Δύο Πρόσωπα

Por angry_bird24

32.6K 1.1K 82

Δύο παράλληλες ιστορίες. Μια επανασύνδεση που θα φέρει συμφορές. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Más

ΜΑΡΙΑ
ΦΥΓΗ
ΜΑΡΙΑ
ΜΑΧΑΙΡΙΑ
ΔΙΣΤΑΓΜΟΣ
ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΠΟ ΚΑΛΑ
ΖΗΛΙΑ
ΜΑΡΙΑ
ΤΟ ΣΠΙΤΙ
ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΠΡΟΤΑΣΗ
ΑΦΙΞΕΙΣ - part 1
ΑΦΙΞΕΙΣ - part 2
ΜΑΡΙΑ
ΤΟ ΚΕΛΙ
ΑΠΟΦΑΣΗ
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ
ΜΑΡΙΑ
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ
ΘΑΝΑΤΟΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ - SEASON 2
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
ΤΟ ΧΩΡΙΟ
Ο ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ
ΦΥΓΗ
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ
ΤΟ ΦΙΛΙ
Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥ
ΞΑΝΑ ΜΑΖΙ
Η ΑΠΑΓΩΓΗ
Ο ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
ΛΕΝΙΩ
ΤΟ ΧΑΡΤΑΚΙ
Η ΚΟΥΡΣΑ
ΔΡΟΣΩ
Η ΔΙΚΗ - part 1
Η ΔΙΚΗ - part 2
H ΔΙΚΗ - part 3
ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Η ΠΡΟΤΑΣΗ
ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΥΧΤΑ
ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ
ΤΟ ΚΡΙΜΑ
ΑΣΗΜΙΝΑ
ΞΑΦΝΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΙΔΙ
ΑΓΡΙΕΣ ΜΕΛΙΣΣΕΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

607 22 3
Por angry_bird24

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1959

Η είδηση ότι η Θεοδοσία έχασε το παιδί, διαδόθηκε σχεδόν αμέσως στο χωριό. Η γλυκιά, καλοσυνάτη, σύζυγος του δασκάλου, είχε ακόμα μία ατυχία στη ζωή της. <<Νέα είσαι ακόμα. Θα προσπαθήσετε ξανά. Μην στεναχωριέσαι, θα έρθει το παιδάκι σας>>. Όσα λόγια παρηγοριάς κι αν άκουσε η γυναίκα, κανένα δεν την έπεισε. Δεν θα έμενε ξανά έγκυος. Αμφέβαλλε ακόμα και για το αν θα την ξαναγγίξει ο άντρας της. Όταν τους το επιβεβαίωσε η Ρίζω, ο Λάμπρος την αγκάλιασε όσο πιο τρυφερά μπορούσε. Παρόλα αυτά, εκείνη τον ήξερε πολύ καλά και ένιωθε την ανακούφιση μέσα του. Σαν να έφυγε ένα μεγάλο βάρος από πάνω του.  Αν κάποιος στεναχωρήθηκε πραγματικά για την απώλεια του εμβρύου, ήταν ο Μιλτιάδης. Τα δάκρυα που έτρεξαν από τα μάτια του, έκαναν τη Θεοδοσία να λυγίσει κι αυτή στην αγκαλιά του ανθρώπου που της είχε σταθεί περισσότερο από πατέρας. Ο Λάμπρος έκοβε βόλτες μέσα στο σαλόνι όταν μπήκε ο πατέρας του, φανερά ταραγμένος. <<Πώς είναι;>> ρώτησε δειλά ο άντρας και ο Μιλτιάδης έκατσε στη καρέκλα και ήπιε δυο γενναίες ρουφιξιές από τον καφέ του. <<Πώς να είναι... Τώρα ξάπλωσε λίγο>>. Ο δάσκαλος δεν απάντησε. Έκατσε απέναντι από τον πατέρα του και κοιτούσε αμίλητος το κενό. Ο Μιλτιάδης διάβασε τις σκέψεις του, μα δεν είπε κάτι. <<Δεν πας μια βόλτα να ξεσκάσεις;>> τον παρακίνησε. <<Όχι. Θα μείνω εδώ. Μπορεί να ξυπνήσει η Θεοδοσία. Δεν είναι σωστό να πάρω τους δρόμους>> απάντησε και ο άντρα χαμογέλασε με ευχαρίστηση. Ο γιος του, παρόλα τα πάθη του, ήταν συνετός άνθρωπος. Δεν θα έπραττε λάθος και δεν θα παρασυρόταν. Παρόλα αυτά, ο Μιλτιάδης ήξερε μέσα του πως ο έρωτας ήταν φωτιά, που έκαιγε τον Λάμπρο συνεχώς και τώρα που το βάρος που παιδιού έφυγε από πάνω του, θα ήταν δύσκολο να μην παρασυρθεί.

