Women with the mask

Por MaliaStach

1.1K 82 55

𝒴𝑜𝓊 𝒶𝓇𝑒 𝓃𝑜𝓉 𝒹𝑒𝒶𝒹 𝒷𝓊𝓉 𝓃𝑜𝓉 𝒶𝓁𝒾𝓋𝑒 𝑒𝒾𝓉𝒽𝑒𝓇. 𝒴𝑜𝓊'𝓇𝑒 𝒿𝓊𝓈𝓉 𝒶 𝑔𝒽𝑜𝓈𝓉, 𝓌𝒾... Mais

Κεφάλαιο 2
Κεφάλαιο 3
Κεφάλαιο 4
Κεφάλαιο 5
Κεφάλαιο 6
Κεφάλαιο 7
Κεφάλαιο 8
Κεφάλαιο 9
Κεφάλαιο 10
Κεφάλαιο 11
Κεφάλαιο 12
Κεφάλαιο 13
Κεφάλαιο 14
Κεφάλαιο 15
Κεφάλαιο 16
Κεφάλαιο 17
Κεφάλαιο 18
Κεφάλαιο 19
Κεφάλαιο 20
Κεφάλαιο 21
Κεφάλαιο 22

Κεφάλαιο 1

332 14 15
Por MaliaStach

Ο πατέρας μου είναι ο νέος σερίφης μιας μικρής πόλης και έτσι έπρεπε να μετακομίσουμε σε μια πόλη, σχεδόν ξεγραμμενη από κάθε χάρτη. Δεν ένιωθα παράξενα να είμαι το νέο παιδί. Δεν ένιωθα παράξενα να είναι όλα τα βλέμματα στραμμένα πάνω μου. Τουλάχιστον αυτό πίστευα όταν άδειαζα τα πράγματα μου από τις μεγάλες χάρτινες κούτες που είχε φέρει λίγο πριν η μεταφορική.

Το σπίτι ήταν στην άκρη της πόλης, ωστόσο άλλο ένα σπίτι, ή καλύτερα μια αριστοκρατική έπαυλη ήταν χτισμένη δίπλα, με μερικά μέτρα να χωρίζουν τις αυλές μας. Ήταν ερημωμένη. Παράξενα ερημωμένη. Το δωμάτιό μου- που ήταν στο τέλος του διαδρόμου στον πάνω όροφο-είχε θέα την έπαυλη κάτι που με τρόμαζε στέλνοντας ρίγη σε όλο μου το σώμα. Ταυτόχρονα όμως με ενθουσίαζε. 

Το δωμάτιο ήταν μεγάλο. Αρκετά μεγάλο. Τόσο μεγάλο που είχε και δικό του μπάνιο. Είχα βάλει το κρεβάτι μου ανάμεσα στα δύο μεγάλα παράθυρα του δωματίου και το θρανίο μου στο δίπλα τοίχο. Στους τοίχους είχα επίσης κολλησει φωτογραφίες, με εμένα και τον πατέρα μου. Παρόλο που όταν ήμουν μικρός λάτρευα την μητέρα μου, από την μέρα που μάζεψε τα πράγματα της και μετακόμισε στο σπίτι του γκόμενου της, την έχω διαγράψει από την μνήμη μου, όπως ελπίζω να έχει κάνει και ο πατέρας μου.

Το ρολόι στις σκάλες χτύπησε οχτώ και βγήκα από το δωμάτιό μου. Κατέβηκα κάτω, στην κουζίνα όπου ο πατέρας μου με περίμενε -όπως πάντα- με το τραπέζι έτοιμο στρωμένο. Σήμερα ωστόσο όταν κατέβηκα, το τραπέζι δεν ήταν στρωμένο και ο πατέρας μου δεν ήταν μέσα στην κουζίνα.

"Μπαμπά;" η φωνή μου βγήκε βραχνή.
"Στο σαλόνι!" άκουσα την φωνή του, έπειτα κάτι να πέφτει και μετά τον πατέρα μου να βρίζει.

