάθαινε τίποτα μόνο και μόνο για να μπορέσει να την ξαναδεί.

Συνήθως έπαιρνε τον χρόνο του για να την προετοιμάσει αλλά σήμερα την χρειαζόταν τόσο που δεν το έκανε. Παρόλα αυτά το σώμα της τον υποδέχτηκε τέλεια, φιλόξενα και οικεία. Είχε φτιαχτεί και είχε έρθει στον κόσμο για αυτόν. Ήταν έτοιμος να της δώσει ο,τι του ζητήσει.

Τα χέρια της τυλίχτηκαν στα μπράτσα του και τα μάτια της δεν ξεκολλούσαν από τα δικά του. Χάνονταν μέσα τους, αφήνονταν στον κόσμο του, στις τελευταίες στιγμές που θα τον είχε μέχρι να τον αποχωριστεί για λίγο.

«Θα μου λείψεις.»της είπε αυθόρμητα πάνω στα χείλη της. Δε θυμάται να το είχε ξαναπεί αυτό σε κανέναν παρόλο που έφευγε συχνά για μήνες ολόκληρους στην Ελλάδα. Πρώτη φορά το ένιωθε.

Η απουσία ενός ανθρώπου τόσο αισθητή που ακουμπούσε το σώμα του, που γίνονταν φυσική ανάγκη σαν την τροφή και το νερό. Την ήθελε για να επιβιώσει, την ήθελε στη ζωή του.

Την είδε να δακρύζει και δεν του απάντησε γιατί αισθανόταν πως αν το κάνει θα βάλει τα κλάματα. Τα χείλη του βρήκαν τα δικά της στην απόλυτη υπόσχεση, χωρίς λόγια που ήταν απόλυτα περιττά.

Θα ήταν μέσα της μέχρι να ξημερώσει και να χρειαστεί να φύγει από κοντά της γιατί δεν μπορούσε να σκεφτεί καλύτερο αντίο από αυτό.

***

Η ώρα ήταν δύο και ο Φεντόροφ δεν είχε φύγει ακόμη από το μαγαζί. Το ένα ποτό έγιναν δύο, έπειτα τρία και δεν είχε καμία όρεξη να γυρίσει στο σπίτι.

Το μαγαζί είχε αδειάσει και έμενε αυτός και ένας τελευταίος πελάτης που καθόταν στην άλλη μεριά του μπαρ. Τα κορίτσια σχόλασαν εδώ και ώρα και η μόνη που έμενε πίσω ήταν η Ιρίνα που θα έκλεινε και το μαγαζί όπως πάντα μόλις τελείωνε η βάρδιά της.

Στο τέλος εκείνης της ημέρας δεν αισθανόταν απλά κουρασμένος. Ήταν κομμάτια κι όμως η υπερδιέγερση είχε χτυπήσει κόκκινο. Η ιδέα του να οδηγήσει μέχρι το σπίτι του για να εξασφαλίσει δύο ώρες ύπνο φάνταζε υπερβολική και προτιμούσε να το πάρει σερί. Ήταν αναμφίβολα σε εγρήγορση.

«Αντρέι.»η φωνή που φώναξε το όνομα του τον ξάφνιασε. Ήταν μελωδική, χαρακτηριστική και είχε εντυπωθεί πλέον στο μυαλό του. Θα την αναγνώριζε ανάμεσα σε χιλιάδες.

Σήκωσε τα μάτια του επάνω της. Η Ιρίνα στεκόταν απέναντί του από τη μέσα μεριά του μπαρ και οι παλάμες της έσφιγγαν το πανί που κρατούσε ανάμεσα στα χέρια της σαν να αισθανόταν αμηχανία.

«Σ'ευχαριστώ που με υπερασπίστηκες τις προάλλες αλλά δεν χρειάζεται να επεμβαίνεις. Τα καταφέρνω μόνη μου.»ο τόνος της ήταν ήρεμος, νηφάλιος και φάνηκε σαν να προσπάθησε να τον χρωματίσει με αυτοπεποίθηση.

