Μια μικρή, λευκή αχιβάδα

By feniapatika_

16.5K 843 80

Η αγάπη είναι αρκετά δυνατή για να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο και δυσκολία. Είναι ικανή, όμως, να ξεπεράσει ακόμα... More

Οδός ονείρων
Όμορφη πόλη
«Θα έχουμε για πάντα την Αθήνα»
Άστρο της ανατολής
«Ο κόσμος σου να είμαι εγώ»
Της τύχης τα γραμμένα
Αμυγδαλιά
Για μια μικρή, λευκή αχιβάδα
Ιονική Σουίτα
Το χαμόγελο της Τζοκόντα
Χάρτινο το φεγγαράκι
Ενός λεπτού σιγή
Η εποχή της Μελισσάνθης
Ήσουν μια βρύση του ουρανού
Ο μεγάλος ερωτικός
Για την Ελένη
Το μεθυσμένο κορίτσι
Κοινός βίος
Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς
Δύο ή τρεις;
Το θαύμα της άνοιξης
Νυχτερινή περιπέτεια
Για σένα την αγάπη μου
Ναυάγια της ζωής
Για δυο ρώγες σταφύλι
Η μικρή αμυγδαλιά
Καίτη και Ευγενία
Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον
Όπερα για πέντε (Μπόνους κεφάλαιο)

Ιτιές

1.2K 37 0
By feniapatika_

27 Αυγούστου 1952...

Έστρεψε το πρόσωπο της προς τον ουρανό. Έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα. Τόσο βαθιά, όσο και η ευχή που μόλις είχε κάνει. Μια ευχή μέσα από τα βάθη της ψυχής και της καρδιά της. Μια ευχή μοναδική. Μια ευχή που μέρα με τη μέρα ήλπιζε να πραγματοποιηθεί.

Τα φύλλα στα δέντρα χόρευαν στο ρυθμό του ανέμου, ενώ το νερό στο ποτάμι έρεε ασταμάτητα, παροτρύνοντας την να βουτήξει μέσα του και να ξεδιψάσει την φωτιά που της έκαιγε τα σωθικά. Οι ήχοι της φύσης γαλήνευαν την αντάρα της ψυχής της. Από πάντα η Γη είχε μια μαγική επιρροή πάνω της. Έπαιρνε ζωή από την πηγή της ζωής. Εκεί που όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί έβρισκαν ένα μοναδικό τρόπο να αναγεννηθούν, παραμερίζοντας κάθε εμπόδιο.

Την είχε συνεπάρει η μαγεία που απλωνόταν μπροστά της και δεν είχε καταλάβει πως κάποιος στεκόταν πίσω της και την χάζευε. Ένα στιγμιαίο, όμως, λάθος του άντρα, της φανέρωσε την παρουσία του.

Εκείνη είχε μαγευτεί από την ομορφιά γύρω της και εκείνος είχε μαγευτεί από τη δική της εικόνα, με αποτέλεσμα να μην προσέξει και να παραπατήσει. Ο θόρυβος που έκαναν τα πεσμένα, ξερά φύλλα όταν καταπατήθηκαν από τα παπούτσια του, την τρόμαξε και την έκανε να αναπηδήσει.

Γύρισε γρήγορα προς την πηγή του ήχου. Το πρόσωπο της ήταν ανήσυχο. Τα χέρια της σχημάτισαν δύο μπουνιές και αμέσως τα δάχτυλα της κοκκίνισαν από το αίμα που είχε συσσωρευτεί στα άκρα της.

Όταν, όμως, αντίκρισε τη σιλουέτα του άντρα και κατάλαβε ότι της ήτανε γνωστή, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της μαλάκωσαν, τα χέρια της ηρέμησαν και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της.

«Ήρθες...» του είπε ανακουφισμένη και ξεφύσησε δυνατά

«Πίστευες πως δεν θα ερχόμουν;»

Η κοπέλα δεν απάντησε, μονάχα έτρεξε στην αγκαλιά του. Τύλιξε σφιχτά τα χέρια της γύρω από τη μέση του και έκλεισε το πρόσωπο της στο λαιμό του. Όλο της το σώμα τον έσφιγγε σαν μέγγενη. Σαν να προσπαθούσε να καταλάβει αν είναι αληθινός.