Καθώς πήγαινα προς το μέρος του, οι καναπέδες, τα τραπεζάκια και όλα τα έπιπλα ήταν στον διάδρομο που οδηγούσε στο σαλόνι, κάνοντας το πέρασμά μου δύσκολο.

"Όλα καλά;" ρώτησα καθώς έμπαινα μέσα στο σαλόνι όπου επικρατούσε ένα χάος.

Όλο το μέρος ήταν καλυμμένο με πλαστικό. Μια σκάλα ήταν ριγμενη στο πάτωμα και ο πατέρας μου ήταν λίγο παραδίπλα, πιτσιλισμενος από διάφορα ανοιχτά χρώματα.

"Δεν ξέρω τι χρώμα να βάψω τους τοίχους ώστε να ταιριάζουν με τα σχέδια που θα ζωγραφίσω στο τζάκι..." μου απάντησε. Στριφογυρισα τα μάτια μου.

"Δεν ξέρεις να ζωγραφίζεις!"

"Μπορώ να κάνω μερικά σχέδια... Επιπλέον έχω πιτσιλιστει με χρώματα και ο τοίχος πίσω μου το ίδιο...". Στριφογυρισα ξανά τα μάτια μου. Θεέ! σκέφτηκα.

"Έλα σήκω, θα βοηθήσω..." του είπα και του έδωσα το χέρι μου ώστε να μπορέσει να σηκωθεί.

"Ωραία, τι χρώμα θα βάψουμε το νέο μας σαλόνι;"

Δεν του απάντησα, μονάχα τον έβαλα να καθίσει λίγο πιο έξω από την είσοδο του σαλονιού. Πήρα ένα πινέλο από κάτω και το βούτηξα στην λαδί μπογιά. Ύστερα πήγα και στάθηκα λίγο πιο μπροστά από τον πατέρα μου και άρχισαν να κουνάω το πινέλο έτσι ώστε να πιτσιλισει τους τοίχους. Έπειτα πήρα την ροζ μπόγια και έκανα το ίδιο. Ύστερα την μπλε και την κίτρινη και ακολούθησαν τα υπόλοιπα χρώματα. Ο πατέρας μου δεν μιλούσε, είχε απλά ανοίξει το στόμα του και με κοιτούσε έκπληκτος.
"Έτοιμο!" είπα και του έδωσα το πινέλο. Το νέο μας σαλόνι έμοιαζε σαν να έχει βομβαρδιστεί από χρώματα. Δεν ήταν άσχημο. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν αισχρό αλλά η πείνα και η κούρασή μου, αδιαφορούσαν για το πολύχρωμα σαλόνι.

"Νικ Μπλακ τι στο διάολο νομίζεις πως είναι αυτό;" φώναξε και μπήκε μέσα στο σαλόνι.

"Εγώ απλά έδωσα μια νέα νότα στο σαλόνι μας..." απολογηθηκα και καλά στεναχωρημένος. ΠΕΙΝΆΩ! φώναζε ολόκληρο το σώμα μου.

"Νέα νότα..." αναστεναγμός "Καλό φαίνεται" κι άλλος αναστεναγμός.

"Ωραία, τώρα που το λύσαμε αυτό, τι έχει το μενού απόψε;" ρώτησα με τα μάτια μου να λάμπουν.

"Δεν μαγείρεψα... Όλη μέρα έψαχνα να βρω τι χρώμα θα βάψω το σαλόνι... Και τώρα έχουμε να βάλουμε μέσα αυτά εδώ τα έπιπλα" απάντησε.