Ο Αντρέι άφησε το βλέμμα του να τρέξει επάνω της. Φορούσε ένα μαύρο φόρεμα, αρκετά στενό με βαθύ ντεκολτέ και τα μαλλιά της ήταν ελεύθερα. Όπως της πήγαιναν περισσότερο. Έπειτα κάρφωσε τα μάτια του στα γαλάζια δικά της. Δε γούσταρε να την παρατηρεί έτσι. Όχι έπειτα από όσα έγιναν μεταξύ τους.

«Δουλειά μου είναι να μη γίνονται φασαρίες στο μαγαζί.»απάντησε αδιάφορα και την είδε να παίρνει μια κοφτή ανάσα λες και πίεζε στην πραγματικότητα τον εαυτό της να του μιλήσει.

«Δε θέλω να επεμβαίνεις σε εμένα. Μπορείς να τσεκάρεις αν σε χρειάζονται τα άλλα κορίτσια.»

Ο τόνος της και η σκέψη της τον εκνεύρισαν.«Σοβαρά; Δεν το κάνω για 'σένα Ιρίνα. Όποιος δεν καταλαβαίνει από όχι παίρνει πούλο από εδώ μέσα. Έτσι πάει. Εκτός αν όντως θες να σκεφτείς κάποια προσφορά. Τότε ξεκαθάρισε το.»ήταν κοφτός και απότομος όπως ήταν με όλους μα αυτή είχε δει και το άλλο του πρόσωπο και όταν της μιλούσε όπως σε όλους τους άλλους το σιχαινόταν. Όμως ώρες ώρες ένιωθε πως της άξιζε.

Οι συμβουλές της Στέλλας κλωθογύριζαν τις σκέψεις της τόσο έντονα που θα έσκαγε. Πήρε το βλέμμα της από το δικό του, ένιωθε να την καίει και αποφάσισε να γυρίσει πίσω στη δουλειά της. Δεν ήταν για αυτά!

Έσφιξε τα χείλη της και απομακρύνθηκε, αφήνοντας τον στο ποτό του.

Το μυαλό της έκαιγε και ένιωθε το δέρμα της να τσουρουφλίζει από μια τόσο έντονη ανάγκη που θα την κατάπινε. Κι αν όντως μπορούσε να τον έχει για λίγο ξανά; Θα ήταν απόλυτα εγωιστικό; Αν ήξερε την αλήθεια δε θα ήθελε ούτε να την βλέπει κι όμως τώρα, μετά από τόσο καιρό, ήταν αυτή και αυτός και κανείς άλλος.

Έκανε τις δουλειές στο μπαρ ψάχνοντας ψήγματα θάρρους μέσα της. Τα "αν" την έζωναν δίνοντας της πυγμή. Το χειρότερο που θα μπορούσε να γίνει είναι ένα όχι. Η κατάσταση ήταν ήδη ψυχρή μεταξύ τους, τίποτα δεν μπορούσε να πάει πιο χάλια. Και όπως είπε η Στέλλα, θα το χώνευε το όχι, ενώ τα ατελείωτα ερωτηματικά και οι υποθέσεις δεν έφευγαν εύκολα από τον νου.

Η ώρα πέρασε, ο τελευταίος πελάτης έφυγε και όταν ο Αντρέι την φώναξε για να πληρώσει και να φύγει, ήξερε πως ήταν η τελευταία της ευκαιρία. Ή τώρα ή ποτέ.

Τον πλησίασε, η καρδιά της ένιωθε να χτυπά στη βάση του λαιμού της και της ερχόταν ναυτία από το άγχος. «Αν-»ξεκίνησε μα έκανε μια παύση και κατάπιε. Πήρε το χαρτονόμισμα στα δάχτυλα της που άρχισαν να τρέμουν χωρίς να το καταλάβει και το έβαλε στην ταμειακή συνεχίζοντας την πρόταση. «Αν σου έλεγα ότι...δέχομαι προσφορές;»

Τα μάτια του βρήκαν τα δικά της ξαφνιασμένα και την κοίταζε τόσο έντονα που ένιωσε τον χρόνο γύρω της να σταματάει σαν να πάγωσε κάθε μορφή ζωής. Δεν μίλησε και της φάνηκε πως πέρασαν ολόκληρα λεπτά σιωπής χωρίς να απομακρύνει το βλέμμα του.