Ήταν αργά το απόγευμα, όταν η Ελένη πέρασε τη πόρτα του καφενείου, για να ψωνίσει μερικά πράγματα. Ο Παναγιώτης, της έγνεψε φιλικά, μα παρατήρησε πως κάποιοι πελάτης, την κοιτούσαν περίεργα. Τους αγνόησε και πλησίασε τη Βιολέτα, χαμογελώντας. <<Καλησπέρα>> είπε καλοσυνάτα. <<Καλώς την. Πώς κι από δω;>> τη ρώτησε, με έναν τόνο απορίας. Η Λενιώ την κοίταξε διερευνητικά. <<Έχει γίνει κάτι;>>. Η γυναίκα χαμήλωσε το βλέμμα της και έγνεψε στην Ελένη, να την ακολουθήσει στο καμαράκι της και έκλεισε την πόρτα πίσω της. <<Τι έγινε Βιολέτα; Με ανησυχείς>> της είπε η Λενιώ και έκατσε σε μία καρέκλα. <<Η Θεοδοσία απέβαλε>> απάντησε με μία ανάσα. Η Ελένη μούδιασε. Σαν να σταμάτησε το μυαλό της. <<Λυπάμαι...>> ψέλλισε και η Βιολέτα διέκρινε ένα ελαφρύ κοκκίνισμα στα μάγουλα της, λες και ντράπηκε με την είδηση που άκουσε. Έκατσε δίπλα της και της έπιασε το χέρι μαλακά. Ήξερε ακριβώς τι σκεφτόταν. <<Το ξέρω πως λυπάσαι. Κι εγώ στεναχωρήθηκα. Όμως από την άλλη Λενιώ μου, μεταξύ μας μιλάμε, δεν ξέρω τι ήταν χειρότερο. Αυτό που συνέβη ή να τους έδενε το παιδί για μια ζωή;>>. Η Ελένη δεν ήξερε τι να απαντήση. Η συζήτηση την έκανε να νιώθει άβολα. <<Μια τέτοια απώλεια είναι πάντα λυπηρή>> της απάντησε μουδιασμένα. <<Καλά τα λες>> πέταξε αμήχανα η Βιολέτα. Δεν είπαν κάτι άλλο, οι λέξεις σώθηκαν και η Λενιώ πήρε τα ψώνια και έφυγε από το καφενείο.

Περπατούσε χαμένη στις σκέψεις της, στο δρόμο για το σπίτι, κουβαλώντας τη βαριά τσάντα. Η άνοιξη είχε αρχίσει να μπαίνει και το μέτωπο της ήταν ιδρωμένο. <<Απέβαλε...>> σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν μέσα της. Μισούσε τον εαυτό της που έκανε αυτές τις σκέψεις, μα δεν μπορούσε να κρύβεται από αυτές. Το μοναδικό πράγμα που τους έδενε, δεν υπήρχε πια. Ίσως υπήρχε μια μικρή χαραμάδα για τους δυο τους. Η Λενιώ συνήλθε απότομα.

Δεν έπρεπε να είναι μαζί. Δεν έπρεπε να χωρίσει με τη Θεοδοσία. Εκείνη έχασε το παιδί τους αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Θα έκαναν άλλα παιδιά. Θα ζούσαν μαζί κι ευτυχισμένοι. Δεν έπρεπε να μπει εμπόδιο στην ευτυχία τους. Δεν ήθελε. Συνέχισε το δρόμο της, προσπαθώντας να διώξει τις σκέψεις από το μυαλό της.