Το παλικάρι κατάλαβε αμέσως ότι αυτή η αγκαλιά ήταν αυτό που χρειαζόταν η αγαπημένη του για να ηρεμήσει. Τα μπράτσα του σαν δυο φτερούγες τύλιξαν προστατευτικά το κορμί της. Φίλησε απαλά την κορυφή του κεφαλιού της. Μύρισε τα μαλλιά της. Αυτή η μυρωδιά που τόσο αγαπούσε και που πάντα πρόσμενε να χαθεί μέσα της κάθε φορά που την συναντούσε. Μια μυρωδιά που, ωστόσο, δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Δεν την είχε ρωτήσει ποτέ τι άρωμα είχε το σαπούνι που χρησιμοποιούσε. Δεν ήθελε. Δεν ήθελε να χαλάσει αυτό το μυστήριο. Ήθελε κάθε φορά που την αγκάλιαζε να μυρίζει τα μαλλιά της και να χάνεται μέσα σε αυτό τον άγνωστο λαβύρινθο που σχημάτιζαν οι μακριές καστανόξανθες μπούκλες της.

«Λενιώ, δεν μου απάντησες...νόμιζες πως δεν θα 'ρθω;»

Η Ελένη σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. Είχε όντως πιστέψει έστω και για μια στιγμή ότι δεν θα ερχόταν να την συναντήσει. Ντράπηκε για τον εαυτό της. Ένα δάκρυ δραπέτευσε από τα μάτια της και κατευθύνθηκε προς το μάγουλο της.

Ο Λάμπρος χάιδεψε το μάγουλο της και απομάκρυνε αυτό το μοναδικό δάκρυ, που φανέρωσε άθελα του τις σκέψεις της. Ο Λάμπρος κατάλαβε. Διάβασε μεμιάς το νου της.

«Θέλω να μου υποσχεθείς ότι δεν θα ξανά αμφισβητήσεις την αγάπη μου για σένα!» την μάλωσε τρυφερά

«Στο υπόσχομαι!» του επιβεβαίωσε και κατέβασε το κεφάλι

«Πάμε να κάτσουμε για λίγο στην κρυψώνα μας;» της πρότεινε

Η Ελένη έκλεισε το χέρι της μέσα στο δικό του, έμπλεξε τα δάχτυλα της με τα δικά του και τον έσπρωξε ελαφρά για να προχωρήσει.

«Πάμε...» του απάντησε

Περπάτησαν κατά μήκος της ρεματιάς. Της ρεματιά τους. Μόνο σε εκείνο το μέρος έβρισκαν τη γαλήνη που αποζητούσαν. Μόνο σε εκείνο το μέρος ήταν μόνοι τους, χωρίς καμία απαγόρευση, χωρίς κανένα «Όχι!». Μόνο σε εκείνο το μέρος ένιωθαν ελεύθεροι να κάνουν όλα όσα λαχταρούσε η καρδιά τους. Η ρεματιά είχε γίνει το κρυφό τους καταφύγιο. Και έτσι ξαφνικά, είχε γίνει δικιά τους. Σαν να τους άνηκε. Σαν να ήταν το σπίτι τους.

Έπειτα από λίγα λεπτά, έφτασαν στην ¨κρυψώνα τους¨, όπως την είχε ονομάσει ο Λάμπρος. Αυτή η κρυψώνα δεν ήταν παρά μόνο μια μικρή σπηλιά, καταχωνιασμένη ανάμεσα σε μερικά πανύψηλα και πολύ πυκνά δέντρα. «Πρέπει να είναι ιτιές», είχε σκεφτεί κάποια στιγμή η Ελένη αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να προσδιορίσει ακριβώς το είδος του δέντρου που σκέπαζε με τα φύλλα του τον έρωτα τους και που έκρυβε στα κλαδιά του τα λόγια αγάπης που αντάλλασσαν σε εκείνη τη μικρή γωνίτσα. Εξάλλου, τώρα πια δεν είχε καμία σημασία. Ο Λάμπρος σε λίγες ώρες θα έφευγε για την Αθήνα και αυτή η ¨κρυψώνα¨ θα έχανε τον τίτλο που της είχε δοθεί από τα δύο αυτά ερωτευμένα παιδιά. Θα μετονομαζόταν και πάλι σε ¨σπηλιά¨.