Τα χέρια της ήταν κολλημένα στην ανοιχτή ταμειακή και παρόλο που κοιτιόντουσαν έντονα δεν μπορούσε με τίποτα να διαβάσει τις εκφράσεις του.

Ακουγόταν κάποια βρύση να στάζει μα κατά τα άλλα απόλυτη, βασανιστική ησυχία. Αυτή και αυτός και τα λόγια της σαν βόμβα ανάμεσά τους. Ευχήθηκε να πει κάτι, να την διαολοστείλει, να την ρωτήσει αν τρελάθηκε γιατί αν δεν το έκανε στα επόμενα δευτερόλεπτα θα πέθαινε.

Γιατί τα έμπλεκε πάλι; Γιατί ήταν κάτι που δεν ήθελε. Τον ήθελε, δεν ήξερε αν υπήρχε μέρα που να πέρασε και να μην τον θέλει. Μετά τη γέννηση του Νικίτα δεν είχε αφήσει κανέναν να μπει στη ζωή της και το σώμα της τον ζητούσε. Έσφιξε τα χείλη της. Γιατί με αυτόν; Γιατί να μη μοιάζει σωστό με οποιονδήποτε άλλον;

Δεν πίστευε πως το ξεστόμισε. Όλη αυτή την απόσταση που είχε χτίσει γκρεμίζονταν μέσα σε δευτερόλεπτα.

Την απόλυτη αλήθεια για το τι συνέβη μεταξύ τους την γνώριζε μόνο η μητέρα της που πήρε την εξομολόγηση της στον τάφο της αλλά οι αναμνήσεις ζωντάνεψαν πάλι όταν διηγήθηκε την ιστορία στη Στέλλα, μα οι λεπτομέρειες ήταν τόσες πολλές. 

Οι στιγμές τους, τα συναισθήματα που άγγιζαν τα ουράνια και τα ίδια ακριβώς αισθήματα που έγιναν ένα με τα Τάρταρα είχαν κοινό παρονομαστή τον άντρα απέναντί της που μόλις του είπε κάτι ανήκουστο.

Γιατί από εκείνη τη μέρα ήταν λες και το αναβιώνει και δεν μπορούσε να το βγάλει από το μυαλό της. Την βασάνιζε. Και τώρα του είπε αυτό, χωρίς να το έχει σχεδιάσει, δεν είχε καν ιδέα γιατί το ξεστόμισε και η σιωπή του επέτεινε τόσο την αγωνία της που ήταν σίγουρη πως άκουγε την καρδιά της να χτυπάει σαν ταμπούρλο. Θα την έβριζε; Δεν ήξερε καν πως θα αντιδρούσε μα δεν περίμενε σίγουρα την επόμενη κουβέντα του.

«Πόσα;»ρώτησε τελικά κι αν ήταν δυνατό η καρδιά της επιτάχυνε ακόμα περισσότερο, τόσο που της ήρθε ελαφριά ζαλάδα.

Δεν πρόλαβε να σκεφτεί τι έκβαση περίμενε αλλά η ερώτηση του την σόκαρε. Κράτησε την ξύλινη μπάρα σφίγγοντας τα δάχτυλα της επάνω της.

«Όσα έπαιρνα.»απάντησε το μόνο πράγμα που της ήρθε διότι δεν ήξερε τι άλλο να πει. Την ξάφνιασε κι αν μιλούσε θα έχανε τα λόγια της.

Ο Αντρέι έσβησε το τσιγάρο του στο τασάκι μπροστά του και ένευσε θετικά. «Πρώτο δωμάτιο. Κλείσε ταμείο κι έλα.»

Σηκώθηκε και εξαφανίστηκε προς τα δωμάτια και η Ιρίνα έκανε ένα βήμα πίσω ακουμπώντας την παλάμη στην καρδιά της. Ο κόσμος γύριζε. Τι έκανε; Γιατί;

Δεν μπορούσε να το πιστέψει και ξαφνικά ένιωσε λίγη. Λίγη που του έκρυβε ένα μυστικό που είχε δικαίωμα να ξέρει, που δεν μιλήσανε ποτέ για το τι νιώθουν, που του είπε πως μπορούσε να την έχει πάλι με αντάλλαγμα ένα ποσό ενώ είχε υποσχεθεί πως δε θα ξανά δούλευε και από τον Αντρέι δεν ήθελε τίποτα πέρα από τον ίδιο.