Η Δρόσω καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας, κουνώντας νευρικά το πόδι της. Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Έπρεπε να βρει τι θα κάνει. Έπρεπε να βρει μία λύση στο πρόβλημα της. Η Λενιώ μπήκε στο σπίτι και άφησε τα ψώνια σε μία από τις καρέκλες. <<Εδώ είσαι;>> τη ρώτησε αδιάφορα, μα η Δρόσω δεν απάντησε. <<Συμβαίνει κάτι;>> επέμενε η Ελένη. Το κορίτσι την κοίταξε με νευρικότητα. <<Θα φύγω από το χωριό>> δήλωσε αποφασιστικά. Η αδελφή της έμεινε άλαλη. <<Είπα θα σε βοηθήσω και...>>, <<Όχι Ελένη. Άμεσα θέλω να φύγω. Δώσε μου τις λίρες της προίκας μου και θα φύγω αύριο>>. Η Λενιώ σοκαρίστηκε. Δεν καταλαβάινε γιατί τέτοια επιμονή η αδελφή της για να φύγει άμεσα από το χωριό. <<Γιατί βιάζεσαι τόσο πολύ Δρόσω; Συμβαίνει κάτι; Μίλα μου>>. Η Δρόσω δαγκώθηκε. Σκέφτηκε προς στιγμήν να της μιλήσει, μα τελικά επέλεξε να σιωπάσει. <<Δεν συμβαίνει κάτι. Θέλω απλώς να φύγω. Σε παρακαλώ Ελένη, μην το κάνεις θέμα>>, <<Δεν πρόκειται να σε αφήσω να φύγεις έτσι. Θα το συζητήσουμε και...>>. Η Δρόσω πετάχτηκε όρθια θυμωμένα. <<Δεν καταλαβαίνεις έτσι; Εντάξει Λενιώ. Όπως νομίζεις>> απάντησε και μπήκε θυμωμένα στη κάμαρη της.

Ο Λάμπρος καθόταν αμίλητος στο σαλόνι, όταν ένιωσε το χέρι της Θεοδοσίας στον ώμο του. <<Καλησπέρα>> του είπε δειλά. <<Καλώς τη. Πώς είσαι;>> της απάντησε κι εκείνη έκατσε δίπλα του, κοιτώντας τον τρυφερά. Ο άντρας δεν ανταπέδωσε τη ματιά και η Θεοδοσία ένιωσε τη πρώτη μαχαιριά στο στομάχι. <<Καλύτερα. Δεν θα έρθεις να ξαπλώσουμε;>>, <<Πήγαινε εσύ. Θα μείνω να πιω ένα κρασάκι. Δεν νυστάζω>>. Εκείνη γονάτισε δίπλα του. <<Θα μείνω να σου κάνω παρέα>>, <<Μην ξενυχτάς για μένα. Είσαι ταλαιπωρημένη>> της είπε προσπαθώντας να την αποφύγει. Η γυναίκα άπλωσε το χέρι της και του ξεκούμπωσε ένα κουμπί από το πουκάμισο του. <<Κάνε με δικιά σου>> του ζήτησε με λατρεία. Εκείνος τραβήχτηκε. <<Απέβαλες. Δεν είναι η ώρα ακόμα>>, <<Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να σε νιώσω>> επέμεινε εκείνη και κατέβασε το χέρι της στη ζώνη του παντελονιού του. <<Θεοδοσία σε παρακαλώ. Δεν έχω όρεξη>> της δήλωσε ξεκάθαρα μα η γυναίκα δεν έδειχνε να την απασχολεί. <<Άσε με να σε χαλαρώσω. Να σε ικανοποιήσω, άντρα μου>> του ζήτησε παρακαλετά και ξεκούμπωσε τη ζώνη του. Εκείνος δεν αντέδρασε. Στήθηκε μπροστά του, έτοιμη να υποταχτεί και έσκυψε από πάνω του. Ο Λάμπρος έκλεισε τα μάτια του και αφέθηκε στα χέρια της.