Το καλοκαίρι σιγά σιγά τελείωνε και σε λίγες μέρες θα έδινε τη θέση του στο φθινόπωρο. Αυτή η μουντή εποχή ήταν η αγαπημένη των αγροτών λόγω των πολλών βροχοπτώσεων που καθιστούσαν γονιμά τα χωράφια τους, όμως, ήταν η χειρότερη εποχή για την Ελένη γιατί κάθε χρόνο τέτοιες μέρες έπρεπε να τον αποχωριστεί. Ήταν αναγκασμένος να φύγει μακριά της.

Μπήκαν μέσα στη σπηλιά και κάθισαν πάνω στο χώμα ο ένας δίπλα στον άλλον. Ξαφνικά απλώθηκε μια ανεξήγητη αμηχανία μεταξύ τους. Κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει πρώτος. Δεν είχαν τι να πουν, εξάλλου. Τα λόγια τούς είχαν σωθεί. Ό,τι είχαν να πουν το είχαν πει στους πατεράδες τους, χωρίς καμία ανταπόκριση.

Ο Λάμπρος δεν άντεχε αυτή την εκκωφαντική σιωπή που κυριαρχούσε μεταξύ τους. Η θλίψη της Λενιώς του ήταν τόσο μεγάλη. Το ήξερε καλά. Το είχε καταλάβει με το που την αντίκρισε εκείνο το πρωινό. Θέλοντας να ελαφρύνει για λίγο το βάρος που έκρυβε στα σωθικά της, πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της και την χάιδεψε απαλά. Η Ελένη έγειρε το κεφάλι της στο στήθος τους και έκλεισε τα μάτια.

Έμειναν για λίγο έτσι αγκαλιά, χωρίς να μιλούν.

«Θέλω να έρθω μαζί σου, Λάμπρο» είπε με μια ανάσα η Ελένη παίρνοντας πρώτη το λόγο

Ο Λάμπρος συνήλθε απότομα.

«Τι είναι αυτά που λες, Λενιώ μου; Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα!»

«Γιατί δεν γίνονται; Μ' αγαπάς και σ' αγαπάω! Κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από αυτό»

«Και όμως υπάρχει...»

Η Ελένη τον διέκοψε προτού προλάβει να τελειώσει τη φράση του

«Δεν με νοιάζουν οι πατεράδες μας, Λάμπρο! Αλήθεια δεν με νοιάζουν! Όσο και αν τον αγαπάω τον Γιώργη, δεν θέλω να τον αφήσω να ορίζει τη ζωή μου»

«Αυτά τα λες πάνω στα νεύρα σου, καρδιά μου. Όταν ηρεμήσεις, όμως, λίγο θα καταλάβεις ότι ποτέ σου δεν θα ήθελες να το πληγώσεις με αυτό τον τρόπο. Ποτέ δεν θα παντρευόσουν χωρίς την ευχή του. Ο Γιώργης σε αγαπάει και θέλει το καλύτερο για σένα!»

Η Ελένη δεν μπορούσε να καταλάβει πώς γίνεται ο Λάμπρος να υποστήριζε τη λανθασμένη στάση του πατέρα της. Θύμωσε μαζί του. Τραβήχτηκε απότομα από την αγκαλιά του και σηκώθηκε όρθια, πατώντας γερά στη Γη.

«Τι έπαθες, Λενιώ μου;»

«Μην με ξανά πεις έτσι!» του είπε απότομα

Τα μάτια της ήταν υγρά. Τα δάκρυα ήταν έτοιμα να ξεσπάσουν.

«Γιατί;»

«Γιατί υποστηρίζεις τόσο πολύ τον πατέρα μου, Λάμπρο; Γιατί θέλεις να υποταχτούμε στην απόφαση τους;»

«Δεν θέλω να έχεις δεύτερες σκέψεις για την αγάπη μου, Λενιώ! Ποτέ δεν θα έκανα πίσω! Εγώ πρώτος θα σε έπαιρνα να φύγουμε μακριά από όλα αυτά, αλλά...»