Τα έκανε ανεπανόρθωτα σκατά αλλά και μόνο που σκεφτόταν πως θα την περιμένει μέσα στο δωμάτιο, πως είχε μια ύστατη ευκαιρία να νιώσει και πάλι το σώμα του η ανάσα της κοβόταν. Ένα βράδυ ήταν και το διεκδίκησε μόνη της. 

Δεν το πίστευε πως πράγματι συμφώνησε. Αναρωτήθηκε αν είχε σκοπό απλά να την ξεφτιλίσε, αν τελικά δε θα έκανε ποτέ σεξ μαζί της και ήταν ένα παιχνίδι για αυτόν. Θα έβγαζε πιο πολύ νόημα.

Από τη στιγμή που γύρισε δεν είχαν ανταλλάξει πάνω από πέντε κουβέντες και πάντα την κοίταζε τόσο ψυχρά. Τίποτα δε θύμιζε τη ζεστασιά που κάποτε μοιράστηκε μαζί της αυτός ο άνθρωπος.

Έβαλε ένα σφηνάκι και το κατέβασε για να δώσει θάρρος στον εαυτό της . Θα το έκανε. Κι ας το μετάνιωνε. Έκλεισε το ταμείο και βγήκε από το μπαρ με τα γόνατά της έτοιμα να λυθούν.

Μόλις μπήκε μέσα ένιωθε αμηχανία τόσο έντονη που αμφέβαλλε αν θα κατάφερνε να σταθεί όρθια. Έμπλεξε τα δάχτυλά της μεταξύ τους. Αυτός καθόταν στην άκρη του κρεβατιού με τους αγκώνες να ακουμπούν τα γόνατά του. Το βλέμμα του την ακολουθούσε.

Ο χώρος ήταν μικρός και δε διέθετε πολλά πέρα από το υπέρδιπλο, μεταλλικό κρεβάτι, δυο πολυθρόνες και ένα κομοδίνο. Ο φωτισμός ήταν χαμηλός. Είχε χρόνια να βρεθεί εκεί μα δεν της έσκασε τίποτα οικείο μέσα της.

Δε μίλησαν και αποφάσισε να σπάσει αυτή πρώτη τη σιωπή.

«Θέλεις κάτι συγκεκριμένο;»ρώτησε αυτό που ρωτούσε πάντα, σαν να μην πέρασε μια μέρα, μα πλέον ένιωθε έξω από τα νερά της.

Κάποτε ήταν σαν σειρήνα, μοίραζε αισθησιακά χαμόγελα, μπορούσε να κάνει κάποιον να αισθάνεται θεός κι αυτή η πιο σέξι γυναίκα στον κόσμο. Έκανε ερωτήσεις με αυτοπεποίθηση και εκτελούσε με χάρη. Ήταν πολύ καλή πάντα.

Αλλά πέρασαν τόσα χρόνια και δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε πελάτης. Μετάνιωνε την ίδια στιγμή που δεν μπορούσε να περιμένει να νιώσει ξανά τα χέρια του επάνω της.

«Θέλω να μου πάρεις μια πίπα για αρχή.» ο τόνος του ήταν τόσο σίγουρος που τον ζήλεψε. Δεν άφησε το βλέμμα της λεπτό. Ένας κόμπος στάθηκε στον λαιμό της. Έμπλεκε. Το ήξερε πως έμπλεκε.

Ένευσε θετικά και τον πλησίασε χαμηλώνοντας στα γόνατα μπροστά του. Προσπάθησε να αναπνέει από τη μύτη για να μην καταλάβει πόσο γρήγορα έβγαινε η ανάσα της.

Η οικεία μυρωδιά του γέμισε το οσφρητικό της πεδίο και της ήρθε οριακά να τον αγκαλιάσει. Πως γίνεται να σου έλειψε τόσο ένας άνθρωπος που έβλεπες κάθε μέρα; Αλλά χωρίς πλέον να έχεις το δικαίωμα να τον αγγίζεις, να τον φιλάς, να τον χαϊδεύεις.