Η Ελένη μάζεψε το τραπέζι, παίρνοντας και τα τελευταία ποτήρια. Ο Θωμάς της χαμογέλασε γλυκά. <<Είναι αργά. Καλύτερα να πηγαίνω. Η Δρόσω κοιμήθηκε ήδη>> της είπε και σηκώθηκε, μα εκείνη τον σταμάτησε. <<Μείνε λίγο ακόμα>> πρότεινε και τον φίλησε μαλακά. Εκείνος αναθάρρισε. <<Τι έπαθες; Όλα εντάξει;>> τη ρώτησε, μα του φάνηκε γελοία η ερώτηση. <<Τόσο περίεργο σου φαίνεται που θέλω να μείνεις;>> πέταξε εκείνη. Στην πραγματικότητα, της φαινόταν λογικό να της φαίνεται περίεργο μιας και δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί. Οι σκέψεις που έκανε όλη μέρα, μετά την αποβολή της Θεοδοσίας, την έκαναν να ψάχνει τρόπο να ξεχαστεί και να διαγράψει αυτή την ιστορία από το μυαλό της. Στάθηκε μπροστά του αποφασιστικά. <<Θες να βάλουμε ένα ακόμα κρασάκι;>> της πρότεινε εκείνος. <<Όχι>> του απάντησε. <<Και τι θες τότε;>> επέμεινε, ξέροντας σχεδόν ήδη την απάντηση. Η Ελένη ξεκούμπωσε το φερμουάρ από το φόρεμα της και το άφησε να πέσει μπροστά του. Έπειτα χαμήλωσε τις ράντες από το μεσοφόρι της και άφήσε το στήθος της να ξεχυθεί μπροστά στα μάτια του. Εκείνος ήταν ψύχραιμος. Χαμογέλασε αχνά και την τράβηξε στα πόδια του. Τη φίλησε τρυφερά και ξεκούμπωσε τη ζώνη από το παντελόνι του. <<Είσαι δικιά μου>> της δήλωσε πριν γίνουν ένα.