«Αλλά;» αποκρίθηκε εκείνη ειρωνικά

«Πρέπει πρώτα να τελειώσω τις σπουδές μου, αγάπη μου. Πρέπει να γίνω δάσκαλος. Να έχω μια σταθερή δουλειά. Να ξέρω πως μπορώ να σε κάνω ευτυχισμένη και μετά θα έρθω να σε πάρω και ας ουρλιάζουν οι πατεράδες μας»

«Δεν χρειάζονται τα λεφτά για να με κάνεις ευτυχισμένη. Είμαι ήδη ευτυχισμένη που σε έχω δίπλα μου και που ξέρω πως μ' αγαπάς!»

Η φωνή της τώρα είχε αρχίσει να γίνεται πιο μαλακιά. Η φουρτούνα είχε κοπάσει.

«Τότε άσε με να σ' αγαπώ με τον τρόπο που μόνο εμείς ξέρουμε...»

«Πάλι από μακριά;»

«Πάλι» αποκρίθηκε θλιμμένα ο Λάμπρος

«Και αν το συνηθίσεις;»

«Ποιο;»

«Έτσι πάντα από μακριά να μ' αγαπάς;»

«Δεν θα μου αρκεί!»

«Άφησε με να έρθω μαζί σου...» είπε και έπεσε απεγνωσμένη στην αγκαλιά του

«Δώσε μου λίγο χρόνο, κορίτσι μου! Άσε με να πραγματοποιήσω όλα μας τα όνειρα όπως τα έχουμε φανταστεί!»

«Φίλησε με...» του είπε, χωρίς να φύγει ούτε στιγμή από την αγκαλιά του

Ο Λάμπρος έβαλε τα χέρια του στο λαιμό της και ακούμπησε απαλά τα χείλη του πάνω στα δικά της. Όμως, της Ελένης δεν της έφτανε αυτό και έτσι δυνάμωσε το φιλί τους. Από απαλό και τρυφερό το έκανε έντονο, ορμητικό, επιτακτικό. Ήθελε να έχει τη γεύση του φιλιού του στα χείλη της. Να θυμάται πως νιώθει ότι την φιλά. Αποθήκευσε στη μνήμη της αυτή τους την τελευταία στιγμή. Αυτό τους τον αποχαιρετισμό.

Το ίδιο κιόλας απόγευμα ο Λάμπρος έφυγε με το λεωφορείο για την Αθήνα. Κανείς από τους δύο δεν ήξερε πότε θα ξανά συναντηθούν.
__________________________________
Είχαν περάσει μόλις λίγες εβδομάδες από τότε που ο Λάμπρος έφυγε για την Αθήνα για να ολοκληρώσει το τελευταίο έτος του στο πανεπιστήμιο και η Ελένη ένιωθε σαν να μην την χωράει ο τόπος. Πιο μόνη της δεν είχε ξανά νιώσει στη ζωή της. Η παρουσία του πατέρα της την εξόργιζε ακόμα περισσότερο. Δεν μπορούσε να χωνέψει το γεγονός ότι ο πατέρας της, ο άνθρωπος που υπεραγαπούσε, απαρνήθηκε την ευτυχία της και μάλιστα χωρίς κανένα προφανή λόγο, χωρίς κάποια δικαιολογία.

Οι αδερφές της προσπαθούσαν με νύχια και με δόντια να διορθώσουν τις σχέσεις πατέρα-κόρης, αλλά μάταια. Έβλεπαν στο πρόσωπο της αδερφής τους τη θλίψη και την απόγνωση και ακόμα και εκείνες καταλάβαιναν πως η Λενιώ είχε όλα τα δίκια του κόσμου να μην μιλάει στον Γιώργη. Ούτε εκείνες μπορούσαν να εξηγήσουν τη στάση του πατέρα τους απέναντι στον Λάμπρο. Κάθε γονιός θα ήθελε ένα τόσο όμορφο και προκομμένο παλικάρι για τη θυγατέρα του. Η Λενιώ ήταν πολύ τυχερή. Κι όμως, ο Γιώργης ήταν ανένδοτος.