Έκανε τα πάντα για να συγκεντρωθεί και μια ανυπομονησία που είχε ξεχάσει άρχισε να χτίζεται χαμηλά στην κοιλιά της. Ο,τι κι αν γινόταν εκείνο το λεπτό τον είχε και έπρεπε να το κάνει να αξίζει.

Τα δάχτυλα της που έπιασαν το κουμπί του, έτρεμαν. Προσπάθησε να το απελευθερώσει περνώντας το μέσα από την κουμπότρυπα αλλά της γλίστρησε δυο φορές.

«Αστ'το.»είπε μαλακά απομακρύνοντας τα χέρια της και το ξεκούμπωσε ο ίδιος. Η Ιρίνα κατέβασε το φερμουάρ και έπειτα τράβηξε κάτω το παντελόνι μαζί με το μποξεράκι. Κατάπιε με δυσκολία.

Δίστασε για μια στιγμή και αυτός το κατάλαβε.

Τα χέρια του κινήθηκαν στα μαλλιά της μαζεύοντας τις μαύρες τούφες προς τα πίσω, ελευθερώνοντας το πρόσωπο της.

«Παρ'τον όλο και κοίτα με.»της είπε και η καρδιά της έχασε έναν χτύπο.

Το πόσο το ήθελε, το πόσο τον ήθελε.

Έκανε ο,τι της είπε τυλίγοντας τα χείλη της γύρω του και τα μάτια της βρήκαν τα δικά του. Ο τρόπος που την κοίταζε ήταν τόσο έντονος που έκανε την έκαιγε. Έδωσε έναν απαλό ρυθμό στον εαυτό της, αφήνοντας τη γλώσσα της στην κορυφή όπως ήξερε ότι του άρεσε και έπειτα κατεβαίνοντας προς τα κάτω.

Άφησε απαλά την ανάσα του να βγει, δεν σταματούσε να την κοιτάζει σαν να απορροφούσε κάθε λεπτό. Οι γωνίες του ήταν σφιγμένες και οι φλέβες στα χέρια του φούσκωναν έντονες από το πόσο δυνατά έσφιγγε τα μαλλιά της, μα όχι από τις ρίζες, χωρίς να της τα τραβάει.

Ήξερε ότι έκανε τεράστιο πισωγύρισμα αλλά όταν του το είπε δεν μπόρεσε να σκεφτεί τίποτα άλλο πέρα από το πόσο θα το μετάνιωνε αν την έστελνε στον διάολο. Γιατί έφυγε χωρίς μια λέξη και είχε τόσο θυμό μέσα του αλλά και πάλι δεν άντεχε να της αντισταθεί και σιχαινόταν όσο τίποτα να είναι αδύναμος.

Η μικρή της παλάμη τυλίχτηκε στη βάση του και ακολουθώντας το στόμα της και έβλεπε τα μάτια της να σκουραίνουν, πως η αμηχανία της έδινε τη θέση της σε μια έξαψη που έβαφε τα μάγουλα της και τον κοίταζε σαν να μην σκέφτεται τίποτα άλλο πέρα από το τι θέλει να της κάνει. Τρελαινόταν όταν τον κοίταζε έτσι.

«Ξάπλωσε στο κρεβάτι.»

Απομάκρυνε τα χείλη της και υπάκουσε ακουμπώντας στο στρώμα. Η αναπνοή της έβγαινε βαριά, τον ένιωθε παντού. Όσο τα δευτερόλεπτα περνούσαν αισθανόταν πως έκανε την καλύτερη επιλογή γιατί οι δεύτερες σκέψεις αντικαθίστανται δυναμικά από έναν ερεθισμό που την έκανε να πονάει από αδημονία.

Έβγαλε το παντελόνι και το μπλουζάκι του και σκέπασε το σώμα της με το δικό του, με τα μπράτσα του δεξιά και αριστερά από το κεφάλι της σε όλο του το μεγαλείο. Ήταν θεόρατος, πάντα της άρεσε το πόσο μικρή ένιωθε στην αγκαλιά του και έμαθε απ' έξω κάθε μυ, μα τώρα ήταν σαν να τον βλέπει για πρώτη φορά.