Τι στο διάολο!!! Δεν μαγείρεψες επειδή δεν μπορούσες να αποφασίσεις τι χρώμα θα βάψεις ένα δωμάτιο του σπιτιού που θα επισκέπτεσαι δυο φορές το χρόνο; Και τώρα θες και να τακτοποιήσω! Τίποτα άλλο θελει ο βασιλιάς ή όλα είναι εντάξει; ήθελα να του φωνάξω δυνατά, αλλά δεν το έκανα. Ο πατέρας μου παρά το γεγονός ότι είναι σερίφης και θα περίμενε κανείς να είναι σκληρός και ίσως αυστηρός μαζί μου, ειδικά αφού μας εγκατέλειψε η μαμά μου, ήταν χαλαρός και προσπαθούσε όσο καλύτερα μπορούσε να στέκεται πάντα δίπλα μου και να τα λύνει όλα με συζήτηση. Δεν θα ήταν τίμιο εκ μέρους μου να τσακωθώ μαζί του για μερικά έπιπλα. 

"Εντάξει, μπαμπά" ήταν το μόνο που του είπα τελικά και αρχισαμε να διακοσμουμε το σαλόνι.

Βαλαμε τον μουσταρδί καναπέ στον τοίχο δίπλα στο τζάκι και τον μπλε λουστριν κάτω από τα μοναδικά παράθυρα του δωματίου. Βάλαμε το φούξια τραπεζάκι στη μέση του δωματίου και πάνω ακουμπήσαμε τα πράσινα σερβίτσια τσαγιού που μας είχε κάνει πριν πέντε χρόνια δώρο η γιαγιά όταν εμαθε για το διαζύγιο. Έπειτα τοποθετησαμε κάποιες φωτογραφίες με εμένα και τον μπαμπά. Στο τέλος βάλαμε τις μωβ κουρτίνες. Όταν τελειώσαμε την διακόσμηση σταθηκαμε πίσω για να δούμε την δουλειά μας.

"Είναι σαν να ξέρασε παιδότοπος" του είπα και εκείνος άρχισε να γελάει.

"Ναι, συμφωνώ... Κάποτε πρέπει να τα πετάξουμε" απάντησε. Έπιασε τα χερούλια του είχαν τα δύο φύλλα της πόρτας και τα έκλεισε. Το γεγονός ότι τα έπιπλα ήταν άθλια ήταν και ο λόγος που μπαίναμε στο σαλόνι μια φορά τον χρόνο.

Πήγαμε στην κουζίνα και καθίσαμε στο άδειο τραπέζι. "Και τώρα τι θα φάμε;" ρώτησα απογοητευμένος. "Υπάρχει κάποια πιτσαρία για να παραγγείλουμε;" συνέχισα. Ο πατέρας μου κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Τέλεια!!!

Το κινητό του μπαμπά κουδούνισε. Το έπιασα και του το έδωσα. "Υπαστυνόμος" του είπα. Έβαλε το κινητό στο αυτί του και μια παύση μετά  το πρόσωπό του χλόμιασε.

"Εύχομαι αμέσως!" ήταν το μόνο που είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.

"Όλα καλά;"

"Κάποιος το έσκασε από το τρελοκομείο, σκότωσε την οικογένεια του και απειλεί να σκοτώσει και άλλους..." μου εξήγησε και βγήκε σίφουνας από το δωμάτιο. Σηκώθηκα και εγώ αμέσως.

"Θα έρθω μαζί σου!" του είπα καθώς έβαζα τα παπούτσια μου. Για να πω την αλήθεια πάντα μου άρεσε να πηγαίνω σε τόπους εγκλημάτων ή να βλέπω γυμνούς να τρέχουν κάτι που ήταν αρκετά συχνό στο Λος Άντζελες.

"Αποκλείεται!" φώναξε. "Αυτή είναι η δουλειά μου μικρέ! Είμαι υπεύθυνος για πολλά πράγματα και ανθρώπους και το τελευταίο που θέλω είναι να πρέπει να ανησυχώ και για σένα!" συνέχισε να φωνάζει καθώς βάζαμε τα μπουφάν μας. Δεν άκουγα τον πατέρα μου σχεδόν ποτέ. 

Ήξερα ότι με το να πάω εκεί θα επιβάρυνα τον πατέρα μου, αλλά ένιωθα ότι έπρεπε να πάω. Έπρεπε να δω τι θα συμβεί. Επιπλέον η μικρή βίλα δίπλα δεν είναι στην λίστα με τα πράγματα που θα ήθελα να μείνω μόνος την πρώτη μου μέρα σε άγνωστη μικρή πόλη.