Πολλές φορές η Ασημίνα, ως λίγο μεγαλύτερη, προσπάθησε να μιλήσει στον πατέρα της αλλά εκείνος της έδινε πάντα την ίδια ψυχρή απάντηση

«Θα μάθει με τον καιρό να ζει μακριά του!»

Η καημένη η Ασημίνα έσκυβε το κεφάλι και δεν έδινε περαιτέρω προέκταση στο θέμα. Παρά κλεινόταν μαζί με την αδερφή της στην κάμαρη τους και την παρηγορούσε, όταν έκλαιγε με τις ώρες για τον Λάμπρο της.

Ποτέ του ο Γιώργης δεν χαλούσε χατίρι στις τρεις λεύκες του. Όμως, τώρα ήταν η πρώτη φορά που δεν άκουγε κανέναν. Μάτωνε η ψυχή του που με τη στάση του πλήγωνε την Λενιώ του, που ήταν και η αδυναμία του, μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Είχε πάρει όρκο να μην αποκαλύψει ποτέ στην Ελένη τον λόγο που δεν μπορεί να παντρευτεί τον Λάμπρο.

Το ίδιο βάρος κουβαλούσε στην ψυχή του και ο Μιλτιάδης. Εξαιτίας εκείνου και των πράξεων του, ο γιος του δεν θα ήταν ευτυχισμένος με την γυναίκα που αγαπούσε. Αυτή θα ήταν η τιμωρία του για το κακό που προξένησε στον Γιώργη και στην οικογένεια του. Θα ζούσε μια ζωή με τις τύψεις.

Καμιά φορά, όμως, το μυαλό των ερωτευμένων δεν χαμπαριάζει από λογική και υποδείξεις. Έτσι και το μυαλό της Ελένης δεν λογάριαζε τις απαγορεύσεις του πατέρα της. Δεν άντεχε άλλο να τον ακούει να της λέει πόσο ακατάλληλος είναι ο Λάμπρος για εκείνη. Πόσο κουραστική θα είναι η ζωή της αν τον ακολουθήσει επειδή θα πρέπει να αλλάζουν συνεχώς πόλεις και σπίτια. Και η Λενιώ αναρωτιόταν. Πώς γίνεται να είναι κουραστική η ζωή κάποιου, όταν έχει στο πλευρό του εκείνον που αγαπά;

Έτσι, πήρε την πιο παράτολμη απόφαση της ζωής της. Θα πήγαινε να βρει τον Λάμπρο στην Αθήνα, κόντρα στα λόγια του πατέρα της. Δεν την ένοιαζε αν δεν τους είχε δώσει την ευχή τους. Δεν την ένοιαζε αν δεν τον ήθελε για άντρα της κόρης του. Θα ακολουθούσε το τραγούδι που της απήγγειλε η καρδιά της. Και αυτό το τραγούδι, την προέτρεπε να τα αφήσει όλα και να πάει να τον βρει. Να την κλείσει στην αγκαλιά του και να ξεχάσει όλα όσα την βάραιναν.

Αλλά, όταν οι άνθρωποι κάνουν όνειρα, ο Θεός γελάει, έτσι δεν λένε;

Continue Reading

You'll Also Like

11.1K 624 44
Για όλα υπάρχει μία αιτία. Όλα λένε για κάποιο λόγο γίνονται. Υπάρχουν όμως πολλές αδικίες. Πολλά προβλήματα. Αλλά και η ομορφιά πάντα βγαίνει στην ε...
11.4K 330 13
Τα μέσα του 1966 βρήκαν το Διαφάνι να μετράει τις πληγές του. Κανείς δεν είχε μείνει ανεπηρέαστος από τα γεγονότα που ταλάνιζαν εδώ και χρόνια το χωρ...
1.4K 97 12
Η αγάπη μας μια θάλασσα φορτούνα στην ψυχή, αγάπη μύρια κύματα και όλα απ'την αρχή
109K 6.7K 47
«Φοβάσαι;» Την ρώτησε με την βαριά αλλά ταυτόχρονα τόσο γοητευτική φωνή του. «Όχι» απάντησε εκείνη μονολεκτικά χωρις να σκεφτεί καλά την απάντηση που...