Τράβηξε το φόρμα από πάνω της και κατέβασε τα χείλη του στο στήθος της δίνοντας όλη του την προσοχή, δαγκώνοντας και ρουφώντας απαλά την σκληρή της ρόγα και έπειτα κάνοντας το ίδιο με την άλλη.

Οι πόροι της έγιναν ανάγλυφοι και της ξέφυγε ένας μικρός αναστεναγμός. Πόσο της είχε λείψει. Το κορμί της ξυπνούσε πρωτόγνωρα και την ευχαριστούσε καθώς ένιωθε να καίει στο κέντρο της.

Η γλώσσα του χάραξε ένα καυτό μονοπάτι ανάμεσα από το στήθος της, μέχρι την κοιλιά της. Το δέρμα της ήταν απαλό και το απόλυτο στην αφή του.

Μόλις το κεφάλι του βρέθηκε ανάμεσα από τα πόδια της η ανάσα της κόπηκε. Αφαίρεσε βιαστικά το εσώρουχό της και έκανε να σκύψει περισσότερο μα η Ιρίνα ακούμπησε την παλάμη της στο μέτωπο του σταματώντας τον. «Δε χρειάζεται.»

Το βλέμμα του σηκώθηκε στο δικό της.«Τελείωνες σαν τρελή όταν στο έκανα.»η φωνή του βγήκε μπάσα και βραχνή.

«Δεν θέλω τώρα όμως. Δεν μου αρέσει πλέον, έχουν περάσει σχεδόν οκτώ χρόνια. Έχω αλλάξει.»δεν ήξερε γιατί το έλεγε αυτό, μέσα της δεν αισθανόταν πως δικαιούνταν να το απολαύσει τόσο, να αφεθεί απόλυτα να τον αφήσει να κάνει πράγματα που ήξερε πόσο της αρέσουν.

«Ναι ε;» ανασηκώθηκε και κάθισε πίσω στο κρεβάτι τραβώντας την επάνω του. «Για να δούμε πόσο έχεις αλλάξει.»ο τόνος του ήταν ειρωνικός, έκρυβε μια πικρία.

Την έβαλε να καθίσει επάνω του περνώντας τα πόδια της δεξιά και αριστερά του και φόρεσε γρήγορα ένα προφυλακτικό πριν την ανασηκώσει ελαφρά και βυθιστεί μέσα της. Η ανάσα της κόπηκε και ο ίδιος συγκράτησε μια βρισιά και άφησε απλά την ανάσα του να βγει έντονα από την πληρότητα που χάρισε και στους δύο η πρώτη αυτή επαφή.

Η ανάσα της έβγαινε γρήγορα και το βλέμμα του κινήθηκε επάνω της και έπειτα το άφησε στα μάτια της.

«Γιατί τρέμεις; Έχουμε πηδηχτεί άπειρες φορές.»

Η Ιρίνα έσφιξε τα χείλη της. Δεν έπρεπε να το κάνει συναισθηματικό, δεν έπρεπε.

Πήρε μόνη της την πρωτοβουλία να αρχίσει να κινείται λυγίζοντας τη μέση της και εξασφαλίζοντας έναν σταθερό ρυθμό. Το σώμα της όχι απλώς τον καλοδέχτηκε αλλά ήταν λες και την ευχαριστούσε. Η αίσθηση ήταν τόσο έντονη που της ερχόταν να αφεθεί εντελώς ελεύθερη και να κλείσει τα μάτια της. Ήθελε να είναι σίγουρη πως είναι απόλυτα αληθινό.

Οι αναστεναγμοί της δεν άργησαν να μπλεχτούν με τις δικές του ανάσες και την παρατηρούσε, την έκαιγε ολόκληρη. Οι παλάμες της βρέθηκαν στο στήθος του και στους ώμους του και στους γυμνασμένους του μύες και κρατιόταν αυξάνοντας τον ρυθμό της τόσο άπληστα γιατί πλέον δεν ήταν πελάτης που έπρεπε να ευχαριστήσει όπως υποτίθεται πως εξασφάλιζε αυτή η συμφωνία.