"Μπαμπά! Η βίλα απέναντι με ανατριχιάζει" είπα παίρνοντας τα κλειδιά μου. Ο πατέρας μου αναστέναξε και έπειτα κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.

"Εντάξει μικρέ, αλλά μόνο και μόνο γιατί και εγώ ανατριχιάζω με αυτό το σπίτι" είπε και βγήκαμε έξω.

Το σημείο όπου βρισκόταν ο δολοφόνος μας, ήταν κοντά στο δασάκι. Οι σειρήνες των περιπολικών έσκιζαν τον αέρα. Άντρες  και μερικές γυναίκες βρισκόταν ήδη εδώ. Δεν φορούσαν όλοι την στολή της αστυνομίας. Αντίθετα φορούσαν πιτζάμες ή καθημερινά ρούχα. Πρέπει να ήταν οι κάτοικοι της γειτονιάς ή απλοί περαστικοί. Τα περιπολικά είχαν περικυκλώσει τον άντρα και μου ηταν δύσκολο να τον δω καθαρά ή να δω κάποιο απο τα πτώματα. Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο και ένας λιγνός άντρας με παχύ μουστάκι μας πλησίασε.

"Σερίφη" είπε ο άνδρας και έκανε μία χειραψία με τον πατέρα μου. Με κοίταξε παράξενα και ύστερα έτεινε το χέρι του προς το μέρος μου.

"Υπααστυνομε, απ εδώ ο γιος μου, Νικ" μας σύστησε ο πατέρας καθώς του έδινα το χέρι μου. Η παλάμη του ήταν υγρή και έτρεμε ελάχιστα.

"Χάρηκα μικρέ. Υπαστυνόμος Δουκ" είπε. "Ο τύπος απειλεί να πυροβολήσει ξανά... Όσες φορές χρειαστεί για να σωθεί" άρχισε να εξηγεί ο υπαστυνόμος Δουκ.

"Να σωθεί από τι;" ρώτησα πριν προλάβει να το κάνει ο μπαμπάς μου.

"Από τις γυναίκες με τις μάσκες" απάντησε και κούνησε το κεφάλι του. Ήταν σαν να μην πίστευε τα λόγια του δολοφόνου αλλά ταυτόχρονα φαινόταν φοβισμένος να προφέρει τις λέξεις.

"Οι ποιες;" ρώτησε ο μπαμπάς μου. Ακούστηκε πυροβολισμός. Κοιτάξαμε προς την πλευρά του γυμνού άντρα. "Όλα καλά!" φώναξε κάποιος από τους αστυνομικούς.

"Οι γυναίκες με τη μάσκα" είπε ξανά ο υπαστυνόμος Δουκ με φωνή να τρέμει ελάχιστα. "Είναι ένας θρύλος της πόλης μας. Λέγεται ότι πριν από πολλά χρόνια ένας μάγος καταράστηκε όσες γυναίκες της πόλης ήταν... Ιερόδουλες, έτσι ώστε να περπατάνε πάνω στην γη ανάμεσα στους ζωντανούς, και να μην μπορούν ποτέ να βρουν κάποιον να αγαπήσουν, χωρίς βέβαια να τον σκοτώσουν... Ο θρύλος λέει ότι φοράνε μάσκα γιατί δεν είναι θέλουν να δείχνουν το πρόσωπό τους καθώς εξαιτίας της κατάρας έχουν μια ουλή στο πρόσωπό τους.. Για να ελευθερωθουν από την κατάρα θα πρέπει να περπατήσουν ανάμεσα στους ζωντανούς και να ζουν σαν και αυτούς χρόνια ίσα με μια θνητή ζωή με την προϋπόθεση να μην ερωτευτουν. Όσες δεν το καταφέρνουν και ερωτεύονται πρέπει να διαλέξουν.Ή θα πρέπει να πεθάνουν μετά από πολλά βασανιστήρια ή θα πρέπει να θυσιάσουν τον αγαπημένο τους. Επειδή λίγες επιλέγουν να ελευθερωθουν, και δεν έχουν συχνά κάποιον να σκοτώσουν, απειλούν τους άνδρες οτι εάν δε τους κάνουν κάποια χάρη, θα πεθάνουν αργά και βασανιστικά. Σύμφωνα με τον τύπο έχουν μείνει τρεις σε αυτή τη πόλη..." τελείωσε να μας αφηγείται. Είχα γουρλώνει τα μάτια μου και είχα ανατριχιάσει. Μετακομίσαμε σε πόλη με πόρνες που σκοτώνουν άντρες; Αλήθεια τώρα; Ο πατέρα μου είχε μείνει στήλη άλατος επίσης. Για λίγα λεπτά κανένας από τους δύο μας δεν μίλησε.