Η Ελένη άνοιξε τα μάτια της, το επόμενο πρωί ακριβώς. Στο μαξιλάρι δίπλα της, κοιμόταν γαλήνιο ο Θωμάς. Τα ρούχα τους βρισκόντουσαν στο πάτωμα. Σήκωσε μαλακά την κουβέρτα. Η θέα του κορμιού της, της προκάλεσε ένα ανεξήγητο άγχος. <<Γιατί το έκανα εγώ αυτό; Αφού δεν το ήθελα!>> σκέφτηκε πανικοβλημένη. Ντύθηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε και βγήκε από το δωμάτιο στις μύτες. Έριξε πάνω το σάλι της και άνοιξε την πόρτα. Είχε ανάγκη να τη χτυπήσει ο καθαρός αέρας. Κοίταξε τις λεύκες στην αυλή. Ακόμα και το να βρίσκεται στον ίδιο χώρο με εκείνον, την έπνιγε. Άρχισε να περπατά και να περπατά, με βήμα γρήγορο, λες και πάλευε να βγάλει την ένταση από μέσα της. Τα βήματα της, την οδήγησαν στη ρεματιά. Κατέβηκε, σχεδόν τρέχοντας, τον χωμάτινο δρόμο και έμεινε παγωμένη. Ο Λάμπρος καθόταν αμίλητος σε μία πέτρα και κοιτούσε το νερό, τυλιγμένος με το καφέ παλτό του. Της έριξε μια ψυχρή ματιά, λες και περίμενε να έρθει. <<Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;>> τον ρώτησε με περιέργεια. <<Ότι κι εσύ>> της απάντησε, χωρίς να την κοιτάξει. <<Εγώ ήρθα... Ήρθα να πιω λίγο νερό. Πήγαινα στα χωράφια και δίψασα>> πέταξε η Ελένη, μα η δικαιολογία της φάνηκε γελοία. Εκείνος την κοίταξε ειρωνικά. <<Ήρθες να βάλεις το μυαλό σου σε τάξη, όπως κι εγώ. Όπως κάναμε πάντα όταν θέλαμε να σκεφτούμε>> της εξήγησε, μα εκείνη δεν ήθελε να του δείξει πόσο δίκιο είχε. <<Δεν ξέρεις τι λες. Τουλάχιστον όσον αφορά εμένα>>. Ο Λάμπρος σηκώθηκε και την πλησίασε. <<Μπορώ να σου πω κάτι;>>, <<Τι πράγμα;>>, <<Κάτι για το οποίο ντρέπομαι και δεν μπορώ να το πω σε κανέναν>> της ζήτησε τρυφερά. <<Ναι... Πες>> απάντησε ψυχρά. <<Όταν η Θεοδοσία απέβαλε, μου έφυγε ένα βάρος. Δεν το ήθελα αυτό το παιδί. Ντρέπομαι τόσο πολύ αλλά αυτή είναι η αλήθεια>> της εξομολογήθηκε. Η Ελένη δάγκωσε το χείλος της από ταραχή. Πάλευε να μην του το δείξει και έκανε ένα βήμα πίσω, για να μην ακούσει την καρδιά της να χτυπά δυνατά. <<Καταλαβαίνω μα...>>, <<Μα;>>, <<Μα θα έρθει άλλο παιδί κάποια στιγμή. Ίσως είναι καλύτερα να φτιάξετε πρώτα τη σχέση μεταξύ σας κι έπειτα...>>, <<Κι αν δεν φτιάχνει;>> την διέκοψε εκείνος. <<Τι θες Λάμπρο; Τι θες να μου πεις;>> τον ρώτησε με θράσος κι εκείνος της έπιασε το χέρι. <<Ίσως αυτή, να είναι η ευκαιρία μας Ελένη. Μη μου πεις ότι δεν το σκέφτεσαι κι εσύ. Ίσως να ήταν γραφτό να μην...>>, <<Μην συνεχίζεις. Γύρνα στη γυναίκα σου. Έχει χάσει ένα παιδί. Χρειάζεται συμπαράσταση>>, <<Φυσικά, φυσικά μα σε λίγο καιρό θα το ξεπεράσει και τότε...>>, <<Τότε θα την παρατήσεις; Μείνε μαζί της. Εμείς έχουμε τελειώσει. Άλλωστε εγώ πλέον είμαι αλλού>> του είπε ξεκάθαρα κι εκείνος την κοίταξε πικραμένα. <<Μαζί του;>>, <<Ναι. Δεν το περίμενες;>> τον ρώτησε προκλητικά. Ο δάσκαλος χαμήλωσε το βλέμμα του. <<Ναι. Το περίμενα. Τον αγαπάς;>> τη ρώτησε. Εκείνη έσφιξε τις γροθιές της. <<Αν και δεν σε αφορά, ναι. Τελειώααμε Λάμπρο. Πάρτο απόφαση. Ο Θωμάς κοιμάται σπίτι μου, αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Μην με ξαναενοχλήσεις, σε παρακαλώ. Πήγαινε κοντά στη Θεοδοσία που σε χρειάζεται και άσε τα σχέδια και τις ευκαιρίες. Καλημέρα>> είπε χωρίς ανάσα και έφυγε από το ρέμα, πριν προλάβει να της μιλήσει. Πριν ακούσει τον ήχο της φωνής του, που της έκαιγε την καρδιά. Εκείνος έκατσε ξανά στην πέτρα, άδειος, πικραμένος, με έναν κόμπο στο στομάχι του. Τα μάτια του έγιναν υγρά. <<Γιατί καρδιά μου; Γιατί;>> μονολόγησε. Εκείνη έτρεχε μακριά του, την ίδια ώρα. Έτρεχε, παρακαλώντας να μην την ακολουθεί. Δεν θα μπορούσε να συγκρατηθεί. Θα έπεφτε στην αγκαλιά του, χωρίς δεύτερη σκέψη. Έφτασε ως την άκρη του χωριού, έκατσε στον κορμό ενός δέντρου και ξέσπασε σε κλάματα.

Seguir leyendo

También te gustarán

2.3K 88 5
Ο Δημήτρης με την Άννα πλέουν σε πελάγη ευτυχίας για τον ερχομό του δεύτερου παιδιού τους .Θα κρατήσει η ευτυχία τους ή κάποιος θα κόψει την κλωστή α...
308K 14.4K 66
Νικ και Αμέλια. ~~~~~~~~~~ Έκλαιγα τόσο έντονα και με λυγμούς που δεν μπορούσα να αναπνεύσω καλά καλά. Ο Νικ τρομοκρατηθηκε και στάθηκε στα γόνατα απ...
1.7K 101 9
Μάνη, 1818 Ένας ξένος πατάει τα χώματα του τόπου του για πρώτη φορά. Αναζητά μια πατρίδα, ένα σπίτι και τις ρίζες του . Μια γυναίκα, που τα μάτια της...
8.6K 487 23
Όταν του αποκάλυψε η Θεοφανω τον πραγματικό λόγο που η γυναίκα του αυτοκτόνησε, έπεσε από τα σύννεφα. Όμως η ζωή του επιφύλασσε μεγαλύτερες εκπλήξεις...