Ήταν όλο για αυτήν. Η πρωτόγνωρη ευχαρίστηση που την ξεσήκωνε και δεν την ένοιαζε ούτε αν οι φωνές της ήταν δυνατές, ούτε πόσο την έσφιγγαν τα χέρια του και την πονούσαν.

Ο Αντρέι ξάπλωσε καλύτερα πίσω, κάνοντας την να γείρει κι άλλο πάνω του και έδινε αυτός τον ρυθμό στην ένωση τους.

«Μέχρι κάτω, θέλω να τον παίρνεις όλο.»διέταξε στο αφτί της και η Ιρίνα ένιωσε ρίγη έκστασης να σκαρφαλώνουν παντού επάνω της. Το έκανε για αυτήν, άφησε κάθε της αναστολή, τα νύχια της χώθηκαν στο δέρμα του.

«Έτσι μπράβο.»

Τα χείλη της απείχαν απειροελάχιστα από τα δικά του. Ήξερε ότι γενικά δεν φιλούσε αλλά πριν προλάβει να απομακρυνθεί η παλάμη του τυλίχτηκε στα μαλλιά της και ένωσε τα χείλη τους. Τράβηξε δυνατά τις ρίζες της, την φίλησε άγρια σχεδόν τιμωρητικά και αισθάνθηκε τον κόσμο της να σβήνει.

Το φιλί του ήταν απόλυτα προσωπικό. Η γεύση του έσκασε στο στόμα της και την παρέσυρε σε μονοπάτια που υποσχόταν να μην επισκεφθεί ποτέ ξανά. Δεν είχε σημασία γιατί τα ήθελε όσο τίποτα άλλο.

Ο ρυθμός της αυξήθηκε, τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω της δυνατά και την συναντούσε με γρήγορες ωθήσεις χωρίς να σταματάει το φιλί τους, λες και έπαιρναν οξυγόνο μόνο ο ένας από το στόμα του άλλου.

Το σώμα της είχε ιδρώσει και γλιστρούσε ευχάριστα στο δικό του.

Η έκσταση την κύκλωσε, την συνεπήρε και ένιωσε να πέφτει στο κενό. Του έδωσε ο,τι είχε και αυτός το πήρε άπληστα μα της έδωσε πίσω την απόλυτη ηδονή. Τελείωσαν μαζί, το είχαν κάνει ξανά μα έπειτα από τόσο καιρό δεν περίμενε να υπήρχε ο συγχρονισμός τους.

Άφησε το σώμα της να πέσει μπροστά, ή καρδιά της να χτυπάει πάνω στο στήθος του και έδωσε μερικά δευτερόλεπτα στον εαυτό της να ηρεμήσει. Κάποιες φύτρες των μαλλιών της είχαν κολλήσει στο ιδρωμένο της μέτωπο και αυτός δε σταμάτησε να την κοιτάζει.

Πίεσε τον εαυτό της να κουνηθεί και σηκώθηκε από πάνω του πέφτοντας δίπλα του στο στρώμα εξαντλημένη μα τόσο γεμάτη που η αμφιθυμία ήταν το μοναδικό που μπορούσε να νιώσει.

Ρίσκαρε μια πλάγια ματιά. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε ήρεμα και κοφτά, τα μάτια του κόλλησαν στον απέναντι τοίχο σαν να σκεφτόταν και το προφίλ του έγινε και πάλι πέτρινο και απόμακρο.

Η σιωπή ήταν εκκωφαντική και έντονη σαν φούσκα έτοιμη να εκραγεί και να τους λούσει με το παρελθόν.

Ο Αντρέι σηκώθηκε πρώτος. «Δεν έχεις αλλάξει και πολύ. Ακόμα πολύ καλά πηδιέσαι.»ο τόνος του ήταν κοφτός και δεν την κοίταξε καν.

Δεν του απάντησε. Έμεινε να τον κοιτάζει να ντύνεται, να κουμπώνει το παντελόνι του, μετά να ακολουθεί η μπλούζα του και έπειτα να βγάζει μερικά χρήματα από την πίσω τσέπη του τζιν του.

Ο συνεχόμενος ήχος από τα χαρτονομίσματα που μετρούσε ακουγόταν υπόκωφα αλλά σήμαναν σειρήνες στα αφτιά της. Τα ακούμπησε στο κομοδίνο δίπλα της και έφυγε χωρίς να την κοιτάξει πάλι.