"Οπότε έχουμε πόρνες που δεν μπορούν να αγαπήσουν και σκοτώνουν για ευχαρίστηση" αναθεώρησε ο πατέρας μου.

"Ίσως ο άντρας είναι υπό την επήρεια ναρκωτικών" είπα τις σκέψεις μου δυνατά. Πριν προλάβει ο μπαμπάς μου ή ο υπαστυνόμος Δουκ να πουν λέξη γύρισα το κεφάλι μου προς τον δολοφόνο. Είχα την αίσθηση ότι τα μάτια του ήταν στραμμένα πάνω μας. Φαινόταν να προσπαθουσε να διαβάσει τα χείλη μας κι μάλλον τα είχε καταφέρει καθώς γύρισε όλο του το κορμί προς το μέρος μας και άρχισε να φωνάζει.

"Μην τις λες πόρνες! Μην τις λες! Θα έρθουν και για σένα! Γυναίκες είναι το όνομά τους. Οι γυναίκες με τη μάσκα!!!" φώναξε και πήγε να τρέξει προς το μέρος μας όταν ο πατέρας μου σήκωσε το όπλο του.

Πριν καλά καλά καταλάβω τι έγινε ακούστηκε ένα δυνατό "μπαμ" και ο πατέρας μου ήταν πεσμένος στην υγρή -από τη βροχή- άσφαλτο. Έπεσα στα γονατα δίπλα του όπως και ο υπαστυνόμος Δουκ. Οι υπόλοιποι αστυνομικοί είχαν σηκώσει τα όπλα τους και τα είχαν στραμμένα στον δολοφόνο. Ο μπαμπάς μου αιμορραγουσε. Η σφαίρα τον είχε πέτυχε στον ώμο. Ηξερα ότι μπορούσε να σωθεί, αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω να τρέμω. Καθώς ο υπαστυνόμος πίεζε με το ένα του χέρι την πληγή και με την άλλη καλούσε ασθενοφόρο, εγώ σηκώθηκα και πήγα προς την πλευρά του δολοφόνου.

Όταν έφτασα εκεί κοίταξα μπροστά στα πόδια του. Υπήρχαν τέσσερα πτώματα. Τρία ήταν μικροσωμα και ένα πιο μεγάλο, προσπαθούσε να τα καλύψει. Πλησίασα λίγο ακόμη και είδα τα πρόσωπα των πτωματων. Τα μάτια τους είχαν αντικατασταθεί με σφαίρες. Μια σφαίρα για κάθε μάτι. Το αίμα είχε κυλησει στα μάγουλά τους. Σαν να έκλαιγαν για τις ζωές τους, σαν να έκλαιγαν για την κατάντια του πατέρα τους.

"Δολοφόνε!!" φώναξα. Εκείνος με κοίταξε με ματιά ανοιχτά σαν να μην ήξερε πού βρισκόταν και ύστερα σήκωσε το όπλο προς το μέρος μου.

"Θα με σκοτώσεις, όπως στα παιδιά και την γυναίκα σου; Οι πόρνες που λες ότι σε εκβιάζουν στο είπαν να το κάνεις; Δεν ήθελες να υποφέρεις από τα βασανιστήρια τους; Τόσο πολύ αγαπούσες την οικογένειά σου;" του φώναξα ξανά. Ακόμα πιο δυνατά.

Ένας από τους αστυνομικούς έβαλε τι χέρι του πάνω στο στήθος μου και προσπάθησε να με απομακρύνει. Δεν μπορούσα να ξεκολλησω τα μάτια μου από τα τέσσερα πτώματα μπροστά του. Η γυναίκα που κάλυπτε τα παιδιά της και τα μάτια τους που είχαν αντικατασταθεί από σφαίρες. Δυο σφαίρες για κάθε ένα από τα μικρά τους προσωπάκια. Πήρα το βλεμμα
από πάνω τους μόνο όταν ο υπαστυνόμος Δουκ φώναξε το όνομά μου. Στραφηκα προς την πλευρά του και τον είδα να είναι έξω από το ασθενοφόρο που είχαν φορτώσει τον πατέρα μου. Κατευθύνθηκαν προς το ασθενοφόρο και πριν κλείσω την πόρτα άκουσα τον γυμνό δολοφόνο να μου φωνάζει.

"Θα έρθουν και για σένα μικρέ! Οι γυναίκες με τη μάσκα θα έρθουν και για σενα" συνέχισε να φωνάζει. Τον κοίταξα με το πιο άγριο βλέμμα που είχα και έκλεισα την πόρτα του ασθενοφόρου. Αρκετά! Φώναζε το μυαλό μου.

________________

Το βιβλίο αυτό είχα ξεκινήσει να το γράφω γύρω στα 15 οπότε τώρα στα 20 βλέπω πολλές διαφορές και φυσικά κρίνω τον εαυτό μου για τον τρόπο που έγραφε. Προσοχή! Δεν είναι ολοκληρωμένο βιβλίο και αυτά τα 5 χρόνια γράφω λίγο λίγο οπότε μπορείτε να καταλάβετε και τις διαφορές. 

Επειδή όμως είναι μια ιστορία που αγαπάω ξεκινάω να διορθώνω όσο πιο πολλά μπορώ. Οπότε το βιβλίο τίθεται υπό κατασκευή. Τα πρώτα κεφάλαια είναι πιο χαλαρά και ήρεμα ως προς εικόνες θα δω εάν μπορέσω να τα ταρακουνήσω λίγο ακολουθώντας πάντα την γραμμή που χάραξα στα 15. Σας ευχαριστώ πολύ,

JOEE

Υ.Γ: Ένα σχόλιο σχετικά με το κεφάλαιο θα με βοηθούσε αρκετά. 

Να περνάτε μαγικά 💌

Continuar a ler

Também vai Gostar

255K 25.3K 51
Όλοι έχουμε γείτονες. Καλούς,κακούς,σπαστικούς,γελοίους , φιλόξενους. Όμως οι δικοί μου γείτονες άνηκαν σε μία κατηγορία που δεν μπορούσα να φανταστώ...
It's a demon ? Por Hi there !

Mistério / Suspense

11.9K 2.1K 34
Ο καινούργιος μαθητής ήρθε αλλα... κάτι κρύβει .. Τα τρια παιδιά θα κάνουν τα πάντα για να το μάθουν .. Τότε θα καταλάβουν πως κάτι περίεργο συμβαίνε...
72 0 6
το απρόσμενο τέλος της γιαγιάς Χαρίκλειας έφερε τα πανό κάτω στην οικογένεια Αποστόλου που ζούσε στη Νεάπολη .Άραγε τα συγγενικά πρόσωπα της αδικοχ...
16.3K 668 11
Ένα πολύ παθιασμένο ζευγάρι ο Γιάννης και η Εμμανουέλα ζούν τα τελευταία 7 χρόνια μαζι ώσπου ο Γιάννης όταν γυρνάει στο σπίτι αντικρίζει ένα περιστα...