Βγήκε από το δωμάτιο κουμπώνοντας τη θήκη του όπλου στον κορμό του με σκοπό να κατευθυνθεί προς την έξοδο, μα δεν πρόλαβε.

Ο Λεβίνσκι πέρασε στο μαγαζί φουριόζος. Το βλέμμα του έπεσε στον Φεντόροφ ξαφνιασμένο και μετατράπηκε σε ακόμη πιο έκπληκτο μόλις έπιασε μια φιγούρα να εμφανίζεται πίσω από τα δωμάτια δευτερόλεπτα μετά.

Η Ιρίνα σταμάτησε για μια στιγμή το βήμα της μόλις τον αντίκρισε. Είχε ντυθεί βιαστικά, τα μαλλιά της ήταν ανάκατα και το μακιγιάζ της σίγουρα όχι στα καλύτερα του. Κοίταξε τον Λεβίνσκι, έπειτα χαμήλωσε το βλέμμα της, άρπαξε την τσάντα της και τον προσπέρασε βιαστικά, βγαίνοντας από το μαγαζί χωρίς να πει κουβέντα.

Ο Βίκτωρ έστρεψε το βλέμμα του στον Αντρέι και σήκωσε το ένα του φρύδι.«Τι-»

«Τι έγινε;»τον διέκοψε πριν προλάβει να κάνει την ερώτηση που καμία όρεξη δεν είχε να απαντήσει και ο Λεβίνσκι σώπασε για μια στιγμή, αλλά τελικά το σεβάστηκε. Για τώρα. Γιατί δε θα το άφηνε να περάσει έτσι. Ήξερε μέσες άκρες την ιστορία και πραγματικά αυτό που είδε μπροστά του δεν ήταν κάτι που περίμενε.

«Νομίζω βρήκα το μαγαζί που έχει τις κοπέλες ο Λεμπέτεβ. Ειδοποίησα Κωνσταντίνο και Μαξ, είναι στον δρόμο. Θα κάνουμε σήμερα έφοδο, αλλιώς μπορεί να τις εξαφανίσει.»

«Και η συνάντηση;»ρώτησε ο Φεντόροφ.

«Αλλαγή σχεδίου.»

Τα ξημερώματα εκείνης της ημέρας έπρεπε να είναι προετοιμασμένοι για όλα. Αντάλλαξαν ένα σύντομο βλέμμα αλλά ήταν αρκετό για να συμφωνήσουν πως θα έκαναν ο,τι χρειαστεί. Και η υπόσχεση ανάμεσα τους ήταν ιερή. 

*********************

Παιδιά σόρυ που άργησα, τελείωσα αργά δουλειά, μου βγήκε η πίστη να το γράψω δεν ήθελα όμως να σας αφήσω. 

Δε λέω τίποτα άλλο είμαι πτώμα, αν έχει ορθογραφικά σόρυ και περιμένω και γνωμούλες για Φεντόροφ-Ιρίνα 😈

Τα λεμε λοβ γιου! 💜

Продолжить чтение

Вам также понравится

45.1K 1.7K 39
> πλησίασε το χέρι του στα χείλη της αγνοώντας τελείως τα λόγια της και άρχιζε να χαϊδεύει το σημείο, ενώ με το άλλο του χέρι κρατούσε σφιχτα τα χέρι...
The Vow Kihli12

Любовные романы

238K 16.7K 34
«Και ποια είναι η πρότασή σου;» «Συνεργασία Βολκόβ. Μια συνεργασία που δεν θα σπάσει εύκολα, θα είναι από τους δεσμούς που είναι ιεροί και δεν του...
Ετσι ξαφνικα dolphin1979

Любовные романы

528K 34.4K 35
Μια γνωριμία που θα αρχίσει ξαφνικά
Our Fault(Culpable #3) _fotiniii_

Любовные романы

104K 3.7K 63
Η ταραγμένη σχέση του Νικ και της Νόα περνάει τη χειρότερη στιγμή της και φαίνεται ότι τίποτα δεν μπορεί να ξαναγίνει όπως ήταν πριν. Θα πρέπει να ξε...